Δεδομένης της ποικιλίας συναυλιακών επιλογών που προσφέρεται σε κάθε φθινοπωρινή περίοδο, θα έκανε κανείς δυσοίωνες προβλέψεις για τις δυνατότητες ενός κοινού που, προς τέρψη του μουσικού του πάθους, στριμώχνεται ώστε να περισώσει κάθε πιθανό οβολό. Συχνά, κερδισμένοι σε τέτοιες συγκυρίες αναδεικνύονται καλλιτέχνες που μας επισκέπτονται για πρώτη φορά ή όσοι έχουν σημειώσει πολυετή απουσία, κι ας παραμένουν εμβληματικά ονόματα για τον ήχο στον οποίον ανήκουν. Μία τέτοια περίπτωση είναι και οι Pelican· μπάντα που μεσουράνησε στα mid-00s, τότε που άλμπουμ σαν το Australasia (2003) και το The Fire Ιn Our Throats Will Beckon Τhe Thaw (2005) έσπειραν ρίγη συγκίνησης σε ένα post-metal ρεύμα ογκομετρικά εκκολαπτόμενο.

Η τετραμελής συστάδα επιβιβάστηκε στη σκηνή του Fuzz στην προκαθορισμένη ώρα τέλεσης, δίχως να προηγηθεί support. Δεν είναι άλλωστε ασυνήθιστο γεγονός οι συναυλιακές παρουσιάσεις να περιστρέφονται γύρω από την περσόνα μίας και μοναδικής μπάντας –αν και παραμένει σπάνιο συμβάν. Οι λόγοι βρίσκονται στο ότι οι νεοαφιχθέντες περιηγητές πολλάκις δεν επιθυμούν τη συμμετοχή κάποιου άγνωστου στις εντυπώσεις τους εγχώριου σχήματος. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η απουσία αφορά τη δυσεύρετη επιθυμητή στόφα που απαιτείται προς τήρηση της κυλιόμενης μουσικής συνάφειας.

Οι Αμερικανοί αντίκρισαν ένα πολυπληθές ακροατήριο στο Fuzz, το οποίο αδημονούσε για την επιστροφή τους. Μπορεί ο χώρος να μη γέμισε από άκρη σε άκρη, όμως η αρένα αποδείχθηκε ένθερμη, ενώ η συνολική προσέλευση ξεπέρασε διακριτά τα επίπεδα αποδοχής που άγγιξαν κατά τον προ 12ετίας ερχομό τους, στην περιοδεία για το City Of Echoes (2007). Τα αίτια για τη μη τήρηση πιο συχνών ραντεβού ενδέχεται να περιλαμβάνουν ποικίλες παραμέτρους: πρώτον, τα φορτωμένα προγράμματα σχημάτων με αντίστοιχη δημοτικότητα συχνά θέτουν προτεραιότητες σε πιθανούς προορισμούς, προκειμένου στον λιγοστό χρόνο που έχουν να κλείσουν όσες περισσότερες συναυλίες μπορούν. Δεύτερον, η προηγηθείσα επίσκεψή τους δεν άφησε και την πιο αρεστή γεύση σε εντυπώσεις, μιας και οι συναγωνιστές τους High On Fire έκλεψαν τότε την παράσταση σε τέτοιον αποσβολωτικό βαθμό, ώστε η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι θυμούνται την παρουσία των Pelican.

12 έτη μετά, λοιπόν, φέροντας το ολόφρεσκο Nighttime Stories στις αποσκευές τους, οι Αμερικανοί επιδόθηκαν στη σχολαστική ύφανση της σκηνικής τους τέχνης. Δεδομένου ότι οι περισσότερες μπάντες της χώρας τους περιοδεύουν ασταμάτητα στα ευρύτερα πλαίσια μιας αχανούς ηπείρου, δεν φαντάζει διόλου παράξενο που οι περισσότεροι επισκέπτες από την άλλη άκρη του Ατλαντικού επιδεικνύουν περίσσια εμπειρία, συχνά ανόμοια των Ευρωπαίων συναδέλφων τους. Άλλωστε, το ίδιο το Nighttime Stories αποτελεί εξαίσιο δείγμα συγγραφής με απώτερο στόχο να αποδοθεί ζωντανά, καθώς οι πληθωρικές μελωδίες, οι δαιδαλώδεις ρυθμοί, όπως και το αρχιτεκτονικό χτίσιμο των βαθύτερων υποδομών, φανερώνουν έναν επιμελώς μελετημένο δίσκο· ικανό να εκλύει περίσσιες δόσεις ενέργειας, σε κάθε πιθανή του έκφανση.

Τα ίδια δε τα μέλη, παρουσιάστηκαν άρρηκτα συγκροτημένα, ωσάν συμπαγής γρανίτης. Δεδομένου ότι τα 3/4 παραμένουν στη μπάντα από την απαρχή της, η όλη διαδραστική τους χημεία διογκώθηκε γεωμετρικά, σε βαθμό να συσφίγγει το ενδογενές τους vibe σε επίπεδο ασφυκτικό. Το παλλόμενο groove, η χειρουργική ακρίβεια, όπως και η εφηβική όρεξη που ενέπνευσαν καθ' όλη την παραμονή τους στη σκηνή, αποκάλυψαν λοιπόν μια ομάδα με δεσμούς κάλλιστα αδελφικούς, η οποία απολαμβάνει κάθε λεπτό της διαδρομής της. Συχνά, άλλωστε, οι πιο αδιάσπαστες σχέσεις είναι εκείνες που αναδεικνύουν την αναρριχόμενη δυναμική της πυγμής των συναυλιακών επιδόσεων. Στην προκειμένη, οι Pelican άφησαν κάθε τελευταία ρανίδα του ιδρώτα τους στο Fuzz, όντας αεικίνητοι σε βαθμό προκλητικό για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.

Παρ' όλα αυτά, η άφθαστη συνέπεια που επέδειξαν δεν απέκλεισε ορισμένα ατυχή παρατράγουδα. Κι αν τα λασπώδη δεδομένα του ήχου ανέσυραν τους δυσάρεστους βόμβους μιας δυσδιάκριτης βαβούρας, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως η ηχοληπτική επιμέλεια δεν εξάλειψε στην πορεία κάθε πιθανό ψεγάδι, επιτρέποντας έτσι να αναληφθεί μια ζωογόνος, πορφυρή αύρα. Αλήθεια, οι καθάριες μελωδίες τους –σε σύμπλεξη με το ευάρεστο groove, που κυμάτιζε περίτεχνα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα– συγκρότησαν ένα νοερό ψηφιδωτό, με κάθε λαμπυρίζον κομμάτι του να θέτει και από ένα ξεχωριστό λιθαράκι. Λες και η σκιερή κάπνα έδωσε χώρο σε δροσερή πνοή, ικανή να αναζωογονήσει τους πόρους του κοινού με μία αίσθηση λίαν διατρητική.

Όπως αντιλαμβάνεστε, η δεύτερη επίσκεψη των Pelican στην Αθήνα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, έστω κι αν το σύνολο των συνθηκών δεν στάθηκε απόλυτα ιδεατό για μια ολοκληρωτική ανάνηψη. Η δε διάρκεια της setlist, η οποία μετά βίας άγγιξε τα 85 λεπτά, άφησε μια αμυδρή δίψα για τη συγκινησιακή προστριβή που τόσο άπταιστα φαίνεται να κατέχουν οι Αμερικανοί, έπειτα από 18 έτη παρουσίας στον χώρο. Το μόνο που ελπίζουμε, πλέον, είναι το επόμενο ραντεβού να μην απαιτήσει ξανά μια πολυετή αναμονή. Ο δυναμισμός της σκηνικής τους εμπειρίας καταδεικνύει ότι δύνανται να κατακτήσουν ακόμη πιο απόκρημνες κορυφές, τις οποίες το ελληνικό κοινό δεν είχε την ευτυχία να αντικρίσει.

{youtube}VvdMtOEF_1I{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured