| Έχουν εξευγενίσει τα macho vibes του hard rock. Έχουν καταφέρει να κάνουν το metal ν’ ακουστεί σέξι και το headbanging να μοιάζει cool. Έχουν διασταυρώσει την ψυχεδέλεια με την αυθεντικότητα του παρανοϊκού punk και αυτή με την αμεσότητα της pop. Οι Αυτών Μεγαλειότητες, οι Βασίλισσες, είναι και πάλι εδώ για να διεκδικήσουν το Βασίλειο του Rock ’n’ Roll. |

Punk, λοιπόν, ήθελε να παίξει ο Josh και στα πρόσωπα των John Garcia, Brant Bjork και Nick Oliveri βρήκε τους ιδανικούς «απροσάρμοστους» για να το δοκιμάσει. Ήταν 1990 όταν για πρώτη φορά το όνομα Kyuss αναγγέλθηκε επίσημα από το μικρόφωνο. Κι εγένετο stoner rock! Το stoner, όμως, δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από good, old hard rock με τις κιθάρες του ν’ αποτελούν ευθείες παραπομπές στον Tony Iommi των Sabbath και τις ηχητικές του απολήξεις να δημιουργούν ψυχεδελικές ονειρώξεις όμοιες μ’ εκείνες των Hawkwind. Καρφί δεν καιγόταν σε κανέναν τους για να πρωτοτυπήσουν, ούτε καν να το προσπαθήσουν. Αντιθέτως, αυτό που αποζητούσαν ήταν μία διέξοδος από τη στείρα πραγματικότητα της redneck καθημερινότητάς τους. Ο ίδιος ο John Garcia είχε πει κάποτε χαρακτηριστικά: «Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε και να διασκεδάσουμε ήταν να πάμε στην καρδιά της ερήμου και ν’ αρχίσουμε να παίζουμε». Και το έκαναν πράγματι, πολύ δυνατά, ακριβώς για να απελευθερώσουν τις νεανικές τους ορμές. Ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο το ότι για ν’ ακουστούν στην έρημο, που ως γνωστόν ο άνεμος παίρνει και σηκώνει τον παραμικρό ήχο, έπρεπε να τερματίσουν τους ενισχυτές τους… Όπως και να ’χει, αυτές οι αυτοσχέδιες συναυλίες, που διοργάνωναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι Kyuss, έχουν αγγίξει τη σφαίρα του cult. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί ν’ αποφανθεί με βεβαιότητα αν ο ίδιος ο όρος «stoner» προέκυψε ως λογοπαίγνιο του ηχητικού ογκόλιθου που ξερνούσαν τα ηχεία των Kyuss ή αν είναι εμπνευσμένος από το stoned παραλήρημα που επικρατούσε στις εμφανίσεις τους.
Tο τέλος των Kyuss σήμανε την αρχή της κοινής πορείας του Josh με τον Mark Lanegan, εκτελώντας χρέη session κιθαρίστα για λογαριασμό των Screaming Trees. Κι επειδή ο τροχός γυρίζει, ο Mark είναι πλέον αυτός που αποτελεί τον guest ήρωα στη δισκογραφία του Josh. Από τη μαθητεία δίπλα στον Lanegan έμαθε ότι η δυνατή μουσική μπορεί να γίνει και σέξι. Το σημαντικό όμως είναι πως αποφάσισε να μην ακουστεί ποτέ ξανά μονοδιάστατος. Ήταν ορκισμένος να μην αφήσει τίποτα έξω από το χωνευτήρι των Queens Οf Τhe Stone Age. Ούτε το metal, ούτε το punk, ούτε την ψυχεδέλεια, ούτε το kraut rock, ούτε καν την pop. Στα επτά περίπου χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το ομώνυμο ντεμπούτο των Queens Οf Τhe Stone Age μέχρι το φρεσκότατο Lullabies To Paralyze, το τέταρτο στη σειρά δισκογραφικό τους πόνημα, ο Homme μπορεί να καυχιέται ότι έχει καταφέρει να δαμάσει όλα αυτά και να τα μετουσιώσει σε αυτό που υπό ιδεατές συνθήκες πρέπει ν’ αποτελεί τον απώτερο σκοπό ενός καλλιτέχνη: το προσωπικό στίγμα. Κι έχοντας ως δεδομένο ότι πλέον η παρθενογένεση αποτελεί ουτοπική ελπίδα, είναι a priori ενδιαφέρον να πέφτει στα χέρια σου ένα μουσικό προϊόν που το λιγότερο είναι μη… «κατηγοριοποιήσιμο». Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσες παραπομπές έρχονται στο μυαλό ακούγοντας καθέναν από τους δίσκους των Queens, είναι όμως εξίσου εξωφρενικό το ότι όταν, μετά την ακρόαση του άλμπουμ, κληθείς να περιγράψεις σε κάποιον αυτό που έχεις μόλις ακούσει, το μόνο που μπορείς να πεις είναι «ο κλασικός ήχος των Queens Οf Τhe Stone Age».
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η πραγματική δύναμη του rock ’n’ roll, αυτή που μερικές φορές καταλήγει να επηρεάζει συνειδήσεις και καταστάσεις, έγκειται στο απλό, αγνό και αληθινό fun, και στις ποικιλόμορφες διονυσιακές εκρήξεις του. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, την cool as fuck δήλωση του ίδιου του Joe Strummer: «ναι, θ’ αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά πρώτα πρέπει να βάλουμε λίγη ακόμη μπριγιαντίνη στα μαλλιά μας». Για τον ίδιο τον Josh Homme, το fun δε σταμάτησε ποτέ να έχει καίρια σημασία και οι Eagles Of Death Metal, το σοβαρότερο side project του και για το οποίο ο ίδιος προτίμησε να κατέχει τη σκηνική οπισθοφυλακή των ντραμς, είναι βασισμένο εν τη γενέσει του σ’ αυτό, για να κάνουν κέφι, παίζοντας μουσικές που γουστάρουν, χωρίς το άγχος και τις πιέσεις που συνεπάγεται η επιτυχία. Οι Jesse Hughes και Tim VanHamel συμπληρώνουν το… Τρίο Στούτζες.
Κάποιος τραγουδοποιός είχε πει κάποτε ότι η ιδέα μίας μπάντας είναι εξωφρενική, ακριβώς γιατί το να περνούν τόσο χρόνο μαζί τα μέλη μιας «αγοροπαρέας» θα οδηγήσει, με μαθηματική ακρίβεια, σε αρνητικά αποτελέσματα. Ο Josh Homme μοιάζει να το πιστεύει ακράδαντα αυτό και φροντίζει ν’ ανανεώνει διαρκώς την (μουσική του) πραγματικότητα. Κοντά στο μέρος που πέθανε ο Gram Parsons, στο περιβόητο Joshua Tree, λαμβάνουν χώρα από το 1997 και μετά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά συναπαντήματα, οι περίφημες Desert Sessions. «Οι Desert Sessions κάνουν καλό όχι μόνο σε εμένα, αλλά και σ’ όλους εκείνους που συμμετέχουν, γιατί ο καθένας έρχεται σ’ επαφή με το ταλέντο του άλλου» υποστηρίζει και συμπληρώνει ότι «παίζουμε μόνο για χάρη της μουσικής. Και είναι καλό, ό,τι κι αν κάνει ο καθένας, όσο ψηλά κι αν έχει φτάσει, να θυμάται ότι όλα έχουν ξεκινήσει από ένα γκαράζ». Τα headquarters του όλου εγχειρήματος, το Rancho de la Luna, μπορεί να μην είναι γκαράζ, είναι όμως ένα σπίτι αρκετά φιλόξενο για να χωρέσει – μεταξύ άλλων – από τους μόνιμους Queens μέχρι την Polly Jean Harvey κι από τον Mark Lanegan μέχρι τον Chris Goss (Masters Of Reality). «Αν ποτέ κλείσει το Rancho de la Luna θα σταματήσουν και οι Desert Sessions», λέει ο Josh και δεν έχω κανένα λόγο να μην τον πιστέψω. Έχω κάθε λόγο, όμως, να ελπίζω για το αντίθετο.







