Είναι αδύνατον να χαθείς στα δάση του Stephen Sondheim και να καταφέρεις να βγεις αλώβητος. Κάθε σου βήμα μπλέκεται στις ρίζες της αποδόμησης κοινωνικών κατασκευών, ενώ το πρόσωπό σου μαστίζεται από τη σκληρή θεματολογία της σκοτεινιάς της ανθρώπινης φύσης και τα ρούχα σου σκίζονται από τα αγκάθια στις βάτες των νεφελωδών επιλογών μας.

Ο Αμερικανός συνθέτης και στιχουργός έχει τη σπάνια ικανότητα να επιτίθεται στα θέματα των μιούζικαλ που γράφει από κάθε πλευρά, υπογραμμίζοντας τον σχολιασμό του με κάθε μέσο που διαθέτει η (ασφυκτικά γεμισμένη) φαρέτρα του: με μουσικά leitmotifs να περιδινούνται γύρω από συνθήκες, χαρακτήρες και τοποθεσίες και με δίκοπους στίχους, οι οποίοι είναι από μόνοι τους μουσική, όσο είναι επίσης λόγια και ιστορίες που «κρεμάνε» ό,τι θεωρούμε φυσιολογικό· σαν έωλο ανδρείκελο που μας προειδοποιεί για την υφέρπουσα αλήθεια, με παραβολές και κρυφά μηνύματα.

Στην περίπτωση του Into Τhe Woods, ο Sondheim παίρνει χαρακτήρες από γνωστά παραμύθια και ξεκινά να διαστρεβλώνει κάθε συμβολισμό που φέρουν, πλέκοντάς τους σε μια πολυφωνική ιστορία. Η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με θεματικές σαν την υπερπροστατευτικότητα, τη μοιχεία, τα χρηστά και τα άχρηστα ήθη, την επιδημία του AIDS και την παιδική σεξουαλικότητα.

Αλλά το καύσιμο που κάνει τα πιστόνια της σοντχαϊμικής μηχανής να αγκομαχούν από την προσπάθεια, είναι η παντελής έλλειψη της απόλυτης Αλήθειας. Τα παραμύθια έχουν μια αυστηρά ορισμένη ανάγνωση του Καλού και του Κακού, με τους ήρωές τους να διαλέγουν στρατόπεδο βάσει συνθηκών και τυχαίων χαρακτηριστικών –και όχι σύμφωνα με τις πράξεις τους. Ο Τζακ ανήκει λ.χ. στο στρατόπεδο των Καλών λόγω της πρωταγωνιστικής του φύσης, παρότι κλέφτης και δολοφόνος. Αντίστοιχα, η Ραπουνζέλ φτάνει στην Καλοσύνη μέσα από τα μακριά και όμορφα μαλλιά της, ενώ η Μάγισσα δείχνει το Κακό μέσα από την άσχημη όψη της. Ο Sondheim δεν αρκείται στο να καταρρίψει όλα αυτά τα στερεότυπα, μα χρησιμοποιεί και κάθε διαθέσιμο εργαλείο για να τα αντιστρέψει, κάνοντάς τα ηχηρούς σχολιασμούς για τη διττή φύση των πραγμάτων.

Ο συνθέτης διανθίζει το σύνολο του έργου με την κοφτερή διαφορά μεταξύ του «ευχάριστου» (nice) και του «ενάρετου» (good). Οι χαρακτήρες κινούνται πάνω στην τεταμένη χορδή μεταξύ της ηθικής και της αποτελεσματικότητας και τα πάντα αναποδογυρίζονται μέσα σε λίγες μόλις κουβέντες. Στο τέλος της πρώτης σκηνής, οι χαρακτήρες φαίνεται να έχουν αποκτήσει μια Disney εκδοχή εκείνου που ήθελαν. Πριγκίπισσες με πρίγκιπες, γονείς πάσχοντες από αναπαραγωγικά προβλήματα με παιδιά, μάγισσες με τη χαμένη ομορφιά τους και φτωχοί βιοπαλαιστές γεμάτοι πλούτη· μόνο και μόνο για να καταλήξουν ρημαγμένοι και με τον –ήδη ισχνό– αξιακό τους κώδικα κατεστραμμένο.

Ο ιδιοφυής Sondheim καταφέρνει έτσι να μεταμορφώσει ένα «μαναβικό» ραπ σε μικροσκοπική συμφωνία εσωτερικών ριμών, παρηχήσεων και ρυθμικών παιχνιδιών, η οποία τελικά ίσως και να μιλάει για κάτι τόσο σκοτεινό, όσο ο βιασμός. Προσθέτοντας και το δίπολο της θυματοποίησης της στερεοτυπικά μοχθηρής φιγούρας της Μάγισσας από τον ενάρετο οικογενειάρχη μπαμπά Φούρναρη, καθώς και την περιφορά και διαιώνιση του τραύματός της στη δική της συμπεριφορά απέναντι στην κόρη της, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο τόσο πυκνό, ώστε η οποιαδήποτε προσπάθεια μεταφοράς του μοιάζει με βήμα στο κενό, με δεμένα μάτια. Και το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με τη στιχουργική χρήση μονοσύλλαβων και δισύλλαβων λέξεων, πλούσιων στην αγγλική γλώσσα και εφιάλτη για κάθε μεταφραστή (την απόδοσή τους στα ελληνικά ανέλαβε η Τζούλια Διαμαντοπούλου).

Ο Δημήτρης Μπογδάνος καταφέρνει εντούτοις να πάρει στα χέρια του αυτό το κουβάρι και να βρει μία αληθινά έξυπνη δίοδο να το ξεμπλέξει, η οποία φανερώνει πραγματική αγάπη για το σύμπαν του Sonhdeim –χωρίς συμπλέγματα και φθηνιάρικα αστεία, μα ούτε και με στρυφνή περιπλοκότητα. Παράλληλα, δείχνει να έχει ακονισμένο αισθητήριο για το πυκνό κείμενο που διαχειρίζεται τόσο σαν μεταφραστής, αλλά και σαν σκηνοθέτης, κάνοντας πολύ προσεκτικές αναγνώσεις. Το ανέβασμα λοιπόν που επέλεξε είναι η παράσταση στο Πατάρι μιας DIY, πολυχρηστικής ανάγνωσης του περίπλοκου κειμένου. Τα πολυάριθμα σκηνικά και κοστούμια προήλθαν από τα χρονοντούλαπα της Λυρικής και κατάφεραν, με λίγες μόνο τροποποιήσεις, να μεταφέρουν τη δράση με τρομερά αποτελεσματικό και ευφάνταστο τρόπο. Η μόνο φάλτσα επιλογή ίσως να ήταν η μάσκα της Μάγισσας, μιας και παρέπεμπε περισσότερο απ' όσο θα’πρεπε σε έναν ξεπουπουλιασμένο Ευλογητό της Λάμψης.

Σε επίπεδο συντελεστών, η πλάστιγγα της παράστασης γέρνει γενναία προς τα θετικά. Στον ρόλο-κράχτη της Μάγισσας, η Νάντια Κοντογεώργη επιστρατεύει την καθαρότητα της φωνής της και τη συνταιριάζει με τη φυσική λάμψη και γοητεία της, ώστε να μας δώσει μια φιγούρα αστεία, αλλά και γοητευτική, με στιγμές υψηλού δράματος και τρυφερότητας. Οι επιλογές της ηθοποιού και τραγουδίστριας πρόσφεραν ασυνήθιστες υφές, μιας και η Κοντογεώργη ερμηνεύει μια Μάγισσα που περπατάει πάνω στην κόψη μεταξύ Αλίκης Βουγιουκλάκη κι ενός deadpan χιούμορ, καταφέρνοντας με κάποιον παράδοξο τρόπο να κάνει το όλο αφήγημα να λειτουργεί. Αντιστοίχως, η Φουρνάρισσα της Χαράς Κεφαλά εξερευνά όλο το εύρος της ευαισθησίας μιας γυναίκας που αποζητά τη μητρότητα, ενός ανθρώπου με πάθη και ανεκπλήρωτους πόθους και ενός χαρακτήρα που ακροβατεί διαρκώς σε μια επισφαλή ισορροπία αρετής και πονηριάς. Πραγματικά ενδιαφέρουσα θα ήταν και η ανταλλαγή ρόλων μεταξύ των δύο ηθοποιών, μιας και οι υφές της καθεμιάς ταιριάζουν τρομερά στους τόσο ζουμερούς ρόλους.

Ο Θάνος Λέκκας ερμηνεύει εξαιρετικά το δίπολο του –όχι και τόσο– αγαθού Πρίγκιπα και του –όχι και τόσο– αρπακτικού Λύκου, χωρώντας μέσα σε όλα αυτά και μια κωμική ανάγνωση της Φλορίντα. Έτσι, δημιουργεί οργανικό διάλογο με τη Λουσίντα του ανέλπιστα καλλίφωνου μεσόφωνου Ιωάννη Κοντέλλη. Η Κοκκινοσκουφίτσα πάλι της Λυδίας Τζανουδάκη γέρνει πάνω στις υποκριτικές της δυνατότητες και καταφέρνει να επισκιάσει οποιαδήποτε τραγουδιστικό ντεφώ, χαρίζοντάς μας τις πιο ενεργητικές και πριζωμένες στιγμές της παράστασης. Τέλος, υπέροχοι υπήρξαν και οι Απόστολος Ψυχράμης, Όλγα Παπακωνσταντίνου, Δάφνη Δαυίδ και Δανάη Μουτσοπούλου.

Η παράσταση αυτή μπορεί να καταμετρηθεί μόνο ως τεράστια επιτυχία της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, γιατί είναι τόσο φιλόδοξο το εγχείρημα, ώστε τελικά αυτό που έχει σημασία είναι ότι, επιτέλους, υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που φέρονται στο είδος του μουσικού θεάτρου με την τρυφερότητα που του αξίζει, χωρίς προσπάθειες για ανώφελη αποδόμηση ή κανιβαλισμό. Και παρότι το κατά Δημήτρη Μπογδάνο Into Τhe Woods έκανε μυριάδες πράγματα σωστά κι ανέλπιστα καλοφτιαγμένα, το στοίχημα τελικά κερδίζεται ακριβώς εκεί. Στην αγάπη δηλαδή την οποία έδειξαν οι συντελεστές για ένα έργο μεστό νοήματος, πολύπλοκο και πλούσιο, χωρίς να απομακρυνθούν από τις δυσκολίες του, ούτε και να καταφύγουν σε εύκολες λύσεις.

{youtube}H6zapK9_jBM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured