The Velvet Sundown
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Οι πλατφόρμες Suno και Udio, τα AI-powered εργοστάσια παραγωγής μουσικής χωρίς ψυχή, συνεχίζουν εδώ και σχεδόν δύο χρόνια να βγάζουν τη μουσική εκδοχή του σύγχρονου ακουστικού fast food: εύπεπτη, άνοστη και απολύτως αναλώσιμη. Παρά όμως τις Κασσάνδρες της τεχνοφοβίας που φαντάζονταν ένα μέλλον γεμάτο ρομποτικά χιτάκια και deepfake superstars, το κοινό μάλλον δεν ψήθηκε.

Εντάξει, υπήρξαν και μερικά παρατράγουδα: σαν το "ψεύτικο Drake" του 2023 που έγινε viral πριν εξαφανιστεί όπως όλα τα trends, ή το πιο πρόσφατο AI-έπος που κατάφερε να τρυπώσει στα γερμανικά charts και να ξεκινήσει μια άλλη φασαρία, αλλά για εντελώς άλλους λόγους.

Κατά τ’ άλλα; Η κανονική μουσική βιομηχανία συνεχίζει να αντιστέκεται αξιοπρεπώς στο copy-paste των text-to-song εργαλείων. Όχι πως δεν ακούγονται αυτές οι μηχανοποιημένες μελωδίες, απλώς δεν παίζουν (ακόμα) στον ρυθμό (ή στα τσάρτς) του Billboard.

Μπορεί να μην έχουν καταλάβει ακόμη τα charts, αλλά τα (ανησυχητικά) ρεαλιστικά τραγούδια από ΑΙ σέρνονται αργά και σταθερά προς τα ακουστικά μας, και ναι, ίσως τα ακούς ήδη χωρίς να έχεις ιδέα ότι αυτό που παίζει είναι προϊόν ενός... text prompt. Κρυμμένα μέσα σε mainstream playlists, δίπλα-δίπλα με κανονικά, ανθρώπινα τραγούδια, τα φαντάσματα της μουσικής σκηνής, χωρίς fans, χωρίς παρελθόν, χωρίς ίχνος ζωής, μαζεύουν εκατοντάδες χιλιάδες streams.

Πάρτε για παράδειγμα τους The Velvet Sundown. Ένα γκρουπ με πάνω από 500.000 μηνιαίους ακροατές στο Spotify σήμερα, αλλά ούτε ένα ίχνος ζωής στο διαδίκτυο. Καμία ανάρτηση, καμία φωτογραφία συναυλίας, καμία ιστορία, μόνο ένα άψυχο promo pic που μοιάζει βγαλμένο από Midjourney και ένα bio που θα έκανε ακόμα και τον πιο άπειρο A&R να γελάσει πικρά.

«Οι The Velvet Sundown δεν παίζουν απλώς μουσική – δημιουργούν κόσμους»... Αλήθεια τώρα; Και αυτοί οι κόσμοι βρίσκονται κάπου "ανάμεσα στα φαντάσματα του Laurel Canyon (ναι, το καταφύγιο και σημείο συνάντησης για καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν τον ήχο της αμερικανικής folk-rock και ψυχεδελικής σκηνής) και την ηχώ μιας αποθήκης στο Βερολίνο". Ακόμα κι αν η περιγραφή μπορεί να μυρίζει ΑΙ από χιλιόμετρα, το μόνο που λείπει είναι μια αναφορά σε φεγγαρόλουστες κασέτες και τον ήχο της εσωτερικής σου παιδικής ηλικίας.

Η «βιογραφία» της μπάντας, που μάλλον γράφτηκε κι αυτή με κάποιο prompt για "dreamy nostalgic cinematic band bio" και ενός glitch στον server, υπόσχεται μουσική που "μοιάζει με παραίσθηση στην οποία θέλεις να χαθείς". Τα live τους; Λέει πως είναι "σαν διαυγή όνειρα". Δεν λένε αν θα κάνουν τον κόπο να έρθον κι από την Αθήνα. Όσο για τα άλμπουμ τους; "Σαν χαμένοι ήχοι από ταινίες που δεν γυρίστηκαν ποτέ". How original!

Και σαν να μην έφτανε αυτό, πετιέται και μια απρόσμενη ατάκα από το Billboard (καμία πηγή, φυσικά), που λέει ότι "ακούγονται σαν ανάμνηση από κάτι που δεν έζησες, κι όμως το κάνουν να μοιάζει αληθινό". Που μεταξύ μας, είναι ακριβώς αυτό: ένα γενικόλογο φούμαρο που στοχεύει σε ακροατές με νοσταλγία για αναμνήσεις που δεν είχαν ποτέ. Ή αλλιώς: marketing γραμμένο από ένα AI που άκουσε λίγο πολύ Lana Del Rey και είπε «ΟΚ, το ’χω!».

Αλλά δεν πειράζει, μωρέ. Πάτα play εσύ. Δεν πειράζει που δεν υπάρχουν ντοκουμέντα. Ίσως να μην υπάρχουμε ούτε εμείς.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured