Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik "Μισός αιώνας ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα"

Περπατώντας σε έναν δρόμο με μαλακά μπητάκια, ρηξικέλευθους ήχους και άναρχες συνθετικές δομές, σχιζοφρένειας και ιδιοφυΐας γωνία, η Λένα Πλάτωνος δεν υπήρξε πρωτοπόρος στην ελληνική ηλεκτρονική μουσική, όσο κι αν πολλοί έχουν υποστηρίξει ανακριβώς το αντίθετο. Υπήρξε πρωτοπόρος στο ελληνικό τραγούδι. Που, δικαίως, ήταν ανέκαθεν άμεσα συνδεδεμένο με τις ζωές των ανθρώπων. Από μία τέτοια άποψη, πράγματι κανένα εγχώριο ηλεκτρονικό έργο δεν μπορεί να πλησιάσει σε σημασία τα όσα κατέθεσε αυτή η σπουδαία γυναίκα τραγουδοποιός στα 1980s – με τουλάχιστον 3 αριστουργηματικούς δίσκους και μια γενναία πορεία προς το άγνωστο. Ας δούμε όμως πως άρχισαν όλα…

Για αλλού πήγαινε και αλλού κατέληξε η Λένα Πλάτωνος. Κόρη του Γεώργιου Πλάτωνος, γνωστού συνθέτη της εποχής του και πρώτου πιανίστα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ήταν ήδη επαγγελματίας πιανίστα πριν κλείσει τα 18. Φεύγοντας με υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, ήρθε σε επαφή με τη ροκ και την τζαζ και έγραψε στο πιάνο αγγλόφωνα ποπ/ροκ τραγούδια –μια δραστηριότητα σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα για εκείνη από το να κάνει ασκήσεις για το τέταρτο δάχτυλο, που ήταν κάπως πιο αδύναμο. Στη Βιέννη ακούει και τον πρώτο της ηλεκτρονικό δίσκο, το An Electric Storm των White Noise (1969). Ένα άλμπουμ που έμελλε, κυριολεκτικά, να αλλάξει τη ζωή της.

Χρόνια μετά, στην Ελλάδα πλέον της δεκαετίας του 1980, έχοντας αποκτήσει μια μικρή φήμη με τα τραγούδια της Λιλιπούπολης (1980), η Πλάτωνος μελοποιεί Κώστα Καρυωτάκη. Πουλάει ένα πιάνο που της περισσεύει και αγοράζει ένα συνθεσάιζερ Yamaha C60, γιατί σκέφτεται πως, αντί να καλεί μουσικούς στις συναυλίες να παίζουν βιολιά, μπορεί να παράγει ήχους από strings με το συνθεσάιζερ. Ωραίο ακούγεται… Καθηγήτρια πιάνου εκείνον τον καιρό πέρα από συνθέτρια, μια μέρα μαζεύει στο σπίτι όλους τους μαθητές, βάζει στη μέση του καθιστικού το συνθεσάιζερ και τα παι­διά παθαίνουν πλάκα. Ύστερα φοβάται πως θα της πάρει τον αέρα και το κλειδώνει για μήνες. Τελικά, το χρησιμοποιεί για να φτιάξει «ατμόσφαιρες» γύρω από ποιήματα του Καρυωτάκη όπως το "Το Φεγγαράκι Απόψε" και το "Η Πεδιάς Και Το Νεκροταφείο".

Το άλμπουμ Καρυωτάκης (1982) δεν σηματοδοτεί βέβαια την πρώτη εμφάνιση του συνθεσάιζερ στο ελληνικό τραγούδι. Στα 1975 ο Δήμος Μούτσης το χρησιμοποίησε στην Τετραλογία του, ενώ στα 1981 ο Κώστας Γανωσέλλης το περνάει υπόγεια στον δίσκο Ραντάρ του Μίκη Θεοδωράκη, για να αναφέρουμε δύο ηχηρά παραδείγματα. Εκεί που η Πλάτωνος πραγματικά φέρνει μια τομή, είναι στο Σαμποτάζ, που αν και γράφεται μετά τον Καρυωτάκη κυκλοφορεί νωρίτερα (1981). Εμπνεόμενη ενδεχομένως και από τους φευγάτους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή, εδώ πραγματικά του δίνει και καταλαβαίνει... Δεν περιορίζεται πια στη δημιουργία ατμόσφαιρας (τα λεγόμενα vibes), αλλά φτιάχνει αυτοσχεδιαστικά ηλεκτρονικούς ήχους, ρυθμούς και εφέ στα οποία πατούν ολόκληρα τα τραγούδια. Παρ’ ολ’ αυτά, βασιζόταν ακόμα στους μουσικούς της, σε μεγάλο βαθμό. Μολονότι λοιπόν ο Καρυωτάκης και το Σαμποτάζ θεωρούνται σήμερα τα σημαντικότερα άλμπουμ της, η μετέπειτα εξέλιξή της δείχνει ότι επρόκειτο για δύο μεταβατικούς κατά βάση δίσκους, οι οποίοι την οδήγησαν σε τραγούδια βασισμένα εξ ολοκλήρου στο συνθεσάιζερ: Μάσκες Ηλίου (1984), Γκάλοπ (1985), Λεπιδόπτερα (1985).

Πώς έφτασε ως εκεί; Τον καιρό εκείνο, διάβαζε φανατικά Julio Cortázar, ο οποίος έφερε αλλαγές στις κλασικές δομές ενός λογοτεχνήματος. Στο πλευρό της είχε επίσης έναν Μάνο Χατζιδάκι να λέει το περίφημο «Ο νέος Χατζιδάκις είναι γυναίκα –λέγεται Λένα Πλάτωνος!» (οι περισσότεροι συνάδελφοι την αντιμετώπιζαν ως ξωτικό), καθώς και μια ανοιχτή σε φρέσκες ιδέες δισκογραφική εταιρία, τη Lyra. Μια σημαντική λεπτομέρεια, από αυτές που συχνά περνούν στα ψιλά αλλά καθορίζουν την ιστορία, είναι ότι οι Μάσκες Ηλίου κυκλοφόρησαν αμέσως μετά τον θάνατο του διευθυντή της εταιρίας, Αλέκου Πατσιφά. «Ο Πατσιφάς τους φοβόταν αυτούς τους στίχους» θα αποκαλύψει η συνθέτρια στο Avopolis και τον Χάρη Συμβουλίδη το 2014, «Πέθανε όμως λίγο πριν ετοιμαστεί το άλμπουμ και ίσως μάλιστα έτσι να μπόρεσα τελικά να το βγάλω. Πήγα δηλαδή τότε στους μεταβατικούς ιδιοκτήτες της Lyra, είπα θέλω να γράψω τον συγκεκριμένο δίσκο, είναι μέσα στο συμβόλαιό μου. Γραψ’ τον λοιπόν, μου είπαν». Η ίδια γνώριζε πολύ καλά τις συνέπειες: «Το κοινό μου μίκραινε. Αλλά δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να επιβάλλω μια νέα αισθητική», θα πει σε συνέντευξή της στην Popaganda και τον Γιώργο Βουδικλάρη.

Στο μεταξύ, έχει αγοράσει ένα τετρακάναλο TEAC και ηχογραφεί στο σπίτι, μόνη της, σε ένα home studio όπου κυριαρχεί το λευκό χρώμα. Παίρνοντας τα πράγματα στα χέρια της, πλέον υπογράφει η ίδια και τους στίχους, οι οποίοι φωτίζουν ακόμα πιο έντονα τη βαθιά της ευαισθησία. Το Γκάλοπ –το καλύτερο ίσως άλμπουμ της από εκείνα στα οποία υπέγραψε η ίδια τους στίχους και σίγουρα το πιο ποπ– ηχογραφείται με το εμβληματικό Roland TR-808 drum machine. Δροσερό και παράδοξα φρέσκο 31 χρόνια μετά, αισθάνεσαι πως θα μπορούσε κάλλιστα να είχε φτιαχτεί σήμερα, στο πλαίσιο ενός revival του ηλεκτρονικού ήχου. Ακούγεται πιο μοντέρνο, για παράδειγμα, από το ντεμπούτο των Στέρεο Νόβα, οι οποίοι θα ξαναέπιαναν το νήμα μερικά χρόνια μετά, αναφέροντας την Πλάτωνος στις επιρροές τους και συστήνοντάς τη στο κοινό τους.

Σε συνέντευξη που δίνει το καλοκαίρι του 1985 σε ραδιοφωνικό σταθμό του Ηρακλείου Κρήτης, η οποία σώζεται στο YouTube, η Πλάτωνος περιγράφει εύστοχα τη μουσική της: «Προοδευτικό ηλεκτρονικό τραγούδι. Προωθημένο. Με προωθημένα στοιχεία και στη μουσική και στον στίχο, που καμιά φορά συναντούν την electropop». Στην ίδια συνέντευξη επισημαίνει, προφητικά για την εποχή, τους κινδύνους που κρύβει το συνθεσάιζερ: «Είναι ένα πληθωρικό όργανο, το οποίο πρέπει να τιθασεύσεις». Αμέτρητες οι περιπτώσεις δημιουργών που καπελώθηκαν από τότε μέχρι και τις αρχές των 1990s από το συγκεκριμένο όργανο σε επίπεδο ήχου –και σίγουρα όχι λίγες στην Ελλάδα (Διονύσης Σαββόπουλος, Λουκιανός Κηλαηδόνης κλπ.).

Στα Λεπιδόπτερα, η Πλάτωνος καταθέτει ένα ακόμα ασυμβίβαστο έργο βασισμένο εξ ολοκλήρου στην ηλεκτρονική μουσική. Ο δίσκος έχει τις καλές του στιγμές (κυρίως εκεί όπου αφήνει ανοιχτή την πόρτα στη μελωδία), όμως κάπου εδώ επέρχεται κι ένας κορεσμός. Έτσι, το τελευταίο προσωπικό της άλμπουμ για τη δεκαετία του 1980, το Σπάσιμο Των Πάγων (1989), θα βασιστεί εξ ολοκλήρου στην οργανική μουσική.

Αυτό που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, είναι ότι το έργο της, με εξαίρεση τα τραγούδια της Λιλιπούπολης, δεν άγγιξε ποτέ το ευρύ κοινό. Το διατυπώνει σε κάθε ευκαιρία και η ίδια. Δικαίως κάποιοι δίσκοι της απόκτησαν τη στόφα του κλασικού, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τάραξαν και τα νερά, όπως κάποιοι λένε. «Εγώ πιστεύω ότι τα νερά τα τάραξαν οι “Νταλίκες” του Νικολόπουλου και όχι το “Σαμποτάζ” και αν θέλετε κάθομαι να το εξηγήσω κι όλα» γράφει ο Άρης Καραμπεάζης σε κριτική του στο mic.gr: «Άλλο το αν καθόρισε την όποια εξέλιξη του ηλεκτρονικού ήχου εντός συνόρων, άλλο το να τάραξε ολόκληρη χώρα».

Όπως και να 'χει, η συμβολή της Λένας Πλάτωνος υπήρξε καθοριστικότατη. Η ίδια κατάφερε να εντάξει την ηλεκτρονική μουσική σε «κανονικά» τραγούδια που ξέφευγαν από τη σφαίρα του πειραματισμού και χρησιμοποίησε την τεχνολογία στη μουσική της με περισσότερη δημιουργική φαντασία απ’ τον καθένα στην εποχή της. Παρουσία- σε έτσι ό,τι πιο φρέσκο από ηχητικής απόψεως είχε να επιδείξει το εγχώριο τραγούδι στο πρώτο μισό των 1980s. Μια σειρά δίσκων που, μέχρι και σήμερα, τους ακούς και ποντάρεις τα λεφτά σου στο ότι αυτή η γυναίκα επικοινωνεί με το σύμπαν ολόκληρο, χωρίς να πιστεύεις πως θα τα χάσεις.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, "Μισός αιώνας ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα", που κυκλοφόρησε το 2016.

Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured