Η Eat Metal Records είναι πια ευρέως γνωστή για τα ιδιαίτερα συναυλιακά δρώμενα που κατά καιρούς προσφέρει. Παρόλα αυτά, νομίζω πως ουδείς ανέμενε την ανακοίνωση-βόμβα της επίσκεψης των νεκραναστημένων Morgana Lefay, μιας παλιάς αγάπης του ελληνικού κοινού, από εποχές που μεσουρανούσε το power metal και οι σχετικές εμπειρίες στο Ρόδον Club. Τότε, όμως, οι συνθήκες το θέλησαν ώστε οι ιδιαίτεροι power/groove metallers να μη καταφέρουν να μας επισκεφθούν τον καιρό που η δημοτικότητά τους φάνταζε υπολογίσιμη. Έτσι, η εμφάνισή τους στο Κύτταρο ήταν τουλάχιστον ενδεδειγμένη για όσους πια αγγίζουν τα 40.

88ccMlf_2.jpg

Οι Γερμανοί Sacred Steel, που άνοιξαν τη βραδιά, δεν αποτελούν περίπτωση ξένη στις σκηνικές εντυπώσεις του ελληνικού κοινού. Η δε προσθήκη τους είχε καθόλα στρατηγικό χαρακτήρα, καθότι το true heavy metal πνεύμα τους διαφέρει ριζικά από το δαιδαλώδες κράμα των Morgana Lefay. Τινάν τρόπο, δηλαδή, η Eat Metal Records επιχείρησε να προσελκύσει κόσμο από δύο διαφορετικές οπαδικές δεξαμενές, επιτυγχάνοντας να συγκεντρώσει στο Κύτταρο ένα πλήθος 250 περίπου ατόμων. Αν μάλιστα κρίνουμε από τις θερμότατες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας του κόσμου, θα υποστηρίζαμε πως η τέρψη μοιράστηκε ισόποσα μεταξύ των προοδευτικών και των πιο «αμετανόητων».

88ccMlf_3.jpg

Κυρίαρχος μπροστάρης στη θριαμβευτική αυτή επίσκεψη των Sacred Steel δεν ήταν άλλος φυσικά από τον χαρισματικό τραγουδιστή Gerrit Philipp Mutz. Έναν άνθρωπο που ζει και αναπνέει για το metal ακόμα και στα σημεία στίξης όσων φράσεων ξεστομίζει επί σκηνής. Η άνεση που τον διακατέχει, σε συνδυασμό με το απαράμιλλο ταλέντο του –αλλά και την πρωτοφανή απόδοση των ιδιαίτερων φωνητικών του– μπορούν να ωθήσουν έως και τον τελευταίο παρευρισκόμενο σε ιαχές γηπεδικές, που θα προσομοίαζαν σε φλεγόμενη μάχη. Αναφερόμαστε βέβαια στο ατόφιο συναίσθημα του να υψώνεις με περηφάνια το πολεμικό σου λάβαρο καταμεσής αιμόφυρτων συντρόφων και πεσόντων αντιπάλων, ασχέτως του εμβλήματος που προσωπικά υποστηρίζεις.

88ccMlf_4.jpg

Σε πλήρη αντιδιαστολή, ο ερχομός των Σουηδών Morgana Lefay έλαβε τελικά χώρα το λιγότερο ετεροχρονισμένα. Η ανώφελη τριβή με τη δισκογραφική Black Mark, η διάσπαση του γκρουπ και η ίδρυση του alter ego Lefay είχαν ως αποτέλεσμα να εξέλθουν του προσκηνίου, παρά την εμπνευσμένη συγγραφή δισκογραφικού υλικού. Η πολυπόθητη επίσης επιστροφή με τα Grand Materia (2005) και Aberrations Οf Τhe Mind (2007) δεν βρήκε ανταπόκριση όμοια της ομόφωνης αποθέωσης που γνώρισαν στα early/mid 1990s. Στα παραπάνω, συνυπολογίστε και το ότι πολλοί δεν γνώριζαν καν πως σαν μπάντα παραμένουν ενεργοί, οπότε θα συνειδητοποιήσετε γιατί αποτελούν συγκρότημα «νεκρό» στα διεθνή ειδησεογραφικά δρώμενα.

88ccMlf_5.jpg

Παρόλα αυτά, όπως περίτρανα απεδείχθη, η ιδιαιτερότητα της περίτεχνης υφής των Morgana Lefay εξακολουθεί να λάμπει. Η μίξη αυτή του βιβλικού heavy metal με thrash στοιχεία και με groove αναφορές εκλύει περίσσια πυγμή, καθώς κάθε μέλος αποδίδει τα μέρη του πιστός στο πρωτογενές τους vibe. Οι Morgana Lefay δεν αποτελούν λοιπόν απλώς μια μπάντα που σφύζει από ζωή και παλλόμενη ενέργεια, αλλά και μια παρέα παλιών φίλων, οι οποίοι απολαμβάνουν στο έπακρο τον επί σκηνής χρόνο τους, παρά τα όσα λάθη, αναποδιές ή μικρές ατασθαλίες προκύπτουν από τον ομολογουμένως ασυγκράτητο ενθουσιασμό τους.

88ccMlf_6.jpg

Ηγετική μορφή στάθηκε ασφαλώς ο «πολύς» Charles Rytkönen· κατά γενική ομολογία «Jon Oliva της Ευρώπης», χάριν της γρεζαριστής υφής σημαντικού μέρους των φωνητικών του. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι χρειάστηκε κάποιο διάστημα ώσπου να ζεσταθεί η «μηχανή», καθώς στο άνοιγμα με τα "I Roam" και "Angel's Deceit" ακούσαμε μια χροιά κατάφωρα φθαρμένη –σε σημείο να ανησυχούμε μήπως η πάροδος των ετών επέφερε ανεπανόρθωτο πλήγμα. Η συνέχεια όμως με "To Isengard", "Time Is God" και "Master Οf Τhe Maquerade" επιβεβαίωσε τον λόγο για τον οποίον θεωρείται ένας από τους πιο ιδιαίτερους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού power metal, παλατζάροντας όσα συναισθήματα χωρά η πολυμορφία του υλικού της μπάντας.

88ccMlf_7.jpg

Στα "Sculptures Οf Pain", "Rooms Οf Sleep" και "In Τhe Court Οf Τhe Crimson King", η ίδια η έννοια του χρόνου έμοιαζε παγωμένη: λες και κοιτούσαμε τη θαμπωμένη αντανάκλαση ενός καθρέφτη, μέσα από τον οποίον ιριδίζουσες, φευγαλέες αναλαμπές σε μετέφεραν σε εποχές λησμονημένες. Στα "The Source Οf Pain", "Victim Οf Τhe Inquisition" και "Symphony Οf Τhe Damned" μορφές άρχισαν να σχηματίζονται, φορώντας πορφυρούς χιτώνες και αγορεύοντας βωβά λογύδρια, ωσάν επικές φιγούρες καταραμένου παραμυθιού. Τίποτα όμως δεν μπορούσε τελικά να ξεπεράσει τη ρωμαϊκή αίσθηση του μαζικού sing-along που βιώσαμε στο "Maleficium", καθώς σύσσωμο το κοινό τραγούδησε το χορωδιακό του μέρος, αφήνοντας τη μπάντα έκθαμβη, με ένα πλατύ χαμόγελο.

88ccMlf_8.jpg

Παρόλα αυτά, θα προσπεράσω για πρώτη φορά τον κανόνα του πρωτοδισκάκια, αναφέροντας ότι εξίσου σημαντικά στιγμιότυπα αποτέλεσαν οι εκτελέσεις των "Hollow" και "Face Οf Fear", τα οποία είναι και τα αγαπημένα μου άσματα από τα 2000s αποφθέγματα του γκρουπ. Θα σταθώ επίσης και στην επιλογή να κλείσουν με το "Save Our Souls" της Lefay περιόδου, δίχως την τετριμμένη προσθήκη ενός πιθανού encore. Με αυτά τα όπλα, χωρίς περιττές δοξολογίες ή ανώφελες αναπολήσεις, οι Morgana Lefay ήρθαν, έπαιξαν και παρέδωσαν ψυχή, αίμα και κόκκαλα ως το τελευταίο στιγμιότυπο μιας αληθινά αλησμόνητης βραδιάς. Παίζοντας τόσο με την εμπειρία ενός 1990s μουσικού, όσο και με την ενέργεια ενός πωρωμένου 18χρονου, απέδειξαν με στόμφο πως το σουηδικό τους μέταλλο παραμένει κοφτερό, όση σκόνη κι αν επιχειρεί ευθαρσώς να το στομώσει.

{youtube}DrSb49x6GKA{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured