* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 80 του περιοδικού Sonik

Η αποχώρηση του Ivo Watts-Russell λίγο πριν την αυγή της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, κανονικά θα έφερνε πανικό σε οποιαδήποτε μεγάλη εταιρία έβλεπε τον ιδρυτή της να φεύγει. Οι ιστορικές αλλαγές ήταν δεδομένες όσο υπήρχε πρόσφορο έδαφος, βλέπετε: από τα σκοτάδια των αρχών της δεκαετίας του 1980, μέχρι το ηχηρό χαστούκι που έδωσε στο ρεύμα η μουσική υπογραφή των Pixies· και από τα ταξίδια των Cocteau Twins και τη μυσταγωγία των Dead Can Dance στον ανελέητο ρυθμό των Thievery Corporation και την ιδανική folk των Red House Painters, η 4AD είχε προ πολλού αποδείξει ότι δεν φοβάται να ανακατέψει το χαρμάνι. Αποσκοπώντας σε έναν ήχο που δεν έμπλεκε απλώς τις καλές μουσικές με την τολμηρότητα των επιλογών, αλλά δημιουργούσε και μία προσωπική ταυτότητα πέρα από το στιλ, δίχως δόγματα και πέρα από προσδοκίες. Οι σταθεροί και αυξανόμενοι φανατικοί μιας πρωτοπόρου που δεν δίσταζε να πάρει ρίσκα, συνέχιζαν έτσι και στα '00s να μην αισθάνονται προδομένοι.

Και, πράγματι, προσπαθώντας να βρει τον ήχο που άφησαν πίσω τους τα μεγαλεία των Dead Can Dance και των Cocteau Twins (ή, αν θέλετε, προσπαθώντας να φτάσει σε μία αντίστοιχα μεγάλη εμπορική επιτυχία), η 4AD στήριξε αρχικά τους Blonde Redhead, αφού λίγο νωρίτερα είχε κρυφοκοιτάξει στο παρελθόν της, με τους Breeders να μονοπωλούν τις κυκλοφορίες της. Στο (θετικό) όριο της σύγχυσης και της εναλλακτικής άποψης, τα πρώτα χρόνια της 3ης δεκαετίας της ζωής της σημαδεύτηκαν από τις ταυτόχρονες κυκλοφορίες φίλων από τα παλιά όπως η Kristin Hersh, και καλλιτεχνών που μεταπήδησαν στον θρύλο της εταιρίας, όπως οι Piano Magic. 

Και αν ο συγχρονισμός των τελευταίων με την 4AD δεν ήταν και ο πιο επιτυχημένος, δεν συνέβη το ίδιο με τους Blonde Redhead. Την ευτυχή συνεύρεση μίας Γιαπωνέζας και δύο δίδυμων Ιταλών, οι οποίοι ξεκίνησαν την παράλληλη πορεία τους με ένα από τα πιο εντυπωσιακά άλμπουμ που έβγαλε η 4AD. Πλέον ο ήχος της βρισκόταν πολύ πιο κοντά στο ένδοξο παρελθόν, δίχως όμως τη ρετρό νοσταλγία μιας ηττοπαθούς παραίτησης, αλλά με τη λάμψη μιας ανανέωσης που έκλεινε το μάτι σε παλιούς φίλους. Παράλληλα, κάθε ίχνος ατολμίας έδειχνε να εξαφανίζεται ‒όχι ότι οδηγούσε ποτέ τις επιλογές του label, αλλά για πρώτη φορά συνυπήρξαν μαζί στις κυκλοφορίες της ίδιας χρονιάς η εφιαλτική εσωστρέφεια του μεταλλαγμένου θρύλου Scott Walker, τα βαλκανικά παιχνίδια του Zach Condon σε ένα εξωφρενικά επιτυχημένο ντεμπούτο ως Beirut και η ιδιοφυής (και αγκαθωτή) ποπ των TV Οn Τhe Radio· ενός συγκροτήματος που θα ανέτειλε με τη σιγουριά της επιτυχίας ακόμα και εκτός 4AD.

Η διαφαινόμενη συνέχεια του θρύλου, ήταν λοιπόν γεγονός. Συγκροτήματα που μεταπήδησαν στη 4AD για να φτάσουν στο καλλιτεχνικό τους απόγειο (The Mountain Goats) και άλλοι, που έκαναν το άλμα για να συνεχίσουν να μεγαλουργούν (Iron & Wine), συμπορεύονταν πλέον με παλιούς γνώριμους σε σόλο καριέρες ή πίσω από νέες μπάντες: η Kristin Hersh αφιερωνόταν στη δική της πορεία –με ένα διάλειμμα για μία ακόμη δουλειά με τους Throwing Muses, κοντά μια δεκαετία από την προηγούμενη– ενώ οι Breeders ολοκλήρωναν τη δεύτερη δεκαετία της ζωής τους. Η low profile επιτυχία συνδυάστηκε με έναν δυναμισμό που επέστρεφε από τα μέσα της δεκαετίας, δίνοντας χώρο σε τολμηρές επιλογές καθώς ο χρόνος περνούσε (και ήταν, τώρα πια, σαφώς με το μέρος της 4AD). Οι οποίες δεν αποπροσανατόλιζαν τον χαρακτήρα της, αλλά έδιναν μια αίσθηση πολυπλοκότητας, που έτεινε ακόμη περισσότερο το χέρι στους μουσικόφιλους, ακόλουθους και μη. 

Πολύ αργότερα, ο ηλεκτρονικός Zomby και ο ράπερ(!) SpaceGhostPurrp κυκλοφόρησαν μαζί με το πουλέν της εταιρίας (και το μεγάλο, ήδη κερδισμένο στοίχημα) –τον Justin Vernon, ως Bon Iver. Η εσωτερική ευαισθησία του έμοιαζε μάλιστα να δίνει λόγο στην προηγούμενη ιδιαίτερη επιλογή της 4AD, να στηρίξει τον Jóhann Jóhannsson: τον μεγαλύτερο ίσως συνθέτη που έβγαλε σε πρόσφατα χρόνια η Ισλανδία, ο οποίος δυστυχώς δεν βρίσκεται πια εν ζωή, καθώς γίνεται η παρούσα αναδημοσίευση. Ο Jóhannsson μπορεί να ενέδιδε στον μινιμαλισμό της 4AD ως έκφραση, όμως μέσα στα κομμάτια του κατοικούσε ένας πρωτόγνωρος ήχος κι ένα προσωπικό μουσικό όραμα ικανό να έχει Λόγο δίχως στίχο και άποψη μέσω του συναισθήματος· μπορούσε να πυροδοτήσει μια ελάχιστα κλινική μελέτη πάνω σε καίρια κοινωνικά θέματα.

Στο ξεκίνημα πια της δικής μας δεκαετίας, η 4AD βρέθηκε να στοιχηματίζει στους Καναδούς Purity Ring, να απολαμβάνει τις δάφνες που αποδόθηκαν (ή α αντικρούει τον πόλεμο ενάντια) στον Justin Vernon, όσο στο παρασκήνιο υπήρχαν τα σίγουρα χαρτιά του υπερταλέντου που ακούει στο όνομα Bradford Cox (ως Atlas Sound ή πίσω από τους Deerhunter), των National (στον απόηχο του εκπληκτικού High Violet), της St. Vincent, ακόμα και του Ariel Pink.

10 αγαπημένοι δίσκοι, δίχως αξιολογική σειρά

Bon Iver: Bon Iver [2011]

Η ποίηση του Justin Vernon σφίγγει περισσότερο από ό,τι στον δίσκο For Emma, Fovever Ago (2007). Διέξοδος είναι πλέον μόνο η μουσική, που γίνεται εικόνα για να μη χαθούν οι χιλιάδες λέξεις της (άγχος κι αυτό...), όσο οι πρώτοι στίχοι του συγκλονιστικού “Flume” («I am my mother's only one, it's enough») μετασχηματίζονται ενηλικιωμένοι στο “Holocene” («And at once I knew I was not magnificent, Hulled far from the highway aisle, I could see for miles, miles, miles»), συμβάλλοντας σε ένα από τα ομορφότερα τραγούδια των τελευταίων χρόνων. 

Όσο κάποιοι κατηγορούν τον Bon Iver για επίπλαστη ευαισθησία, εκείνος θα συνεχίσει να κάνει λέξεις τους χαμένους έρωτες, οι οποίοι επιστρέφουν για να στοιχειώσουν. Όπως πάντα κάνει η μνήμη στα μονόπλευρα παιχνίδια της.

Blonde Redhead: Misery Is Α Butterfly [2004]

Ο θόρυβος του ροκ παρελθόντος αλλά και της αναζήτησης ήχου (και στέγης), σταμάτησε με την υπογραφή τους στη 4AD. Το ταξίδι που όριζαν πλέον οι ονειρικές μελωδίες τους εδραιώθηκε και η στοιχειωτική φωνή της Kazu Makino μπορούσε να αφηγηθεί τις ιστορίες τους καλύτερα από ποτέ. 

Το συγκλονιστικό “Elephant Woman” ήταν ιδανική έναρξη για ένα άλμπουμ που μπορούσε να βιωθεί μόνο με κλειστά μάτια, με τον χρόνο αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στην ακρόαση. Ουσιαστικά, αυτός εδώ ο δίσκος-στολίδι σηματοδότησε μια νέα (μεγάλη) εποχή ακμής για την 4AD.

Scott Walker: The Drift [2006]

Η τελετουργία του εξορκισμού του πάντα βαρέως παρελθόντος γίνεται 11 χρόνια μετά το Tilt και βυθίζει, λες και υπήρξαν ποτέ διαβαθμίσεις στα σκοτάδια της ύπαρξης. 

Ακόμα μεγαλύτερη βουτιά, ακόμα λιγότερη επαφή με την ασφάλεια του έξω κόσμου (αν αυτή υπήρξε ποτέ), διάθεση να πειραματιστεί με ήχους που κρύβονται και εμφανίζονται μόνο για να ξαφνιάσουν. Η ερμηνεία πλησιάζει τη λυγμική έξαρση με τη θεατρικότητά της, καταδεικνύοντας μια οποιαδήποτε επιστροφή από την παραίτηση. Μόνο τότε ο μεγάλος Scott Walker μπορεί να επιβραβεύσει την απάντηση στο κάλεσμα για υπομονή και κατάνυξη. Ένα από τα μεγάλα διαμάντια των '00s, το οποίο επιστρατεύει κάθε τρόπο για να πείσει για το αντίθετο. Μαζί του ή απέναντι;

The Mountain Goats: The Life Οf Τhe World Τo Come [2009]

Η αναζήτηση της πίστης σε σειρά 10 και βάλε δίσκων. Το μουσικό αντίστοιχο, φερ' ειπείν, ενός Clint Eastwood, που συγκλονίζει βρίσκοντας την πιο άρτια έκφρασή του. 

Για όσους αποστρεφόμαστε τις θρησκείες αλλά υποκλινόμαστε βαθιά σε ένα τόσο μοναχικό ταξίδι –από κάποιον που όχι μόνο δεν έχει βρει κάποιον «δρόμο» μα φοβάται και να τον αναζητήσει– η υιοθέτηση της Βίβλου ως μοχλού δημιουργίας των στίχων πάνω στους οποίους θα απλώσει τις συνθέσεις του ο σχεδόν εμμονοληπτικός John Darnielle (έστω και με την παρέα του Owen Pallett), μπορεί να ιδωθεί σαν ανεστραμμένος καθρέφτης του θρησκευτικού συναισθήματος: άχρονο, δυστυχώς άθραυστο και δυστυχέστατα απαραίτητο.

Beirut: Gulag Orkestar [2006]

Απέναντι σε ορκισμένους Βαλκάνιους της πρωτεύουσας (η, ας πούμε, τους προς τα μακρινά τους χωριά εκδράμοντες κάθε Πάσχα), ο 20άχρονος Zach Condon είχε να αντιπαραθέσει ειλικρινή αγάπη και σεβασμό στην παράδοση που τον επηρέασε. 

Γιατί να πνίξει άλλωστε όσα συνέβησαν μέσα του σε διάστημα λίγων χρόνων, από όταν μετακόμισε από την ανεξάντλητη δισκοθήκη της οικογένειάς του στην πραγματική ζωή εκεί έξω; Ένας Σέρβος συγκάτοικος σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και ένα μάτσο πλανόδιοι μουσικοί στο Παρίσι, ήταν αρκετοί για αρχή. Το βαλκανικό του ροκ υβρίδιο άφησε στην άκρη την άγαρμπη ηλεκτρική κιθάρα (είπαμε, δεν είναι όλοι μεγαλοφυΐες όπως ο Tod A. των Firewater...) για να κάνει τη μελαγχολία όσων είδε και έζησε, έναν μάλλον λυτρωτικό χορό μέχρι τέλους.

Atlas Sound: Logos [2009]

Ορισμός της μουσικής ψυχανάλυσης για μια ιδιάζουσα καλλιτεχνική περίπτωση, πάνω στην οποία (άφοβα πλέον) επένδυσε εξαρχής η 4AD. Ο 2ος δίσκος του Bradford Cox ως Atlas Sound είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα ενός ανθρώπου που γράφει μουσική ως διέξοδο από όλα όσα νιώθει και είναι άδικα. 

Γι' αυτό δεν θα τον ακούσετε να ψιθυρίζει ποτέ, γι' αυτό στήνει ένα πραγματικό χάος σε κάθε κομμάτι –το οποίο μπορεί να βυθίσει με ευκολία τον αμύητο, αλλά και να γοητεύσει τον πιο υποψιασμένο σε βαθμό υστερίας– γι' αυτό και ο Noah Lennox ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα μαζί με τη Laetitia Sadier σε δύο κομμάτια του δίσκου.

The National: High Violet [2010]

Δίχως να αλλάξουν δραματικά τον ήχο τους, παρά με ένα μικρό μόνο άνοιγμα προς το κοινό που άφησε έξω η εσωτερικότητα του Boxer (2007), οι National εδραιώνουν την προσωπικότητα που είχαν αποκτήσει μέσα στα χρόνια στη μεταγραφή τους στην 4AD. Η οποία ήταν μάλλον εσωτερική, αφού αποτελούσαν έτσι κι αλλιώς μέρος του ρόστερ της Beggars Banquet. 

Δίχως πλέον να χρειάζεται να ψάξει κανείς για φανερές επιρροές, έδωσαν εδώ λόγο στο δράμα και στον ρομαντισμό ώστε να μπορέσει ο Matt Berninger να μιλήσει για τα συνήθη θέματά του, με όχημα λιτές συνθέσεις, οι οποίες κρύβουν μικρές εκπλήξεις ποπ εξωστρέφειας. 

Jóhann Jóhannsson: Fordlândia [2008]

Συνεχίζοντας το όραμα που ξεκίνησε το 2006 με το IBM 1401, A User’s Manual, μιλώντας δίχως στίχο για την επίδραση της οικονομίας (άρα και της τεχνολογίας) στην παρθένα γη και σκέψη, ο Ισλανδός μινιμαλιστής επέλεξε ένα ταραχώδες κομμάτι της ιστορίας του Henry Ford για να χτίσει μεθοδικά ένα έπος κοινωνικής επανάστασης. Το οποίο δρούσε πρωτοφανώς συγκινησιακά, σαν ταξίδι επιστροφής στη γη των πατέρων: τόσο μακριά για να πατήσεις, τόσο κοντά για να μυρίσεις το χώμα της. 

Τη γη στην οποία πατάνε οι μελωδίες του Jóhannsson απαλά –κι ας καταστράφηκε πριν από 100 περίπου χρόνια, στη δίνη της μεγαλομανίας και του δολαρίου· αλλά και ισχυρά, ώστε να σηκώσουν την ύπαρξη, μέσω της οποίας βιώνεται στην εντέλεια η μουσική, μέχρι το διάστημα που δεν μπορεί να αγγίξει. Ελεγειακά, οι μελωδίες χτίζονται για να ξεχειλίσουν συναίσθημα, σε έναν δίσκο που ορίζει την ακρόαση ως εμπειρία ζωής.

Iron & Wine: Kiss Each Other Clean [2011]

Ιδανικό soundtrack του πρώτου ενήλικου έρωτα σε ορμή και μόνο. Ξέρετε, από εκείνους που συγκρούονται ελαστικά και ξεχνιούνται δύσκολα, εκείνους που επιστρέφουν μόνο αναμνήσεις· και, για να τις ξορκίσεις, δεν φτάνει πλέον μια κιθάρα κι ένας ψίθυρος, γιατί δεν είσαι πλέον μόνος (άλλη μια μετακίνηση προς την 4AD). 

Έτσι, ο κύριος Sam Beam επιστρατεύει πιάνο, βιολί, σαξόφωνο και παιχνιδιάρικες ποπ παρεμβάσεις για να μιλήσει για τις αντιθέσεις της ζωής του: από τα 1970s, τα οποία μονοπωλούν τον δίσκο νοσταλγικά, μέχρι τις απογοητεύσεις του σήμερα. Η διάχυτη μελαγχολία, φυσικά, δεν σκοντάφτει πάνω στην πρώτη ακρόαση μιας πιο ποπ στιγμής ενός σπουδαίου καλλιτέχνη.

Deerhunter: Halcyon Digest [2010]

Η μικρή αδυναμία στη μουσική ιδιοφυΐα του Bradford Cox χώρεσε στα 10 αγαπημένα άλμπουμ του label ένα διαμάντι στο οποίο έχει βάλει για τα καλά το χέρι του. Η μπάντα που ανέδειξε αυτόν τον δαιμόνιο Αμερικανό, έχει γράψει τη δική της ιστορία στο σύγχρονο ροκ της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο μάλλον εξέλιξε κιόλας. 

Θέλετε τα περάσματα από όποιο είδος πέρασε με τη σειρά της η ανεξάρτητη ροκ σκηνή των τελευταίων ετών, ψάχνοντας τη δική της ταυτότητα; Θέλετε οι κλειδωμένες πρώτες ακροάσεις των κάπως στρυφνών συνθέσεων του Cox, που αποκαλύπτουν το μεγαλείο τους μαζί με την αρετή της υπομονής; Θέλετε ακόμα και ο μύθος πίσω από ένα παιδί το οποίο συνθέτει και τραγουδά δίχως αύριο, χτυπημένο από μια σοβαρή γενετική ασθένεια; Οι φόρμες των Deerhunter ανοίγονται εδώ με την ελευθερία που μπορεί επιτέλους να τους δώσει ένα άκρως αναγνωρίσιμο ύφος. Μαζεύοντας τις αναμνήσεις του Cox, ενός νέου υπερταλέντου που αργεί να μεγαλώσει, αρνούμενος σθεναρά. 

{youtube}ZYv7GijfofE{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured