Ίδιον των μεγάλων προσωπικοτήτων της τέχνης είναι η υιοθεσία ενός αναγνωρίσιμου αισθητικού ύφους, η ανάπτυξη μίας συνοχικής στυλιστικής γλώσσας-«μνημείου», η οποία τους προσδίδει ένα σαφές στίγμα και τους ξεχωρίζει κατά κάποιον τρόπο από τον συρμό. Η επίτευξη της ανάπτυξης αυτού του ύφους, είναι από μόνη της αρκετή για να καθιερώσει έναν καλλιτέχνη σε μεγάλιθο της βιομηχανίας.

Ο ανεπανάληπτος David Bowie απέδειξε συχνά την υπερβατικότητά του, δημιουργώντας και συναλλάσσοντας μυριάδες τέτοια στιλ μέσα στην πολυετή του καριέρα. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία μεταβαλλόταν μεταξύ αυτών των διαφορετικών αισθητικών και καλλιτεχνικών συχνοτήτων σχεδόν εξαφάνιζε τη δυνατότητα να τον ορίσεις, επιβεβαιώνοντας τη ρευστότητα της ανθρώπινης φύσης, αλλά και υπερβαίνοντάς την –υψώνοντάς τον σε κάτι το αλλόκοτα εξωγήινο και αξιέραστα διαστημικό. Κάτι που τον ξεχώρισε από τους ομοτέχνους του, αφού γύρω του επικρατούσε η λογική της καθιέρωσης, ενώ εκείνος κήρυττε την ιδεολογία «τη στιγμή που γίνεσαι αναγνωρίσιμος, άλλαξε!».

Αξιοθαύμαστο είναι επίσης και το DIY στοιχείο της υδαρούς προσωπικότητας του Bowie, η προσωπική ανάληψη της δημιουργίας μίας ταυτότητας. Ο ίδιος, σαν τον δόκτωρα Φρανκενστάιν, συνέρραφε όλα τα διαφορετικά στοιχεία της περσόνας που ήθελε να κοινωνήσει. Δημιουργούσε έτσι έναν καινούριο patchwork εαυτό, με τα επιμέρους κομμάτια (τα ρούχα, το make-up, αλλά και τα λιγότερο απτά συστατικά όπως τη μουσική, την κίνηση και το ύφος) να «δένουν» με τις ραφές του θάρρους, του θράσους και του παράδοξου.

Με αυτόν τον τρόπο, επηρέασε όσο λίγα μουσικά είδωλα τη βιομηχανία της μόδας και του στιλ, με έναν τρόπο ο οποίος ξεπερνά τις απλές αισθητικές γραμμές των δανείων του (φόρμες με μοτίβα, πορτοκαλοκόκκινες κόμες, άλυκοι κεραυνοί που σχίζουν θαρρείς τα μέτωπα των μοντέλων, καθαρές και κοφτερές γραμμές) και φτάνει να καρπώνεται τη ρίζα της ιδιοφυΐας του καλλιτέχνη. Του διαρκούς δηλαδή επαναπροσδιορισμού του «είμαι» και της απόλυτης ελευθερίας του «γίνομαι».

1962-1967: απαρχές και ντεμπούτο

Τα σπάργανα του Bowie χρωματίζονται από τη διάθεση για την απόδοση του ιδιαίτερου στίγματος, αλλά με νηπιακό ακόμα τρόπο. Ο ίδιος ξεκινά να τροποποίει την εικόνα μεταπηδώντας από τη mod κουλτούρα και το όνομα David Jones, σε κάτι πιο προσωπικό· κάτι ατομικά δημιουργημένο, που αψηφά τις επιταγές του ήδη υπάρχοντος zeitgeist. Γίνεται έτσι ο David Bowie και κυκλοφορεί το ομότιτλο ντεμπούτο του στα 1967. Ξεκινά παράλληλα να βάφει τα μαλλιά του με μαγειρικές βαφές, επεμβαίνει στα blazer του ζωγραφίζοντας ρίγες, βρίσκει τρόπο να αφήσει το αποτύπωμά του.

1969-1971

Με την κυκλοφορία του άλμπουμ Space Odditty (1969) και τη μετάβαση κατόπιν στα The Man Who Sold the World (1970) και Hunky Dory (1971), o Bowie φαίνεται να συνειδητοποιεί τη δύναμη της ανδρόγυνης εμφάνισης, φτάνοντας να υιοθετήσει τα μάξι φορέματα, τις φούστες και τις αέρινες μπλούζες σε μία ψευδοχίπικη αισθητική. Επίσης μοιάζει να είναι η εποχή που εισέρχεται πλήρως στη συνειδητότητά του η δυνατότητα του πλήρους ελέγχου της εικόνας, η ενσάρκωση ενός ρόλου, η θεατρικότητα του performance.

1972-1974

«Boom! Amidst the lightning strike, Ziggy Stardust has landed on Earth». Ο Bowie ενδύεται την πιο αναγνωρίσιμη περσόνα του, τον Ziggy Stardust: άγρια, πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά, γκλαμ γυαλιστερές ολόσωμες φόρμες, το make-up που δίνει μεταλλική υφή στο δέρμα του Ziggy. Ο κεραυνός κατόπιν που διαπερνά το πρόσωπο του Aladdin Sane. Μία avant-garde επανάσταση, το ισχνό, οστεώδες σώμα στην πρώτη γραμμή της μάχης, παιχνίδια με τη συμμετρία, το χρώμα, τη γύμνια και την ένδυση. Ο Bowie δείχνει τα δόντια του, φωνάζοντας τη μοναδικότητά του σ’ έναν ορυμαγδό από καλειδοσκοπικά ενδύματα. Η ιδιοφυής μουσική αποκτά την υπογραφή του πρωτοπόρου της μόδας. Ό,τι επηρεάζει την εμφάνιση γίνεται εργαλείο στα χέρια του καλλιτέχνη, για να υπογραμμίσει την εκάστοτε περσόνα.

1974-1976

Όσο θαρραλέα κίνηση ήταν η προσγείωση του Ziggy στη Γη, άλλο τόσο θάρρος απαιτήθηκε και για την εκτόξευσή του πίσω στο Διάστημα. Ο Bowie, πιστός στο mondus operandi του, αποδύεται τον θόρυβο και γίνεται ο γραμμικός αλλά και γωνιώδης, αιχμηρός Thin White Duke. Μονοχρωματικά κοστούμια έρχονται λοιπόν να ντύσουν τον δανδή, κάτισχνο Δούκα.

1976-1979

Ich bin ein Berliner. Ο Bowie αφήνει πίσω του κάθε φτιασίδι, μετακομίζει στο Βερολίνο και μέσα στην απέριττη αισθητική, αντί να μείνει γυμνός, φοράει την περσόνα του καλλιτέχνη που ψάχνει διέξοδο απ’ την αυτοκαταστροφή. Ένας εύδιος, παστέλ Βερολινέζος βυθίζεται στην ενδοσκόπηση.

1980-1991

Η δεκαετία του 1980 φέρνει τον Bowie ξανά στο προσκήνιο, με διάθεση για ιδιορρυθμία κι εκζήτηση, αλλά χωρίς το shock value που χαρακτήριζε τον Ziggy. Ο καλλιτέχνης χοροπηδά πάνω στους στύλους διαφορετικών ρευμάτων της μόδας: από τα σαν φτερά πτηνών μαλλιά, μέχρι τις αεροπορικές φόρμες κι από τα υπερβολικού μεγέθους κοστούμια, μέχρι τις Νεορομαντικές εκκεντρικότητες.

1992-2015

Η τελευταία 25ετία βρίσκει τον Bowie να παίρνει την απόστασή του από την περσόνα που προηγήθηκε, χωρίς ποτέ να απομακρύνεται εντούτοις από το στοιχείο του performance. Δίνει τώρα πρωτοφανώς βήμα σε άλλους πρωτοπόρους να συνδράμουν στην ενορχήστρωση της εικόνας του, ενώ συχνά επιδίδεται σε (παραδόξως ουσιαστικές) στιλιστικές και μουσικές ρετροσπεκτίβες της πορείας του.

2016

O David Bowie ξυπνάει ένα πρωί, ντύνεται μόνος του τα σάβανά του, κυκλοφορεί το Blackstar και προοικονομεί τον θάνατό του, χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι.

φωτογραφία 1: Andrew Kent

προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που πρωτοεκδόθηκε στο τεύχος 103 του περιοδικού Sonik

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured