* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 80 του περιοδικού Sonik

Δεν είναι τόσο το ότι στιγμάτισε ανεξίτηλα τη δεκαετία του 1980, ούτε ότι τα 1990s ανήκουν κυριαρχικά σε κάποιο άλλο ανεξάρτητο label (αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρος πλέον για το ποιο είναι αυτό). Είναι οι δύο τελευταίες, ολοκληρωτικά breathtaking χρονιές της προηγούμενης δεκαετίας, που υποχρεωτικά οδηγούν σε μούδιασμα οποιαδήποτε κουβέντα ανοίγει για την εταιρεία στη δεύτερη δεκαετία της ζωής της (λυπάμαι ήδη αυτόν που ανέλαβε να γράψει για τα '00s...). Στα 1988 και 1989 οι κυκλοφορίες ήταν σχετικά λίγες –σε σχέση με τη μέχρι τότε παραγωγή· από ό,τι κυκλοφόρησε τότε, όμως, δεν αφήνεις στην άκρη όχι μισό δίσκο, αλλά ούτε μισό τραγούδι, χωρίς καν να λάβουμε υπόψη τις κυκλοφορίες των μεγάλων ονομάτων. Όλα τα υπόλοιπα είναι …«να 'χαμε, να λέγαμε».

Καθότι με αφορά, δεν υπάρχει label με τέτοια επιλεκτική σωρεία σπουδαίων κυκλοφοριών σε 24 μήνες, που επί της ουσίας άλλαξαν τη μουσική που ακούμε. Καθότι, μέσες-άκρες, αυτές οι δύο χρονιές καθόρισαν αν όχι το τι έγινε, τότε σίγουρα το τι θα έπρεπε να έχει γίνει στον ανεξάρτητο ροκ ήχο της επόμενης δεκαετίας. Pixies, Throwing Muses, Ultra Vivid Scene (ω! Πόσο Αδικημένοι!), Wolgang Press και λίγο πριν τη λήξη της δεκαετίας οι προσθήκες των Lush και Pastels, υποδεικνύουν ότι στα χρόνια που έρχονται οι αποχρώσεις εναλλακτικού και mainstream θα είναι ευχάριστα δυσδιάκριτες μεν, αλλά για την τήρηση των ισορροπιών θα απαιτηθούν μόνο ιδιοφυείς και ιδιαίτεροι δημιουργοί. Aν μη τι άλλο, η 4AD επένδυε πάντοτε στις δύο παραπάνω κατηγορίες· τουλάχιστον μέχρι τη χρονιά που μηδένισε το κοντέρ της και ξεκίνησε από μία απροσδιόριστη, νέα αρχή.

Το licencing ονομάτων της εταιρείας σε δισκογραφικούς κολοσσούς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (Pixies στην Elektra, Cocteau Twins στην Capitol κλπ.) είναι πλέον ο κανόνας για την νέα δεκαετία και εν ολίγοις προοικονομεί το μέλλον της 4AD, που κάπου στην πορεία θα εξελιχθεί σε μία διαρκώς ανακυκλούμενη (όσο και καλώς εννοούμενη) προσπάθεια για εξαργύρωση ενός επιτυχημένου καλλιτεχνικά, αισθητικά, αλλά και εμπορικά brand name, μέσα από συγχωνεύσεις, συμπράξεις και εταιρικές αναδιαρθρώσεις ων ουκ έστιν άριθμός. 

Επιπλέον, τα εν προκειμένω «αμαρτωλά 1990s» θα επιφέρουν διαφοροποίηση και στην περιβόητη αρίθμηση των κυκλοφοριών της εταιρείας, κίνηση που ο ίδιος ο Ivo Watts-Russell έχει χαρακτηρίσει ως «ηλίθια» καθώς, όπως παραδέχεται, ούτε ο ίδιος μπορεί να την παρακολουθήσει από ένα σημείο και μετά. Η δεκαετία πάντως ανοίγει όχι με την κυκλοφορία ενός δίσκου, αλλά με αυτή ενός ημερολογίου (XAD0001), με ακόμη πιο εντυπωσιακές εικαστικές αναζητήσεις να υπογραμμίζουν την ούτως ή άλλως σημαντική πλευρά του label, για την οποία ξέρουμε όλοι σε ποιον πρέπει να απευθυνόμαστε για περαιτέρω πληροφορίες (Call Me Manos Bouras). 

Σε όλη τη διάρκεια των 1990s, παρότι δεν απομακρύνεται ανησυχητικά από τους όρους της εμπορικής επιτυχίας, η 4AD συνεχίζει να αποτελεί (στις εξαιρετικές στιγμές της) έναν δισκογραφικό τόπο στον οποίον πρόσκαιρα συναντώνται και συμπράττουν εξαιρετικά μοναχικοί άνθρωποι. Ο Warren Defever αποτελεί το τυπικό παράδειγμα αυτής της παρέας, η παρουσία της κουρασμένης από παρέες και συνδικάτα Kendra Smith θα ενισχύσει την άποψη, αλλά και η απόσχιση (προσωρινή τελικά) της Kristin Hersh από τα συγκροτήματα και η (οριστική πάντως) μετεξέλιξή της σε μία όχι απλά μοναχική, αλλά τελικά απομονωμένη τραγουδοποιό, προλέγουν για μία ακόμη φορά το μέλλον της μουσικής δημιουργίας. Ως απόλυτα προσωπική υπόθεση, που πλέον αποτελεί καθεστώς, είτε μιλάμε για 8bitpop, είτε για black metal one man-bands.

Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η εταιρεία συνεχίζει να επενδύει πολλά χρήματα σε απαιτητικές κυκλοφορίες (βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή των στούντιο), που όμως δεν φέρνουν τα λεφτά τους πίσω: Heidi Berry, για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτεροί της δίσκοι είναι στην 4AD, όπου και δεν μπήκε το πρόσωπό της στο εξώφυλλο, για εύλογους (μεταξύ άλλων) λόγους. Παρόλα αυτά, ο Ivo Watts-Russell όχι μόνο δεν κάνει πίσω, αλλά με τo off shoot label Guernica καταφέρνει πρόσκαιρα να σοκάρει ηχητικά ακόμη και το παιδευμένο σε μουσικές ανατροπές κοινό της 4AD, υπογράφoντας ακραία ονόματα, όπως οι σπουδαίοι Bettie Serveert, που θα συνέχιζαν όμως στη Beggars Banquet. 

To 1992 ήρθε το περιβόητο πενταετές συμβόλαιο ολικής συνεργασίας με την Warner Bros, οι όροι του οποίου αν μη τι άλλο αναδεικνύουν τον Watts-Russell και σε επιτυχημένο επιχειρηματία, εκτός των άλλων. Σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων, μάλιστα, η συνεργασία επρόκειτο να λάβει χώρα με την εταιρεία American του (στις απόλυτες δόξες του και τότε) Rick Rubin (ομοίως στον Όμιλο της Warner Bros). Όμως ο Watts-Russell σωστά διέβλεψε ότι το να εναποθέσει τις τύχες του label σε επί της ουσίας έναν και μόνο άνθρωπο δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο, οπότε συναλλάχθηκε τελικά με το «σκληρό κεφάλαιο». Σε αυτό βοήθησε και μία επίσκεψή του στα γραφεία της American, όπου η θέα και μόνο των πόστερ του Αμερικάνου κωμικού Andrew Dice Clay (κάτι ανάμεσα σε Μάρκο Σεφερλή και Sacha Baron Coen, στο αμερικάνικο του... και δεν το λέω για κακό) υπογράμμισε το χάσμα αισθητικής. 

Στην πορεία της δεκαετίας ο Watts-Russell θα εμπλακεί έμμεσα και με την Too Pure Records (γλυκοκοιτάζοντας την P.J. Harvey), θα μεταφέρει ουσιαστικά (όχι όμως και νομικά) την έδρα της εταιρείας από το Λονδίνο στο Λος Άντζελες, όπου κατοικεί μόνιμα και ο ίδιος από το 1994 περίπου και για αρκετά χρόνια (μέχρι να μετακομίσει κάπου στην έρημο του New Mexico) και θα δει τους Wolfang Press να γράφουν τραγούδια για τον Tom Jones, ανεβαίνοντας μαζί του και στη σκηνή. Θα συνεχίσει επίσης να ανακαλύπτει ιδιαιτερότητες όπως οι Tarnation και μέχρι ένα σημείο υπήρχαν ενδείξεις ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει (και υποψίες για το αντίθετο, βέβαια). Το ντεμπούτο των Scheer, λ.χ., θα είναι μια εξαιρετικά σύντομη επιστροφή της εταιρείας στις άγριες πρώτες ημέρες.

Με τη συλλογή ANAKIN (1998) ο Watts-Russell ήθελε για ακόμη μία φορά να μιλήσει για τον δρόμο που επρόκειτο να πάρει η 4AD στο μέλλον, επιλέγoντας ο ίδιος τα τραγούδια και τα γκρουπ, ακριβώς στο χρονικό σημείο που έληγε το πενταετές συμβόλαιο συνεργασίας με την Warner Bros. Το 1999 (επανα)πουλάει ουσιαστικά την εταιρεία στη Beggars Banquet και έκτοτε ξεκινάει μια εντελώς διαφορετική ιστορία, για την οποία αρκετοί από εμάς δεν είμαστε και τόσο ικανοποιημένοι, καθώς το πιστοποιημένο σε αρκετές γενιές ακροατών όνομα της 4AD χρησιμοποιείται εφεξής και κατά συρροή για να προσδώσει αίγλη σε μπάντες και κυκλοφορίες που ούτε κατά διάνοια θα είχαν συμπεριληφθεί στους καταλόγους της, μέχρι την ημέρα που αποχώρησε το Αφεντικό.

Για να είμαστε τίμιοι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιο χτυπητό ατόπημα δεν υπήρξε στα 13 χρόνια κατά τα οποία οι μπάντες που κυκλοφορούν τους δίσκους τους στη 4AD δεν έχουν προηγουμένως στείλει το demo τους στον Watts-Russell (9 στα 10 συγκροτήματα της εταιρείας τα είχε ανακαλύψει κατ’ αυτόν τον τρόπο, που πάει να πει ότι άκουγε και δεν πέταγε...). Πλέον, όμως, το οικείο λογότυπο επιτρέπει ανεκτικά στους ακροατές να μην γοητευτούν έστω και στο ελάχιστο από κάποιο όνομα του roster, πράγμα εξαιρετικά απίθανο στην πρώτη χρυσή 20αετία. Κατά την οποία υποχρεωθήκαμε να μας αρέσει μέχρι και ο Michael Brook, αφού άλλωστε η 4AD υπήρξε για αρκετούς το μοναδικό  άλλοθι του απεχθούς κατά τα άλλα new age, που θα πρέπει να κοιμάται με τα ψάρια και μόνον.

ΔΕΚΑ 4AD ΔΙΣΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990 (με τυχαία σειρά –με όχι τυχαίες τρανταχτές απουσίες)

The Breeders: Pod [1990]

Το Pod είναι ένας περίεργος δίσκος και ταυτόχρονα ιδιοφυώς απλός για να κερδίσει με την πρώτη ακρόαση κάθε ροκ ακροατή, συντηρητικό, παραδοσιακό ή «προχωρημένο». 

Η σύμπραξη δύο μάλλον στρυφνών, όσο και ταλαντούχων μουσικών, μακριά από τη –για διαφορετικούς λόγους– ασφυξία του πρόσφατου παρελθόντος (Kim Deal/Pixies, Tanya Donelly/Throwing Muses), ξεκινάει ως art rock παράδοξο υπό την καθοδήγηση του Steve Albini και καταλήγει σε ένα θριαμβευτικό παράδοξο απόλυτα καταναλώσιμου εναλλακτικού ροκ, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση. «Στην αρχή ακούγονταν σαν κακόηχη country...», θυμάται ο Watts-Russell. 

Tarnation: Gentle Creatures [1995] 

Το ντεμπούτο των Tarnation (με τις παρεμβάσεις του σπουδαίου Warn ‘His Name Is Alive’ Defever σε αυτήν του τη μορφή) αποτελεί ό,τι καλύτερο έχει ηχογραφηθεί σε έναν ήχο που στη συνέχεια αλώθηκε από μετριότητες τύπου Calexico. Κάθε επόμενη μελαγχολική τους στιγμή ξεφεύγει με μαεστρία από τη μιζέρια και κάθε τοπική μουσική επιρροή δεν υποκύπτει στη μανιέρα του ethnic. 

H ΦΩΝΗ της Paula Frazer αμερικανοποιεί το αιθέριο κλισέ της εταιρείας και η πολυμελής μπάντα από το Σαν Φρανσίσκο απομακρύνει ευφυώς την έννοια της σκοτεινής μπαλάντας από τα όρια του ιδιόρρυθμου και προβληματικού, όπου την παρασύρουν εξίσου χαρισματικοί δημιουργοί, που αναδεικνύονται την ίδια περίπου εποχή (Will Oldham, Bill Callahan κλπ.). 

His Name Is Alive: Stars On E.S.P. [1996] 

Για πολλούς, αυτός είναι ο δίσκος που συμβολίζει την αρχή του τέλους για τη 4AD. Μια συλλογή τραγουδιών σε παραγωγή του Ivo Watts-Russell και με την ψυχή του Warn Defever στην καλύτερη από τις άπειρες παραλλαγές της. 

Ένα αιώνια underground Pet Sounds, το οποίο περνάει από όλη τη μουσική ιστορία χωρίς να καταλήξει πουθενά, αλλά, χωρίς ίχνος μεγαλομανίας, οριοθετεί το  concept του ανάμεσα στη φάρσα και στην ιδέα της δεκαετίας την ίδια στιγμή. Πολλαπλές ακροάσεις απαραίτητες, παρότι συνήθως αποφεύγω αυτήν την προτροπή. Τάσεις σχιζοειδούς μανίας, εγγυημένες. Στο top-5 μου των 4AD κυκλοφοριών (και μάλιστα ψηλά), αν τυχόν σας απασχολεί.

Lush: Gala [1990] 

OK. Αγοράστε, κατεβάστε, κλέψτε... Τέλος πάντων, ακούστε και το Spooky (1992) αν δεν θέλετε να έχετε χαραμίσει τη μισή ζωή σας άδικα. Επιλέγω όμως αυτή τη συλλογή, που συγκεντρώνει τις πρώτες τους ηχογραφήσεις, για να τονιστεί ότι οι Lush ήταν εξ αρχής μία σχεδόν βίαια noise rock υπόθεση και ότι το τελικό φλερτ τους με την pop ήταν απλώς ζήτημα ακόρεστης συνθετικής ευφυΐας (πάλι αυτή η λέξη!). 

Το ότι σχεδόν κάθε κουβέντα για τους μεγάλους shoegaze θορυβοποιούς παραλείπει να τους αναφέρει, είναι μια μεγάλη αδικία, την οποία οφείλουμε να αποκαθιστούμε με κάθε ευκαιρία. Η σύμπραξή τους με τον Robin Guthrie, ως παραγωγό, αποτελεί σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη του θεού, αφού προς στιγμήν τόλμησε να τους πάει λίγο παρακάτω από εκεί όπου είχαν σταματήσει οι Go Betweens (μετά σαν να δείλιασαν λίγο, και αυτός και η μπάντα...).

Scheer: Infliction [1996]

Ας αφήσουμε έξω τα άλμπουμ της Lisa Germano, δεν πειράζει, αρκετά μας απασχόλησε στην εποχή της. 

Το αμφιλεγόμενο αυτό σχήμα, με τάσεις εκδίκησης για το βιομηχανικό metal (μάστιγα των ημερών του), αποτέλεσε τόσο μεγάλη αδυναμία του Watts-Russell, ώστε αρνήθηκε πεισματικά να κυκλοφορήσει τον δεύτερό τους δίσκο, γιατί απλά δεν του είχε αρέσει καθόλου (άδικα, κατά τη γνώμη μου). Η Audrey Gallagher είναι μια τυπικά υπέροχη τραγουδίστρια της 4AD, που κάνει παρέα με ακραίες κιθάρες· και αυτό από μόνο του είναι ένα υπερατού. 

Throwing Muses: The Real Ramona [1991]

Στο καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους, αλλά και στο τελευταίο τους ως κουαρτέτο, οι Throwing Muses τελειοποιούν μία εξ αρχής τέλεια συνταγή. Όπερ σημαίνει ότι κάθε τραγούδι είναι ένα εξαιρετικά εθιστικό ροκ single, αλλά και μια πλήρης απόδειξη ότι δεν υπάρχει καμία τέλεια συνταγή. 

Σε μια άτυπη αντιπαράθεση, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι Pixies ποτέ δεν κυκλοφόρησαν έναν τόσο ολοκληρωμένο δίσκο, από τον οποίον δεν ξέφυγε η παραμικρή λεπτομέρεια. Ή μήπως όχι; 

Pale Saints: The Comfort Of Madness [1990]

Αν τέλος πάντων πρέπει να κατοχυρώσουμε κάπου τον απεχθή όρο ethereal pop (ή ακόμη χειρότερα dream pop), ας το κάνουμε στους Pale Saints. Ως ευγενείς Jesus And Mary Chain, οι Ian Masters, Graeme Naysmith & Chris Cooper συντονίζουν την ηδονή του θορύβου με την οδύνη της pop υπεραπλούστευσης, καθώς επιλέγουν να γράφουν τραγούδια και όχι ασκήσεις για στούντιο. 

Η Meriel Barham (πρώτη τραγουδίστρια των Lush) θα έρθει στον επόμενο δίσκο, όμως η ολιστική αντίδραση των Pale Saints απέναντι στην pop είναι εδώ που αποτυπώθηκε με απόλυτα τραχύ τρόπο και χωρίς κανενός είδους αχρείαστες παρεμβάσεις.

Ultra Vivid Scene: Rev [1992]

Όπου ο διανοούμενος  μισάνθρωπος Kurt Ralske ηχογραφεί με φουλ ροκ  σύνθεση και τοποθετεί τις πιο οργισμένες του κιθάρες εκεί που ο ανυποψίαστος ακροατής περιμένει φιλήσυχες νότες βγαλμένες από την κατάπτυστη περίοδο των Pink Floyd. 

Για πιο σκληροπυρηνικές Ultra Vivid Scene καταστάσεις παραπέμπουμε στις πρώτες ηχογραφήσεις, για άψογη τραγουδοποιία, όμως, παραμείνατε εδώ. Παρότι δυστυχώς το μέλλον υπήρξε αρνητικό: μετά από ένα μόλις EP, η ιστορία έλαβε τέλος. 

Thievery Corporation: Sounds From The Thievery Hi-Fi [1996/1998]

Παρότι συνεχίζουν σήμερα ως παρωδία του εαυτού τους, οι Thievery Corporation προς στιγμήν αντιμετωπίστηκαν ως το σχήμα που θα έδειχνε το μέλλον του ήχου της 4AD. Και αυτό είναι δύσκολο πλέον να το εξηγήσει κανείς, αλλά πάντως συνέβη. Έξυπνο groove στα απόνερα του –και επισήμως νεκρού– trip hop και δάνεια από περιβόητες τεχνικές παραγωγής, σε μια εποχή που το sampling δεν είχε ακόμη κουράσει. 

Έπειτα θα ερχόταν ακόμη περισσότερη reggae και θα κουραζόμασταν όλοι μας. Για κάποιους, αυτός ο δίσκος ήταν η επιβεβαίωση του θανάτου της 4AD, θα ήταν όμως σίγουρα άδικο να μείνει εκτός της επίσημης ιστορίας της, καθώς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αποτελεί συστατικό της. ΔΕΝ τους υπέγραψε ο Ivo Watts-Russell, πάντως, αν αυτό λέει κάτι.

This Mortal Coil: Blood [1992] 

Το κλείσιμο μιας τριλογίας στην οποία εν πολλοίς οφείλεται η άφθαρτη πορεία του θρύλου της 4AD μες στον χρόνο, καθώς ο Watts-Russell, μέσω αυτού του ιδιότυπα χαλαρού project (που τελεσιδίκησε ως Hope Blister), φρόντιζε να δίνει στους οπαδούς την εικόνα ότι η εταιρεία είναι μία μεγάλη οικογένεια μουσικών, που αγαπάνε να δημιουργούν μαζί και των οποίων η έμπνευση τέμνεται αορίστως κάπου εκεί έξω. 

Η επιλογή, αλλά και η οριακή επαναθεώρηση του “I Am The Cosmos” του Chris Bell (το αδικημένο ½ των Big Star, ψάξτε και το ομώνυμο σόλο άλμπουμ του, που κυκλοφόρησε με 15 χρόνια καθυστέρηση τη χρονιά της έκδοσης του Blood), κλείνουν το μάτι σε όσους χρησιμοποιούν τον όρο «εκλεκτικό γούστο» με περισσή αφέλεια.

{youtube}QwbtWTqbsbE{/youtube}

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured