Mε τη φετινή κυκλοφορία των ΕΡ Encores 2 και Encores 3, ο Nils Frahm ήρθε στην Αθήνα ζεσταμένος, σε μία εξαιρετική περίοδο για να παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό το δημιουργικό του παρόν. 

Η setlist που παρακολουθήσαμε μοιράστηκε μεταξύ των άλμπουμ All Melody (2018) και Spaces (2013), με τον Γερμανό συνθέτη να παρουσιάζει μεγάλο τμήμα του τελευταίου του δίσκου και τα κομμάτια αυτού να ξεδιπλώνονται και να ξεχύνονται στην αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, αναδιπλούμενα σε μυριάδες νέους συνδυασμούς, υπό το αυτοσχεδιαστικό χέρι του δημιουργού τους. 

Ο αεικίνητος Frahm έτρεχε μεταξύ δύο ορισμένων χώρων, με το όρθιο πιάνο και το πιάνο με ουρά να δημιουργούν πότε το μεδούλι των συνθέσεων και πότε το ψαχνό –στον αντίποδα των όσων εξαπέλυε το drum machine και τα συνθεσάιζερ. Αρχιτέκτονας του περίπλοκου αυτού ήχου, ο ίδιος έμοιαζε με εργατικό, εμμονικό έντομο, το οποίο χτίζει πολύ προσεκτικά τον εσωτερικό διάκοσμο της φωλιάς του. Μεγάλο μέρος του κοινού φάνηκε εντωμεταξύ να έχει έρθει με διάθεση να τον αντιμετωπίσει σαν μουσικό Μεσσία φερμένο από το Βερολίνο. Ο οποίος, περπατώντας ξυπόλητος πάνω από την ταραχώδη θάλασσα των Βαλκανίων, ήρθε να ευαγγελίσει τους πειραματισμούς του στη sold-out αίθουσα Χρήστου Λαμπράκη, καλεσμένος του Plisskën Festival.

Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο Frahm δεν χαρακτηρίζεται από την αγωνιώδη ιδιοφυΐα του Colin Stetson, ούτε από τον «δολοφονικό» μινιμαλισμό του Arvo Pärt· ακόμα δε και οι Arve Henriksen επιρροές του, φαίνονται αταβιστικές και κάπως νηπιακές. Έτσι, οι αντιστικτικές του προσεγγίσεις στις πιο μεγαλεπήβολες στιγμές γίνονταν με χέρι αδέξιο, ενώ σαν πιανίστας έδειξε να απέχει πολύ από το wunderkid που πολλοί τον θέλουν να είναι

Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στον Γερμανό ένα ευαίσθητο αυτί για τις αλλαγές και τις διαθέσεις. Μέσα στα χρόνια –και μέσω του πλούσιου καταλόγου του– ο Frahm έχει βρει τρόπο να προσεγγίζει τη σύνθεση και (ακόμα σημαντικότερα) τον αυτοσχεδιασμό. Δείχνοντας έτσι ότι έχει πολύ χώρο, μα και τη δυνατότητα να αναπτύξει το χάρισμά του και να προχωρήσει την τέχνη του πολλά βήματα.

Παρότι ο Frahm έδειχνε βέβαιος καθώς έκανε κατά το δοκούν απλωτές μεταξύ των πιο εσωτερικών οργανικών και των μεγαλόπρεπων ηλεκτρονικών κατασκευών, το κοινό του Μεγάρου φάνηκε να ζορίζεται να συντονιστεί στις εναλλαγές: τα πιο απλωμένα ακούσματα έπεσαν πάνω σε νωθρά αυτιά, ενώ μία μόλις κοπέλα, σε έναν μακρινό εξώστη, βρήκε το θάρρος να χορέψει στην καταιγιστική μουσική του Γερμανού συνθέτη, λίγο μετά το μέσο του set.

Αρκετά δροσιστικό ήταν και το ραπόρτο του μουσικού με το κοινό, με τον Frahm να αποδεικνύεται κάτοχος της πιο αποπροσανατολιστικής, ψιθυριστής φωνής· ο δε αυτοσαρκασμός του ξεχείλισε μέσα από τους συριστικούς φθόγγους των αγγλικών του. Μεταξύ των σύντομων αυτών διαλειμμάτων και τον αναπτυγμένων διηγημάτων του, κατάφερε να συγκινήσει το ίδιο φασαίους νεανίες, μεσήλικες υπερβολικά μουσικόφιλους για το καλό τους και ανθρώπους που βρέθηκαν στο Μέγαρο για να ζήσουν από κοντά τη δυναμική ενός από τους πιο δημοφιλείς νεοκλασικούς συνθέτες. 

{youtube}SAw0JkH9h0M{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured