Από τότε που η ποπ κουλτούρα άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως αναπόσπαστο κομμάτι της γνωστής λειτουργίας μίας κοινωνίας, η μουσική ιστορία μάς έχει χαρίσει έναν ιδανικό αριθμό από ινδάλματα και προσωπικούς ήρωες. Και οι δύο διαθέτουν το αναγκαίο εκτόπισμα ώστε να κολληθούν ως αφίσες σε εφηβικά δωμάτια επαναστατικής ενηλικίωσης, να συντροφεύσουν μοναχικές εξερευνήσεις του ξένου μας εαυτού και να αναδειχθούν σε δακρύβρεχτο φόντο υπό την ανταλλαγή υποσχέσεων παντοτινής αγάπης ή υπό τα τελευταία βλέμματα μίας άδοξης ερωτικής περιπέτειας. Μόνο όμως η αναφορικότητα των πρώτων είναι αρκετά οικουμενική, έτσι ώστε να γεμίζει τις σελίδες των ατομικών ημερολογίων, όσο και να διαμορφώνει το συλλογικό θυμικό εμπειριών ενός ολόκληρου τόπου.

Η ιστορία ανέδειξε τον David Bowie σε μία τέτοια θρυλική φιγούρα (και) για την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, όμως, η πορεία προς την καθολική εγχώρια αναγνώρισή του δεν είναι τόσο γραμμική όσο φαντάζει από απόσταση, στη βεβαιότητα του σήμερα. Η συνάρτηση που περιγράφει τη σχέση αποδοχής και αγάπης του Bowie από το ελληνικό κοινό διαφέρει λοιπόν αρκετά από αυτήν άλλων σπουδαίων ονομάτων που αγκαλιάστηκαν εξ αρχής, όπως οι Doors, οι Pink Floyd και οι Led Zeppelin. Όταν το πασπαλισμένο με χρυσόσκονη, sci-fi glam rock του Ziggy Stardust και το ανδρόγυνο εξωγήινο πλάσμα του Aladdin Sane ανατάρασσαν το διεθνές στερέωμα, στη δικτατορική Ελλάδα τα νέα έφταναν μόνο σε (απειρο) ελάχιστους ανήσυχους εξερευνητές.

Μία από τις πρώτες φορές –αν όχι η πρώτη– που το ελληνικό κρατικό ραδιόφωνο έπαιξε κομμάτι του Bowie, ήταν η 6η Ιουνίου του 1975, στην εμβληματική εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, που τότε λεγόταν ακόμα “Pop Club”: ήταν η διασκευή στο “Across The Universe” των Beatles από το Young Americans, τον «plastic soul» δίσκο που κυκλοφόρησε o Βowie τη χρονιά εκείνη, στην προσπάθειά του να κατακτήσει τις Η.Π.Α.

Μάλιστα εκείνη την περίοδο είχε επισκεφθεί και τη χώρα μας μαζί με τον Iggy Pop, όπου τους υποδέχθηκε ο Γιάννης Πετρίδης μαζί με τον φίλο του Μίκη Κορίνθιο, και όλοι μαζί ταξίδεψαν για 3 μέρες με μία Austin στο Σούνιο και στους Δελφούς, συζητώντας ατελείωτες ώρες περί soul, μιας και την είχαν όλοι ως κοινή αγάπη.

Το “Pop Club” ήταν η μόνη εκπομπή τότε που επιχειρούσε να αποτυπώσει το διεθνές ηχητικό παρόν και, αναμενόμενα, αγκάλιασε το φαινόμενο Bowie, τοποθετώντας τόσο το Station To Station, όσο και το Heroes στην καθιερωμένη δεκάδα με τους καλύτερους «ξένους» δίσκους της χρονιάς για το 1976 και το 1977 αντίστοιχα. Αλλά το όνομα του Bowie εξακολουθούσε να είναι άγνωστο στο ευρύτερο κοινό, παρόλο που το συγκλονιστικό “Heroes” παίχτηκε αρκετά στις ραδιοφωνικές συχνότητες. Μάλιστα μία ιστορία τύπου «boy-meets-girl» βασισμένη στους στίχους του είχε απεικονισθεί και στο Κολούμπρα, cult περιοδικό κόμιξ της εποχής. Χαρακτηριστικό είναι πάντως πως σε ψηφοφορία των ακροατών της εκπομπής Pop & Rock Club το 1979 για τους 100 καλύτερους δίσκους, δεν συμπεριλήφθηκε κανένας δικός του. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το κοινό της συγκεκριμένης εκπομπής ήταν εκείνο με τις πιο «ανοιχτές» κεραίες, άρα και το πιο αντιπροσωπευτικό για μία τέτοια μουσικόφιλη «μέτρηση αναγνώρισης» του Bowie, σε μία Ελλάδα που έτρεμε την αμερικανοποίηση και οποιοδήποτε ξενόφερτο πολιτισμικό προϊόν.

H πρώτη σημαντική πρόοδος σημειώθηκε το 1980 με την κυκλοφορία του άλμπουμ Scary Monsters (And Super Creeps) και τα singles “Ashes To Ashes” και “Fashion”, κυρίως λόγω του ότι ο Bowie είχε αρχίσει να πλασάρεται ως ο πνευματικός πατέρας των Νεορομαντικών, οι οποίοι είχαν εμφανιστεί ως τάση και στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας. Το όνομά του σταδιακά γκέλαρε στην εγχώρια πραγματικότητα, αλλά αυτό που τον κατέστησε δημοφιλή φιγούρα ήταν η τεράστια επιτυχία του “Cat People (Putting Out The Fire)”, στην εκδοχή που ακουγόταν στην ταινία του Paul Schrader, Cat People (1982).

Το τραγούδι άρχισε να παίζεται παντού, γενόμενο γνωστό ως “Gasoline” λόγω του χαρακτηριστικού ρεφρέν: έτσι το ζητούσαν οι θαμώνες των ντισκοτέκ εκείνων των χρόνων, πέτυχε δε να εισχωρήσει μέχρι και στην απόλυτη cult βιντεοταινία της δεκαετίας Ρόδα, Τσάντα Και Κοπάνα. Στην τηλεοπτική εκπομπή “Μουσικόραμα”, πάλι, συχνά-πυκνά προβάλλονταν και τα βιντεοκλίπ του “Modern Love” και του “China Girl”. Η αισθητική μίας ολόκληρης εποχής είχε συνυφανθεί έντονα με την κοσμοπολίτικη μετάλλαξη του Bowie και οι διακοπές του στην Πάτμο τη δεκαετία του 1980 θα γίνονταν αντικείμενο κάμποσων εγχώριων συζητήσεων.

Στα επόμενα χρόνια η σχέση του ελληνικού κοινού με τον Bowie θα περνούσε φάση επαναπροσδιορισμού, καθώς πια το όνομά του ήταν γνωστό και η νέα, ανήσυχη γενιά επιχειρούσε να εξερευνήσει ακομπλεξάριστα το έργο του σε όλο του το εύρος. Η πρώτη εκτενής ανάλυση στον εγχώριο μουσικό τύπο πραγματοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαλαθρώνα, σε ένα ιστορικό άρθρο στο περιοδικό Ποπ & Ροκ, στο τεύχος των Χριστουγέννων του 1982, το οποίο συνέβαλλε στην ποιοτική προσέγγιση της δισκογραφίας του. Στο ίδιο μάλιστα έντυπο θα αποτυπωνόταν η όλη αλλαγή στάσης με τον γλαφυρότερο τρόπο: ενώ όπως είδαμε το 1979 δεν μπήκε κανένα άλμπουμ του Bowie στα 100 του Pop & Rock Club, όταν το 1993 το Ποπ & Ροκ ψήφισε σε ένα αφιερωματικό τεύχος για τους καλύτερους δίσκους μέχρι την εποχή του, το The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars άγγιξε την κορυφή (νούμερο 3), ενώ στο νούμερο 62 μπήκε και το Aladdin Sane.

Τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1996, θα λάμβανε χώρα και η πρώτη –και μοναδική– φυσική επαφή των Ελλήνων με τον David Bowie, στη συναυλία της Λεωφόρου που διοργάνωσε η Half Note Productions. Όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί, έχουν να θυμούνται τόσο την πικρία τους για το γεγονός ότι ο Δούκας έμεινε υπερβολικά πιστός στον φρέσκο concept δίσκο του 1. Οutside, όσο όμως (και μάλλον περισσότερο, εν τέλει) και τη στιγμή που ακούστηκε το “Heroes”. Χώρια δηλαδή τη ζεστή γλύκα του να έχεις παρακολουθήσει έναν τέτοιο θρύλο ζωντανά.

bow4

Με την πάροδο των χρόνων όλο και περισσότερα νέα άτομα θα έρχονταν σε επαφή με τον ηχητικό, συναισθηματικό και φιλοσοφικό πλούτο της δισκογραφίας του Bowie –και θα μαγεύονταν. Ο θάνατός του στις 10 Ιανουαρίου 2016 υπήρξε μάλλον και το επιστέγασμα της σχέσης που τελικά απόκτησε με την Ελλάδα. Αφενός, η συνειδητοποίηση για το τι συνέβη, δείχνει σχεδόν αναπόφευκτη: όλοι όσοι τον οικειοποιηθήκαμε σαν μέρος της εξέλιξής μας ως άνθρωποι, συγκρουστήκαμε και κοιταχθήκαμε για πρώτη φορά, νιώθοντας σαν οι προσωπικές μας χρονικές πινέζες να καρφιτσώθηκαν στον ίδιο τεράστιο πίνακα από ιδιωτικές μα και εκτεθειμένες, αυτόνομες αλλά και τεμνόμενες αναμνήσεις.

Αφετέρου, οδήγησε σε ένα ριζοσπαστικό για τον εγχώριο τύπο πρωτοσέλιδο εκ μέρους της Εφημερίδας των Συντακτών, ενώ έφερε στην επιφάνεια και μια συλλογική θλίψη, η οποία δεν μοιάζει με καμία απ’ όσες έχουμε βιώσει ως τώρα κατά το πένθος για κάποιο (διεθνές) ποπ είδωλο. Κερασάκι της τούρτας, βέβαια, υπήρξε η διάδοση εκείνης της ιστορίας που θέλει τον Bowie να κρατούσε μια ελληνική εφημερίδα, ως ξεκάρφωμα για όταν δεν ήθελε να αναγνωρίζεται δημόσια.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, David Bowie, που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured