φωτογραφία Κωστή Δρυγιανάκη: Θάνος Λαΐνας

Η ολοκλήρωση της θητείας της κυβέρνησης του Ξενοφώντα Ζολώτα τον Απρίλιο του 1990 –η οποία έμεινε στην ιστορία ως Οικουμενική– οδήγησε τη χώρα μας σε εκλογές, τις οποίες κέρδισε μια άλλη Νέα Δημοκρατία από εκείνη που ήξερε μέχρι πρότινος ο λαός «που δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», έχοντας αρχηγό τον κάποτε Κεντρώο, πλέον Νεοφιλελεύθερο (όπως αυτοπροσδιοριζόταν, από τη Μεταπολίτευση και πέρα) Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Σε αντίθεση ωστόσο με τον γιο του Κυριάκο, ο οποίος έγινε αυτοδύναμος Πρωθυπουργός στη δική μας χρονική/εκλογική συγκυρία, ο Μητσοτάκης Πατήρ έμεινε τότε στους 150 βουλευτές και χρειάστηκε τη μοναδική έδρα που απέμεινε στη Δημοκρατική Ανανέωση του Κωστή Στεφανόπουλου, ώστε να μπορέσει να κυβερνήσει. 

Οι κατά τα λοιπά ξεχασμένες εκείνες εκλογές, είχαν κι άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες (τη συνέχεια της πολιτικής εκπροσώπησης της οικολογίας στην ελληνική Βουλή, αλλά και την εκ νέου είσοδο των συνασπισμένων πολιτικά Μουσουλμάνων της Θράκης), όμως η πλέον ιντριγκαδόρικη δεν γράφτηκε τελικά ποτέ: ο τίτλος Ο Μητσοτάκης Στα Τρίκαλα έπεσε σαν αστείο ως όνομα πιθανού δίσκου –κατ' αναλογία της όπερας του John Adams Nixon In China (1987)– σε μια συζήτηση του Κωστή Δρυγιανάκη με τον Θανάση Χονδρό και την Αλεξάνδρα Κατσιάνη των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ. Ορμώμενος από εκεί, λοιπόν, ο Δρυγιανάκης έφτασε στο άλμπουμ Ο Χονδρός Και Η Κατσιάνη Στο Βουνό, το οποίο κυκλοφόρησε το 2006 από την Άλλη Πόλη σε CD-R (παραπάνω βλέπετε το αυθεντικό εξώφυλλο) και επανεκδίδεται τώρα σε βιβλίο/CD από τη REKEM Records, με νέο εξώφυλλο (το κάτωθι) και τα συνοδευτικά κείμενα να παραθέτονται και στα αγγλικά. Δεν ξέρω αν άλλο CD-R έχει γνωρίσει τέτοιες δόξες στην εγχώρια δισκογραφική ιστορία.  

Δεν ξέρω επίσης αν έχει γίνει κάτι επίτηδες, ώστε τo λάπτοπ μου να θεωρεί ότι παίζει κάποιο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ του ...Pete Seeger, όταν βάζω το Ο Χονδρός Και Η Κατσιάνη Στο Βουνό. Πάντως το περιεχόμενο είναι ένα και μόνο κομμάτι, διάρκειας 59 λεπτών, το οποίο προέκυψε από αρκετά διαφορετικές διεργασίες, με χρονική διαφορά 4 ετών μεταξύ τους. Το πρώτο παιχνίδι ξεκίνησε το 1994, πάνω σε κατά τύχη ηχογραφημένα στιγμιότυπα με τις φωνές των Χονδρού & Κατσιάνη, στα οποία οι δυο τους πρόσθεσαν μικρά κείμενα ετοιμασμένα επί τούτου. Το δε μουσικό φόντο περιγράφεται εύστοχα από τον Δρυγιανάκη ως «αυτοσχεδιασμοί με μαγνητοφωνημένους ήχους και προγραμματισμούς», στους οποίους πήραν μέρος και φυσικά όργανα: ο Ηρακλής Φαναράκης έπαιξε κρουστά, ο Περικλής Κυπραίος μαντολίνο και ο Βασίλης Σαΐτης τσέλο. 

Δεν υπήρχε σαφής στόχος χρήσης τους για το κομμάτι που προέκυψε. Το 1998, αντιθέτως, επικράτησε μια λογική εύρεσης συνδέσεων και συνοχής πάνω στο υπάρχον υλικό, με τον Θοδωρή Ζιούτο να παίζει σημαίνοντα ρόλο στην όλη τακτοποίηση. Για τον ακροατή, ωστόσο, πιο σημαντική είναι μια άλλη παράμετρος, την οποία ο Δρυγιανάκης αποκαλεί «πλιατσικοφωνία». Δεν σχετίζεται βέβαια κάπως με τον τραγουδοποιό Φίλιππο Πλιάτσικα –πρόκειται για την άντληση μουσικών δειγμάτων από την ήδη υπάρχουσα δισκογραφία, πρακτική που παραμένει πολύ γνώριμη στο χιπ χοπ, μα ο πειραματικός χώρος δείχνει να εγκατέλειψε μετά τη δεκαετία του 1990.  

Αν και ο Δρυγιανάκης βρίσκεται τελευταία σε φάση στην οποία ξανακοιτάει το παρελθόν (θυμηθείτε και τη φετινή έκδοση του πολύ ωραίου δίσκου Ο Μύθος Του Πενθέα, λεπτομέρειες εδώ), η ιδέα να ξαναβγεί το Ο Χονδρός Και Η Κατσιάνη Στο Βουνό ήταν του Κώστα Κηλύμη. Στο δικό του μάλιστα κείμενο, λέει ότι ο Δρυγιανάκης του αντέτεινε «ποιος ο λόγος;», όταν έγινε η πρόταση. Η τακτοποίηση της διαδρομής του Κηλύμη ως ακροατή πειραματικών ήχων ως το 2006, όταν κι έπεσε πάνω στην πρώτη έκδοση του άλμπουμ, δίνει βέβαια πολλούς καλούς λόγους, τους οποίους και παραθέτει γλαφυρά και με πειθώ. Το θεωρεί λίγο-πολύ ένα κλασικό έργο

Προσωπικά, δεν συντονίζομαι με την οπτική του. Το επίθετο «κλασικό» πέφτει νομίζω υπερβολικά βαρύ, καθώς τόσο ο Δρυγιανάκης, όσο και οι Χονδρός & Κατσιάνη έχουν καταθέσει και καλύτερα πράγματα, τα οποία έκαναν πιο επιτυχημένα μακροβούτια στα βαθιά της πειραματικής έκφρασης. Αναγνωρίζω ωστόσο την αξία του παρόντος δίσκου για τη μνήμη της εγχώριας πειραματικής κοινότητας –είναι μια συνεργασία κορυφής, για τα δεδομένα της, η οποία αναδεικνύει μια πολύ ενδιαφέρουσα διακλάδωση– αλλά και την αυταξία του, ως απόπειρα αντανάκλασης και αιρετικής αντιστροφής του κόσμου της σύγχρονης όπερας, όπως αυτός εκτέθηκε σε έργα αναφοράς του αμερικάνικου μινιμαλισμού. 

Υπάρχουν μερικά εξαιρετικά σημεία σε αυτά τα 59 λεπτά, με το γαλλικής λογικής concrète του Δρυγιανάκη να αποκτά πλουραλισμό καθώς βρίσκεται σε ανορθόδοξες συμπλεύσεις με τις μουσικές του Ti Frère και των Joy Division, όσο το ελλειπτικό, σουρεαλιστικό χιούμορ των Χονδρού & Κατσιάνη δημιουργεί την αίσθηση ότι ανεβαίνουμε μαζί τους σε κάποιο Βουνό σαν κι εκείνο του Alejandro Jodorowsky, με τα field recordings των τζιτζικιών να καθιστούν την εμπειρία σχεδόν αληθοφανή. Σε άλλα όμως σημεία η αίσθηση αυτή θολώνει· το κολάζ δείχνει λιγάκι στοιχειώδες και τα λεγόμενα ηχούν υπέρ το δέον αποσπασματικά, ώστε να διατηρήσουν την απαραίτητη κόψη στο επιχειρούμενο παιχνίδι.

Ο ίδιος ο Δρυγιανάκης γράφει ότι θεωρεί το φινάλε του κομματιού βεβιασμένο, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι μπορούσε να βγει κάτι καλύτερο αν είχε εμπλέξει σε αυτό και ζωντανούς μουσικούς, δίπλα στα χρησιμοποιούμενα samples. Όμως στα δικά μου αυτιά ηχεί μεγαλειώδες, προσφέροντας στο έργο μια εκρηκτική κατάληξη, έτσι όπως πέφτουν οι Psychotic Waltz πάνω στη δημοτική φλογέρα του Αριστείδη Βασιλάρη με τον Χονδρό να υπερίπταται διονυσιακά ανακράζοντας «Δεν περιμένω τίποτα! Είμαι βουνό, είμαι βουνό!». Στην κατάληξη μας περιμένει όντως η Αλήθεια, όμως δίχως οδηγίες χρήσης –επιστρέφοντάς μας, νοερά, στο Βουνό του Jodorowsky.

Είναι λοιπόν μια καλοδεχούμενη επανέκδοση αυτή, γιατί και το ίδιο το υλικό διατηρεί την επικαιρότητά του (επαναφέροντας μάλιστα κι ένα στοιχείο έκπληξης μέσω των samples, που λείπει από τη σύγχρονη πειραματική παραγωγή), αλλά και γιατί τα συνοδευτικά κείμενα βάζουν σε ένα πλαίσιο τη γενικότερη δράση που το έθρεψε. Είτε με την ακαδημαϊκή καταγραφή της Αρετής Λεοπούλου, η οποία –παρά τη στεγνότητα της γραφής– φωτίζει δράσεις σαν τις Εκδόσεις Τσάμπα ή το Μπιτόνι, είτε με τη βιωματική αναπόληση του Κώστα Κηλύμη, ο οποίος αναδεικνύει τον αντίκτυπο των παλαιότερων ζυμώσεων στους νεότερους που επάνδρωσαν την εγχώρια κοινότητα των πειραματιστών, είτε με τη ζωντανή γραφή του Δρυγιανάκη. Η οποία δείχνει πόσο σύμφυτη με την καθημερινή ζωή των δημιουργών είναι η ηχητική πραγματικότητα που εκθέτουν, δημιουργώντας περαιτέρω πεδία στη φαντασία μας καθώς περιγράφει τη καρμπονάρα με προσιούτο και «σχεδόν τζατζίκι» της Αλεξάνδρας Κατσιάνη και τα φασόλια του Θανάση Χονδρού με το μαρτίνι και το μέλι.  

ακούστε αποσπάσματα του δίσκου μέσω SoundCloud, πατώντας εδώ

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured