Η γλυκιά τρικυμία των Deerhunter αποδείχθηκε ευφραντική το βράδυ της Πέμπτης στο Fuzz, με το ισόγειό του να γεμίζει μετά βίας μέχρι τη μέση από το σχετικά λιγοστό, μα απόλυτα συνεπαρμένο κοινό, που ανταποκρίθηκε στην πρώτη τους αυτή έλευση στη χώρα μας. Σε μια οικογενειακή σχεδόν ατμόσφαιρα, το πολυαναμενόμενο αμερικάνικο γκρουπ εμφανίστηκε ακριβώς στις 22:30, με αρκετό κόσμο να βρίσκει ακόμα τη θέση του στον χώρο, μιας και ο βροχερός καιρός έκανε την αλώβητη άφιξη ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή.

Μια αποστολή που δυστυχώς μού στοίχισε προσωπικά μεγάλο μέρος από το opening του Moon Diagrams, του προσωπικού δηλαδή project του ντράμερ των Deerhunter, Moses Archuleta. Τον οποίον και πρόλαβα για 2 μόνο κομμάτια, σε ένα αρκετά ζοφερό και σκοτεινό σκηνικό, με το μόνο φως να προέρχεται από την προβολή ελεύθερων χειρόγραφων σχεδίων, που συνόδευαν τις noise παρεμβάσεις του. Παρά την ατμόσφαιρα στην οποία επεδίωκε να επενδύσει, ο κόσμος ήταν μάλλον αφηρημένος και κάπως ανήσυχος –πέρα τουλάχιστον από τις πρώτες γραμμές του πλήθους. Σκηνικό που ανετράπη με την εκ διαμέτρου αντίθετη, φωτεινή και λαμπερή, εμφάνιση του «fashion icon» Bradford Cox, με άσπρα γυαλιά και σκούρο σακάκι.

Τα πλήκτρα του Javier Morales έδωσαν λοιπόν το εναρκτήριο σήμα για το "Death In Midsummer", από το φετινό άλμπουμ Why Hasn’t Everything Already Disappear?. Ο κυρίαρχος κιθαριστικός ήχος, σε ισορροπία με τις πολύβουες νύξεις του Morales και τον σθεναρό παλμό του Archuleta, ήρθαν να επιβεβαιώσουν αυτό που χρόνια ακούμε για τους Deerhunter, αλλά μέχρι την Πέμπτη δεν είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε: τη φήμη ότι η live εκδοχή τους αποτελεί τον καλύτερό τους εαυτό.

Και δεν γνωρίζω εάν ήταν η 18αετής πλέον εμπειρία τους ή αν απλά τους είδαμε σε μια πολύ καλή βραδιά, πάντως ο ήχος τους παρέμεινε για 1,5 ώρα μια καθαρή, κρυστάλλινη πηγή ανάβλυσης όλων των ευαίσθητων σημείων της στιχουργικής τους. Με την ανασφάλεια, το άγχος και την ανησυχία βέβαια που τη χαρακτηρίζουν, χωρίς ωστόσο να χάνει ούτε σημείο από την πραότητα και την ευγενική της ποιότητα, με τις οποίες και επένδυσαν όλες μας τις προσδοκίες.

Κι αρκούσε μόλις ένα ακόμη τραγούδι από την τελευταία τους δουλειά για αρχή, το "What Happens To People?", για να περάσουν πια στον –για πολλούς– καλύτερο δίσκο της πορείας τους, Halcyon Digest (2010). Από τον οποίον τίμησαν κάμποσα κομμάτια, σα να μας ξεπλήρωναν παράπονα χρόνων για τη μέχρι πρότινος απουσία τους από τις ελληνικές σκηνές. Έτσι, ο Bradford Cox άφησε για λίγο το σακάκι του στην άκρη και, με ξέχειλα μανίκια και λαιμό, έγινε πάλι ο ονειροπόλος 20άρης με τη μελωδικά ξέγνοιαστη dream pop να αφηγείται ιστορίες, αναμνήσεις και παλιές πληγές· που ίσως και να μην κλείσουν ποτέ, μα κι αυτό είναι εντάξει –ή τουλάχιστον έτσι νιώθεις, έστω για λίγο. Το "Desire Lines" ήρθε στη συνέχεια να σηκώσει για λίγο τις φτέρνες μας από το πάτωμα, αποτελώντας ίσως τη μοναδική πιο χορευτική στιγμή της συναυλίας, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να έλειπε στο μεταξύ.

Ήταν άλλωστε μια βροχερή καθημερινή, οπότε οι κιθάρες του αιθεροβάμονος και ταυτόχρονα εσωστρεφούς "Sailing" ήταν ό,τι έπρεπε. Λίγο αργότερα, ένα διάλειμμα με το "Take Care" από το μεταγενέστερο Fading Frontier (2015) μάς βύθισε στον σπειροειδή εφιάλτη στον οποίον μπορεί να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή η μουσική των Deerhunter, με τις ερεβώδεις παρατεταμένες καταλήξεις των κομματιών από τον Morales να είναι βουτηγμένες στις noise καταβολές που ευπρόσδεκτα εισβάλλουν στο έργο τους. Κι αυτό όμως ώσπου να μας ανεβάσουν πάλι στην επιφάνεια το "Helicopter" και το "Coronado", στο οποίο ο Morales ανέλαβε το σαξόφωνο, επεκτείνοντας κι άλλο τα όρια της indie αισθητικής που άγγιξε στο Fuzz η πενταμελής μπάντα.

Στο σκηνικό αυτό πρωταγωνίστρια ήταν φυσικά και η μπλούζα του Cox, η οποία έγραφε στα ελληνικά «Χωρίς τη θέληση δεν υπάρχεις». Κατά τη διάρκεια άλλωστε της συναυλίας δεν παρέλειψε να εκφράσει τον θαυμασμό του για την ελληνική τυπογραφία και τις πινακίδες στους δρόμους της Αθήνας: κάθε μία έμοιαζε στα μάτια του μοναδικό έργο τέχνης.

Μετά από μία ολόκληρη συναυλιακή ώρα, οι Deerhunter παρέμειναν γενναιόδωροι και στο καθιερωμένο encore, όπου πέρασαν και από το Microcastle (2008) και το "Agoraphobia", για να καταλήξουν και πάλι στο Halcyon Digest και το "He Would Have Laughed", στο οποίο τους συνόδευσε και ο Emilio Zef China στο βιολί.

Η πρώτη εμφάνιση των Deerhunter στη χώρα μας ήρθε στο τέλος της γύρω στα μεσάνυχτα. Κι εμείς επιστρέψαμε στο βροχερό σκηνικό της Αθήνας, νιώθοντας λίγο λιγότερο μόνοι και χαμένοι, στην πόλη της παραφροσύνης.

{youtube}csAAeObYisQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured