“-What is the meaning of this voyage?”
“-To talk in a dream.
So many bends and these years we've been together passed.”Σε μία άσχημη στροφή της μοίρας, το τελευταίο πεντάλεπτο της πρώτης - και μοναδικής μέχρι στιγμής - εμφάνισης των ULVER στην Αθήνα βρήκε τον υπογράφων να υπηρετεί τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, απογοητευμένο στο ακουστικό ενός κινητού τηλεφώνου για την απώλεια μιας αναμενόμενης και μοναδικής (για πολλούς) εμπειρίας. Εκεί που ο περισσότερος κόσμος δηλώνει δικαιωμένος από την απροσδόκητη εκτέλεση του “Capitel I : I Troldskog Faren Vild”, η προσωπική οπτική επιλέγει να εστιάσει περισσότερο στη ίδια φύση της συναυλίας, για το λόγο ότι μια ζωντανή εμφάνιση των ULVER έμοιαζε με όνειρο θερινής νυκτός την εποχή που προηγήθηκε του τελευταίου τους breakthrough με τίτλο “Shadows of the Sun”. Άνω τελεία εδώ, για την κρυμμένη ειρωνία του θέματος, επειδή η παραμονή μας στο Βελγίο κατά το μήνα του Απριλίου είχε να κάνει με λόγο άσχετο προς τη διοργάνωση του περιγραφθέν event.
Φεύγουμε από το άνωθεν σημείο αναφοράς για να μεταφερθούμε στο έτος 2011, σε μια μικρή κοινότητα ονόματι Vosselaar, η οποία ανήκει στα ευρύτερα προάστια της Αμβέρσας. Το εισητήριο της τάξης των 22 ευρώ έμοιαζε μάλλον «τσιμπημένο», από την άποψη ότι ανάλογες συναυλίες κατέληγαν φθηνότερες σε σχέση με τα εγχώρια δεδομένα, αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με ένα όνομα της τάξης των ULVER και μια χωρητικότητα αντίστοιχης του «δικού μας» 7 Sins, το μέγεθος της τελικής προσέλευσης παρέμενε αναμενόμενα περιορισμένο. Οι συγκυρίες, από την άλλη, εντυπώνονταν ως πλήρως ιδανικές, χάρη του «οικογενειακού» κλίματος που επικρατούσε κατά μήκος του χώρου. Η φύση της μουσικής των ULVER αναμενόμενα ευνοεί το χαρακτήρα ανάλογων, οικείων καταστάσεων - κι όπως κι αν το πάρουμε άλλωστε, το να παρακολουθείς ζωντανά τον Kristoffer “Garm” Rygg από απόσταση ενός μέτρου προκαλεί μία αίσθηση ρίγης, τόσο γλυκειάς, που μένει ζωηρή ακόμα κι υπό τη μορφή νοσταλγικής ανάμνησης.
“I remember walking, one side of town to the other,
alone one night in January... or February.
It's like in an old movie from some other land.
It lasted for hours.”
Ξεκινάμε το ταξίδι μας, λοιπόν, μία ώρα έπειτα από την υποφερτή απόδοση του ZWEIΖΖ, τον οποίο αποφύγαμε με συνοπτικές διαδικασίες για το λόγο ότι το κλίμα της όλης noise υπόκρουσης έμοιαζε τραγικά ξένο προς τη διάθεση που επικρατούσε στο σύνολο της παρέας. Η αλήθεια είναι πως η μικρή αυτή απογοήτευση δεν έχει ξεθωριάσει ακόμα, καθώς το όνομα των FLEURETY μένει αρκετό για τις υψηλότερες δυνατές προσδοκίες, αλλά όπως κι αν το εκλάβουμε η παρουσία του ZWEIΖΖ στάθηκε αρκετά κουραστική, δίχως να στηρίζεται από το ισχυρό status που φέρει σήμερα.
Οι ULVER, από την άλλη, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων όπως ακριβώς τους περιμέναμε. Λακωνικοί κι ιδιαίτερα κατασταλλαγμένοι στη πορεία του νέου τους έργου, άνοιξαν το set με τη πρώτη σε σειρά σύνθεση του λεγόμενου “Wars of the Roses”, αποφασισμένοι να επικεντρώσουν τα 45 λεπτά του κανονικού τους χρόνου στο νέο αυτό υλικό. Τα “September IV”, “England”, “Norwegian Gothic” και “Stone Angels” που ακολούθησαν αποτέλεσαν την επικύρωση της άποψης που φέρει ελλειπή το χαρακτήρα του νέου δίσκου, ενώ τα “Island” και “Providence” παρέμειναν συγκινητικά, σε μικρότερο όμως βαθμό σε σχέση με τις studio εκδοχές τους.
“I remember some trees which stood black and naked,
weatherbeaten hollows of snow
with sparse lumps of ice,
been scraped off by the wind alone.”
Προς τι η αναφερθείσα «νίκη» των ULVER, λοιπόν; Τα κομμάτια μοιάζουν ομολογουμένως ελλειπή, αλλά μόνο όσον αφορά το studio αποτέλεσμα. Το λάθος των ULVER στη προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στην υιοθέτηση μιας “Shadows of the Sun” οπτικής στη μίξη του νέου τους υλικού, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη της όποιας κρυμμένης δυναμικής, κατά τη διάρκεια των ζωντανών του εκτελέσεων. Κάθε λεπτό των «αμφιλεγόμενων» τραγουδιών κατέληγε ιδιαιτέρως πλούσιο σε ήχο και συναισθήματα, με αποτέλεσμα η όλη εμπειρία να αγγίζει τα όρια του ενθουσιασμού, ιδιαίτερα στις στιγμές που τα μέλη έμοιαζαν να «jammάρουν» – όπως συνέβη κατά την εισαγωγή του “Norwegian Gothic”.
Μοναδικό μειονέκτημα στην όλη απόδοση αποτέλεσε η απουσία των γυναικείων φωνητικών κατά την εκτέλεση του “Providence”, μιας και το απορρέον συναίσθημα δεν έμοιαζε να αναπληρώνεται με άλλον πιθανό τρόπο. Συν ότι το παλαιότερο υλικό θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί καλύτερα (δε γίνεται να μετράς 18 έτη στο χώρο και να παρουσιάζεις αποκλειστικά την τελευταία σου δουλειά, ακόμη κι αν το setlist επικεντρώνεται στη δεύτερη περίοδο της πορείας σου)! Πέραν του ατέρμονα ψυχοφθόρου “Hallways of Always”, θα μπορούσε να προστεθεί ένα “Porn Piece Or The Scars Of Cold Kisses”, ή ένα “It Is Not Sound”, στη χειρότερη των περιπτώσεων. Το μόνο βέβαιο είναι πως δύο επιπλέον επιλογές έμοιαζαν το λιγότερο απαραίτητες, εκεί που η γεύση ήταν στεγνή, ελέω της μικρής διάρκειας του set.
“Only streelights,
and the grating of gravel in pedestrian subways.”
Κάπως έτσι, τα φαινόμενα δείχνουν πως οι ULVER επέλεξαν να δημιουργήσουν ένα δίσκο που θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους ως αποσκευή, αποδεχόμενοι το απαραίτητο ρίσκο. Όσο κενές κι αν μοιάζουν στιγμές του τύπου “Norwegian Gothic”, άλλο τόσο επιθυμητές θα κατέληγαν ως ελπίδα για ένα δεύτερο πιθανό encore. Ο κόσμος ήταν εκεί και χτυπούσε τα χέρια του ρυθμικά για πέντε περίπου λεπτά, αλλά μάταια. Συνέχισε να τα χτυπά για λίγο ακόμα. Η μπάντα υποκλίθηκε, ο Garm απολογήθηκε για το γεγονός ότι δεν είχαν προβάρει άλλα κομμάτια και τα φώτα άναψαν. Ο Niels είχε χαμόγελο σε όλο το δρόμο της επιστροφής, η Jess παραπονιόταν διαρκώς ότι ήταν πολύ λίγο, ενώ ο Rygg μας ζήτησε ένα τσιγάρο. Κι ο γράφων ως τυχαίος, πλανώδιος παρατηρητής ένοιωθε ευγνώμων που παρακολούθησε μια πτυχή του εαυτού του να ξεδιπλώνεται ζωντανά, καθώς και λίγο άσχημα για όσες αναμνήσεις τυγχάνει να τη συνοδεύουν. Πόσες φορές σας έτυχε να βιώσετε κάτι ανάλογο στο χρόνο που δώθηκε σε αυτή τη ζωή; Τέσσερεις; Πέντε; Για εκείνον ήταν σίγουρα μία από αυτές. Κι ενώ η όλη εμφάνιση ενδέχεται να μην ήταν η καλύτερη που έχει επιδείξει το group, μένει σίγουρα ως η πιο αγαπημένη στη μνήμη του ανάμεσα σε όσες έχει παρακολουθήσει τα τελευταία πολλά χρόνια.
“And on the stairs before I left,
one of the girls had surprisingly given me a kiss.
Stung in the cold long after.”
"February MMX"
"England"
"September IV"
"Norwegian Gothic"
"Island"
"Providence"
"Stone Angels"
Encore:
"Hallways Of Always"