Και τι άλλο θα ταίριαζε εν μέσω της κυκλοθυμίας του καιρού, με το σταλαχτοχάλαζο και το φαινόμενο self cloud, εάν όχι ένα δρώμενο στο μέτρο ακριβώς του σουρεαλιστικού αυτού σκηνικού, που εμφανίστηκε από το πουθενά την περασμένη βδομάδα; Κάπως έτσι, αιφνιδιαστικά, κάλεσε και η Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας τον Johannes Βergmark την Παρασκευή που μας πέρασε, για μια performance στο βιβλιοπωλείο Φαρφουλάς.

Στη Μαυρομιχάλη, με τα τοποθετημένα στη σειρά μικρά βιβλιοπωλεία να δίνουν μια αίσθηση ζεστασιάς την οποία σπάνια συναντάς στην πρωτεύουσα, το νούμερο 18 είχε κόσμο να περιμένει από νωρίς ανάμεσα στις διάσπαρτες καρέκλες. Με χαλαρή διάθεση και με φιλική απλοχεριά από τους παρευρισκόμενους.

Μπροστά σου, έβλεπες αφημένο ένα τραπέζι με σύνεργα και διάφορα αντικείμενα τοποθετημένα σ' έναν πάγκο (ο οποίος μπορεί και να κοσμούσε αποθήκη, βάσει της πληθώρας τους). Και σε έκανε να ρίχνεις μια ματιά, από περιέργεια για το τι επρόκειτο να συμβεί και πού μπορεί να χρησίμευε το καθένα από αυτά.

Η διακριτική φιγούρα του Johannes Bergmark περιφερόταν εντωμεταξύ γύρω από τα σύνεργά του –νωχελικά, με μια σιωπηρή ευλάβεια. Ρίχνοντας κατά διαστήματα κλεφτές ματιές στους γύρω του.

Λίγο μετά τις 20.30, κάπως απροειδοποίητα, ο Σουηδός performer άρχισε να περιφέρεται ανάμεσα στον κόσμο κρατώντας ένα διάφανο πλαστικό σουπλά, με έντονη γραμματοσειρά· γρατζουνώντας το, έδωσε σήμα για το ξεκίνημα.

Κι έπειτα, the show began! Απ' το σουπλά στα μικρά τεντωμένα λάστιχα, σε μπαλόνια που συναντούσαν το σάλιο και τον αέρα, σκουπάκια με μικρές μπάλες, δοξαριές στα δοξάρια, μολύβια που τρίβονταν σε βινύλια, κιμωλίες στον πάγκο, μικρά παιδικά κουκλάκια σε στροβιλισμό των κεφαλιών τους, κουκουνάρια, πιρούνια, λάμπες, χτένια, σύρματα. Όλα σε μια έξαρση, με τη συνεύρεσή τους να χαράζει μια διαδρομή ανάμεσα στον θόρυβο και στον ήχο –από τριξίματα πόρτας, μέχρι αυτοσχεδιασμός πιάνου με τσέλο σου ερχόταν κατά νου. Σαν ένα παιχνίδι, το οποίο ξεκινούσε από το «τι κάνει έτσι;» και κατέληγε στο «τι άλλο μπορεί να κάνει;». Τα δάχτυλα του Σουηδού, στο μεταξύ, σε υπερδιέργεση: ενίοτε, το καθένα τελούσε και συμπλήρωνε τον καμβά της συνεχούς δραστηριότητας, ενώ στην όλη επιχείρηση συμμετείχαν και τα δόντια του, βαστώντας κάποια από τα αντικείμενα.

Περαστικοί με σακούλες σούπερ μάρκετ, στέκονταν εντωμεταξύ στον Φαρφουλά για να κατανοήσουν τι γίνεται –ανάμεσά τους και ο ηθοποιός Άλκης Παναγιωτίδης, ο οποίος κοντοστάθηκε για λίγο, διακόπτοντας τη διαδρομή του. Παράλληλα, περνούσαν σκουπιδιάρικα και αυτοκίνητα με τη μουσική στη διαπασών, προκαλώντας μια παρεμβολή που σε έκανε να χαμογελάσεις.

Ο Johannes Bergmark ήταν ο ορισμός του ανθρώπου που ξέρει ακριβώς τι κάνει και γιατί, στην κατεύθυνση την οποία έχει επιλέξει. Μια performance του, σε συνδυασμό με το βιογραφικό του, δίνουν λοιπόν καλή απάντηση σε όσους με ευκολία θεωρούν ότι κάποιος ασχολείται με τον πειραματισμό επειδή δεν ξέρει μουσική· αλλά, αντίστοιχα, και σε εκείνους που βρίσκουν μια φόρμα και βολεύονται σε αυτήν, καλώντας εαυτούς ως «πειραματιστές». Η σουρεαλιστική στάση απέναντι στο έργο του, είναι αφοσιωμένη στην πραγματική θεωρία της αναζήτησης των ορίων. Η περιέργεια των μικρών, καθημερινών πραγμάτων. Η φυσική συνέχεια της ανθρώπινης ανησυχίας.

Τον επίλογο της βραδιάς έδωσε μια ...προβοκατόρικη παρέμβαση του Συλλόγου Φίλων Μελέτης και Διάσωσης του Έργου του Γιάννη Γαλανού-Πανίτσα (ΣΦΜΔΕΓΓΠ). Ο Διαμαντής Καράβολας, συγκεκριμένα, διάβασε κάποια αποσπάσματα σχετικά με το πώς αποτιμούσε ο ποιητής τον σουρεαλισμό. Η οποία αποτίμηση φαίνεται να συνοψίζεται στη φράση «Τίποτα δεν θα μείνει. Κάτι λίγα». Δίνοντας έτσι μια εύθυμη και σαρκαστική νότα ως φινάλε, με τον κόσμο έπειτα να συζητά, προσπαθώντας να κατανοήσει τις σκέψεις και τους τυχόν συμβολισμούς του Bergmark.

{youtube}bFZ3-OvrmIg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured