Μετά τον ενθουσιασμό για την ανακοίνωση του ερχομού του Noise Μαγίστρου Keiji Haino –15 χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση στην Αθήνα– το πρώτο ερώτημα που ακολούθησε είναι πόσοι στ' αλήθεια ακούν και ενδιαφέρονται για την εν λόγω μουσική στην Ελλάδα; Αν μη τι άλλο, πάντως, το Temple μοιάζει να έχει ξανοίξει την παλέτα των επιλογών του. Παραμένει βέβαια πιστό στους ήχους που μπορεί να υποστηρίξει αισθητικά, όμως παίρνει και τα ρίσκα του, προτείνοντας πράγματα που κινούνται σε έναν ευρύτερο underground χώρο.

Τη μεγάλη μέρα ανέλαβε να ανοίξει ο Μιχάλης Μοσχούτης, κεντρική και σημαντική φυσιογνωμία της ελληνικής πειραματικής μουσικής του σήμερα. Λίγο μετά τις 21.00, λοιπόν, κι αφού τοποθέτησε τα εργαλεία του ακριβώς κάτω από τη σκηνή, άρχισε να απλώνει το χαλί ενός μονότονου ήχου με ambient υφή, για να προσπαθήσει αργότερα να το σκαλίσει με τη χρήση της γλώσσας.

Στο (περίπου) 20άλεπτο set του, ο Μοσχούτης αφιερώθηκε σε μονολεκτικές, ακατάληκτες λέξεις, οι οποίες δίναν την εντύπωση βρυχηθμών ενός νεογεννηθέντος Alien, που είτε αναρωτιόταν, είτε αφηγείτο διάφορες μικρές ιστορίες. Την απόλυτη ευστάθεια του ήχου στην οποία προσέγγιζε λίγο-λίγο δεν μπόρεσαν πάντως να μην διαπεράσουν το άνοιξε/κλείσε της πόρτας ή οι ταμειακές μηχανές, καθώς και κάποιες μικρές λέξεις από το βάθος του μαγαζιού. Δεν ήταν βέβαια κάτι που τάραζε το σύνολο: τα κέρματα που ακούγονταν ίσως και να έδωσαν μια ευχάριστη πινελιά, ίσως όμως και να αποσυντόνισαν κάπως όσους είχαν ήδη ρυθμιστεί με το πνεύμα του Μοσχούτη.

Τη σκυτάλη ανέλαβαν στη συνέχεια οι Optimal Coexistence, νεοσύστατο συγκρότημα, το οποίο λεγόταν αρχικά Bill + Morah. Με πιο ηλεκτρονική ματιά, ο Μοrah ξεκίνησε το set πίσω από τον υπολογιστή του, βάζοντάς μας σε πιο ρυθμικές διαθέσεις, όσο ο Bill έμπαινε στη διαδικασία μιας ολόκληρης περφόρμανς. Βασισμένος στη νότα του πρώτου, προσπάθησε να βαδίσει με τα κρουστά του (από κουδούνι προβάτου, μέχρι τρίγωνα καλάντων), έχοντας μάλλον κατά νου μια πιο πειραματική, αυτοσχεδιαστική προσέγγιση στα πράγματα, όπου προκρινόταν η ρευστότητα και η συνεχής κίνηση των ερεθισμάτων.

Κρατώντας την ίδια ένταση σε όλη τη διάρκεια του set, παρά την αστάθεια των κινήσεων καθώς το μικρόφωνο έβρισκε το πάτωμα και έπειτα επέστρεφε στα φωνητικά του, ο Bill κατάφερε να ανταπεξέλθει πλήρως στις προκλήσεις του Morah, ο οποίος –ως φιγούρα στο μισοσκόταδο του Temple– πετούσε κάθε τόσο το μπαλάκι στον συνεργάτη του. Το τελευταίο 10άλεπτο άφησαν περισσότερο χώρο στη μελωδία, κάτι που ξεκαθάρισε και τη χημεία που υπήρχε μεταξύ τους.

Από την άλλη, ο Keiji Haino δεν είναι κάτι εύκολο να διαχειριστείς. Όχι τόσο γιατί είναι δυσνόητος, όσο επειδή, όπου και να προσπαθήσεις να τον κατατάξεις, μάλλον τελικά θα τον αδικήσεις. Με την εμφάνισή του στη σκηνή κάπως σώπασαν όλοι, στρεφόμενοι ο ένας στον άλλον και χαμογελώντας συνωμοτικά. Εκείνος, πάλι, ίσως αιφνιδιάζοντας ακόμα και τον ηχολήπτη, ξεκίνησε το set χωρίς διάθεση για περιστροφές.

Ο Haino ήταν επιβλητικός χωρίς καν να προσπαθήσει, αλλά συνάμα και αέρινος, προσηλωμένος απόλυτα πάνω από τις συσκευές του. Καθώς ο φωτισμός του Temple χαμήλωνε, σκοτείνιαζε και το δικό του πρόσωπο –φορούσε άλλωστε τα γνωστά, χαρακτηριστικά, μαύρα γυαλιά ηλίου– με αποτέλεσμα να φαίνεται ιδιαίτερα το κάτασπρο, μακρύ μαλλί του. Η όλη φιγούρα έμοιαζε σαν μαύρη tulpa, με διαθέσεις άλλοτε απειλητικές κι άλλοτε καταπραϋντικές: πότε σαν να διατάζει τον θόρυβο, πότε σαν να τον ακολουθεί. Παρά ταύτα εξέπεμπε μια οικειότητα, η οποία σου επέτρεπε να τον προσεγγίσεις κι εσύ· τόσο, ώστε θα σε άφηνε θαρρείς να τον αγγίξεις.

Με την κάτω σιαγόνα να τρέμει και το στήθος να τραντάζεται λες και είχες σνιφάρει τον ήχο, οι δονήσεις του Ιάπωνα καλλιτέχνη διαπερνούσαν τοίχους, σώματα και πνεύματα. Ο ίδιος, μάλιστα, διόλου δεν μας άφησε να πιστέψουμε ότι δεν μπορούσε κάθε τόσο να το πηγαίνει όλο και πιο πέρα. Με κραυγές στα ιαπωνικά και κάποιες αγγλικές λέξεις έδωσε την αίσθηση του κατεπείγοντος, μεταδίδοντας την ταραχή και τον πανικό ενός ετοιμόρροπου ψυχισμού. Τα δε συχνοτικά του μπλεξίματα δεν αφορούσαν μόνο άμορφες μάζες, αφού το πυκνό αφήγημα της κονσόλας του το έσχιζαν ενίοτε και ρυθμικές, πεταλώδεις κινήσεις.

Ασχέτως αν τελικά το Temple δεν γέμισε, όσοι είτε από περιέργεια είτε από λαχτάρα βρέθηκαν εκεί το βράδυ της Παρασκευής για τον Keiji Haino, μάλλον συνειδητοποίησαν τι εστί ολοκλήρωσις. Αμήν.

{youtube}NIHoGifrsJg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured