Κακό πράγμα οι προσδοκίες. Σε κάθε δραστηριότητα, σε κάθε σχέση, σε καθετί που αφορά στην προσδοκώμενη ευτυχία (ή καλοπέραση), η οποία είναι «αυτό που περιμένουμε να 'ρθει», όπως σωστά λέει ο τραγουδοποιός. Κάπως έτσι την πάτησα κι εγώ στο Βουκουρέστι την περασμένη Κυριακή. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Τον περασμένο Νοέμβριο (2018) σκέφτηκα να μου κάνω ένα δώρο· αποφάσισα λοιπόν να προγραμματίσω ένα αμιγώς συναυλιακό ταξίδι στο εξωτερικό και αναζητούσα ποιο θα ήταν αυτό. Αρχικά, το βασικό μου κριτήριο ήταν να επιλέξω μια συναυλία «δύσκολη» για τα ελληνικά δεδομένα. Σκέφτηκα δηλαδή να βρω μια μπάντα από εκείνες που «δεν θα έρθουν ποτέ στην Ελλάδα» (εκτός από τα βαθιά τους γεράματα). Το σκέφτηκα από εδώ, το σκέφτηκα από εκεί και μετά άλλαξα τροπάρι: ήθελα μια συναυλία massive. Κάτι πασίγνωστο, που θα με έκανε να χαμογελώ/τραγουδώ/χορεύω καθ' όλη τη διάρκεια του live. Έτσι, επέλεξα τους Bon Jovi και το Βουκουρέστι.
Αγαπώ παιδιόθεν αυτή τη μπάντα, ενώ μου άρεσε πολύ και το τελευταίο της άλμπουμ με τίτλο (ίδιο με της περιοδείας) This House Is Not For Sale (2016). Η απουσία βέβαια του Ritchie Sambora από το ενεργό δυναμικό της με ξενέρωνε λιγουλάκι, αλλά η σκέψη μιας ανοιχτής καλοκαιρινής συναυλίας υψηλών εντάσεων με hits παγκοσμίου εμβέλειας, με έψηνε τελεσίδικα. Έτσι έκλεισα αεροπορικά, διαμονή και εισιτήρια και άρχισα να μετρώ αντίστροφα. Πέρασε ο καιρός και ήρθε η μέρα. Περιχαρής, έφτασα στον χώρο διεξαγωγής, την Platja Consitutei, έξω από το παλιό «σπιτάκι» του Νικολάε Τσαουσέσκου.
Η πρώτη μου αίσθηση ήταν ότι δεν είχε όσο κόσμο θα περίμενα. Παραξενεύτηκα. Και όταν λέω ότι δεν είχε πολύ κόσμο, υπολογίζω καμιά 15.000 fans. Ξεκάθαρα, δεν είχα κάνει την έρευνά μου –πέραν των setlists που είχαν προηγηθεί σε άλλες πόλεις και υπόσχονταν μεγάλες στιγμές, δεν είχα μάθει τίποτα περισσότερο.
Οι πρώτες νότες από το "This House Is Not For Sale" ήχησαν αχνά. Δεν ακούγαμε. Και κάτι δεν πήγαινε καλά. Σα να μην «πάταγε» σωστά στις νότες ο μπροστάρης John Bon Jovi. Αγχώθηκα. Έτσι θα πάει; –σκέφτηκα. Από το δεύτερο τραγούδι, ωστόσο, ο ήχος έστρωσε και η μπάντα αναδείχτηκε. Γάζωναν. Αλλά τι να το κάνεις; Ήταν μόνοι τους. Ο τραγουδιστής τους, η μεγάλη αυτή μορφή της hard rock σκηνής, δεν βγήκε ποτέ στο πατάρι. Βγήκε το σώμα, το χαμόγελο, η κορμοστασιά, τα μπράτσα, αλλά όχι η φωνή. Για την ακρίβεια, να φανταστείτε, υπήρχαν στιγμές που ο Bon Jovi μιλούσε με δυσκολία. Όλο το βράδυ δεν τραγούδησε ούτε μισό τραγούδι. Δεν υπερβάλω, δυστυχώς.
Από τις εισαγωγές και τα φωνητικά καταλαβαίναμε, ενίοτε, ποιο τραγούδι ακούγαμε. Ο τραγουδιστής «πάλευε» να φτάσει τα ψηλά και «πνιγόταν» στα χαμηλά. Φωνή παλαίμαχη και ταλαιπωρημένη, που στεναχωρούσε πρώτα από όλους τον ίδιο τον φέροντα αυτήν (το έβλεπες στο προσποιητό χαμόγελό του, στον τρόπο με τον οποίον προσπαθούσε να «κλέψει» τις ερμηνείες). Απογοήτευση. Δεν ξέρω αν το φαινόμενο είναι γενικό –αν και κάτι τέτοιο προκύπτει από την έρευνα στο διαδίκτυο– πάντως στο Βουκουρέστι η κατάσταση ήταν τραγική.
Ήθελα να φύγω από το τρίτο τραγούδι. Καταπιεζόμουν. Έμεινα, όμως, κυρίως από σεβασμό στην υπόλοιπη μπάντα, που έδινε τον καλύτερό της εαυτό. Δυο-τρία τραγούδια πριν από το τέλος, πάντως, και πριν ο Bon Jovi επιχειρήσει να «εκτελέσει» το πολυαγαπημένο μου "Always", γύρισα την πλάτη και άρχισα να βαδίζω προς την έξοδο.
Λυπάμαι που θα το γράψω, αλλά αυτή ήταν η χειρότερη (από πλευράς στεναχώριας) ροκ συναυλία της (έως τώρα) ζωής μου. Ευτυχώς η τεχνολογία έχει «αιχμαλωτίσει» παντοτινά τα τραγούδια των Bon Jovi και βρίσκονται διαθέσιμα ανά πάσα ώρα και στιγμή. Αυτήν την εποχή, μάλιστα, έχω κολλήσει με ένα b-side από το Crush (2000). Τίτλος αυτού; "Just Older".
{youtube}nfgi6X8U67w{/youtube}