Η ωραία έμπνευση της διοργάνωσης, αφενός με την επιλογή των ονομάτων, αφετέρου με την ανακοίνωση ότι «το live θα πραγματοποιηθεί στην ταράτσα», δημιούργησε εκείνες τις αναγκαίες –αλλά όχι από μόνες τους ικανές– συνθήκες για ένα όμορφο Σαββατόβραδο, για όσους και όσες κατηφορίσαμε προς το Ρομάντσο. Διότι, πέρα από τη δροσιά τους, οι ταράτσες σού δίνουν και μία ιδιαίτερη οπτική του αστικού τοπίου, καθώς βλέπεις τα κτίρια από τη λιγότερο φροντισμένη όψη τους· με μια κλίμακα που μετράει περισσότερο όγκους, παρά μήκη ή ύψη.

70aSunAr_2.jpg

Για τα υπόλοιπα, τον λόγο είχαν φυσικά οι μουσικοί, αρχικά ο Jay Glass Dubs (δηλαδή ο Δημήτρης Παπαδάτος, γνωστός και ως KU) και αργότερα οι Sun Araw, δηλαδή ο Τεξανός Cameron Stallones μαζί με τους δύο συνοδοιπόρους του, τον Jon Leland στα ηλεκτρονικά κρουστά και τον Marc Riordan στα πλήκτρα. Και τα κατάφεραν καλά, ο καθένας με τον τρόπο του.

Η μουσική του Jay Glass Dubs μου φαίνεται πως θα μπορούσε ευκολότερα να αναχθεί στη χωρική περίσταση. Καταλλήλως παραμορφωμένοι, οι ήχοι έμοιαζαν να συμβαδίζουν με το ανυποχώρητο γκρίζο τριγύρω μας, ενώ κι η αφήγηση –περισσότερο από το να αναζητεί διαρκώς την πληρότητά της– άφηνε αρκετό χώρο στον αποδομημένο και σπαραγματικό εαυτό της. Όπως (για να κάνουμε μία ακόμα αναγωγή) πολλαπλές και αποσπασματικές είναι εν πολλοίς και οι ταυτότητες που οικοδομούνται στις συνθήκες μιας μεταμοντέρνας μητρόπολης. Η μπασκέτα που έστεκε πάνω από τους καλλιτέχνες συμπλήρωνε ιδανικά το σκηνικό, ως υπενθύμιση μιας συγκεκριμένης αστικής κουλτούρας, αλλά και ως αναπαράστασή της, δηλαδή ως αδυνατότητα να επιτελέσει τη λειτουργία την οποία επικαλείται.

70aSunAr_3.jpg

Φυσικά, η πληρότητα της αφήγησης δεν άφηνε εντελώς αδιάφορο τον Παπαδάτο· απλώς δεν έμοιαζε να είναι αυτοσκοπός. Μέσα στα στοιχεία δηλαδή που κάλυπταν τους αραιοκατοικημένους χώρους του, υπήρχαν και κάποια που αποδεικνύονταν λιγότερο φευγαλέα· στοιχεία όπως π.χ. εκείνες οι μπασογραμμές που παρέπεμπαν πιο ευθέως προς τη μεριά του dub, τα οποία ο Παπαδάτος θα ακολουθούσε και στα οποία θα επένδυε για να πυκνώσει τα ηχοτοπία του, κάνοντας την ένταση πιο ξεκάθαρη και απτή. Κάτι που σημαίνει ότι η ένταση υπήρχε και δρούσε πιο υπογείως σε άλλα σημεία, τα οποία ο Παπαδάτος δεν βιαζόταν να οδηγήσει στην κορύφωση τους, εμπιστευόμενος ίσως εκείνη την αρχή που λέει πως η δυναμική δεν βρίσκεται μόνο στην παρουσία (ενός γκρουβ, λόγου χάρη), αλλά και στην απουσία ή στο υπονοούμενο.

Μπορεί όλα αυτά να μην ήταν τόσο ευκρινή σε όλη τη διάρκεια του (σχεδόν ωριαίου, έχω την εντύπωση) Jay Glass Dubs set, αλλά ακόμα και στα λίγα αδύναμα σημεία η πολύ προσεγμένη ηχητική αισθητική έφτανε και περίσσευε για να διατηρήσει το πρόσημο θετικό.

70aSunAr_4.jpg

Λίγο αργότερα, τα πράγματα θα άλλαζαν αρκετά, τόσο ως προς τις αναγωγές που θα μπορούσαμε να κάνουμε με το τριγύρω αστικό τοπίο (ελάχιστες και τραβηγμένες), όσο και πιο ουσιαστικά, ως προς τις επιδιώξεις και τη μεθοδολογία της μουσικής επιτέλεσης, καθώς μπροστά μας είχαμε ένα τρίο που ισχυριζόταν ότι έπαιζε ψυχεδέλεια. Και ο πρώτες μου σκέψεις, ενώ οι Stallones/Leland/Riordan έπαιζαν ήδη κάνα δεκάλεπτο, ήταν πως στα σίγουρα η αλλαγή ήταν προς το χειρότερο.

70aSunAr_5.jpg

Μου φαινόταν δηλαδή μέχρι τότε πως οι τρεις στη σκηνή έπαιζαν περισσότερο μια παρωδία μουσικής: κακόηχη, άτεχνη, αστόχαστη και ψευδοπρωτόγονη (το τελευταίο με την έννοια ότι χρησιμοποιούσαν σύγχρονο τεχνολογικά εξοπλισμό για να ακουστούν «ρετρό»)· σχεδόν εκνευριστική. Νομίζω πως αμέσως μετά τα πρόωρα συμπεράσματά μου, ακούστηκε το “Lassie” και ήταν η ζωηρή του ρυθμολογία και ο τρόπος με τον οποίον την απέδιδε ο Leland που με έκαναν να σκεφτώ πως κάτι άλλο συμβαίνει εδώ.

70aSunAr_6.jpg

Όταν κάτι τέτοιο στηρίζεται στην παρατήρηση του παιξίματος ενός μουσικού, νομίζω πως τότε σου δίνεται η ευκαιρία να μπεις κι εσύ μέσα στη μουσική, να παρατηρείς πλέον όχι μόνο το τι ακούγεται αλλά και το πώς. Σύντομα συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι και το παραμικρό κλικ που ακουγόταν στο ρυθμικό σκέλος παιζότανε λάιβ από τον Leland και κατάλαβα ότι η μουσική του Sun Araw δεν ήταν όσο ναΐφ φαινόταν αρχικά. Με αντίστοιχη παρατήρηση (ψάχνοντας λ.χ. τη μπασογραμμή, οδηγήθηκα στο αριστερό χέρι του Riordan στο μικρό συνθεσάιζέρ του), κατάλαβα πως τίποτα δεν υπήρχε προηχογραφημένο ή σε λούπα: όλα παίζονταν εκεί, μπροστά μας –κάτι που μάλλον σαν επίτευγμα πρέπει να καταχωρηθεί, γιατί σε στιγμές υπήρχε ένας πανζουρλισμός από διαφορετικούς μικροήχους. Αργότερα, σταματώντας το αποχαιρετιστήριο κομμάτι “Amplitude”, ο Sun Araw θα μας έλεγε για την εμμονή του να παίζονται όλα ζωντανά ανά πάσα στιγμή και πώς την πάτησε ηχογραφώντας την πρώτη λούπα της βραδιάς σε λάθος τονικότητα.

70aSunAr_7.jpg

Η μουσική, εν ολίγοις, αποκτούσε λόγο ύπαρξης, δεν ήταν ό,τι λάχει, τρεις τύποι που κάνουν ό,τι τους κατέβει και το βαφτίζουν πειραματισμό. Ο αυτοσχεδιασμός ήταν βέβαια κι αυτός μέρος του παιχνιδιού, όπως ήταν και το ίδιο το παιχνίδι, σαν μέθοδος των τριών να ερμηνεύουν τα κομμάτια του Sun Araw (τα περισσότερα από τον τελευταίο του δίσκο The Saddle Of The Increate). Τα πράγματα είχαν μια κάποια κατεύθυνση, περιπαιχτική και ατίθαση ίσως, πάντως υπαρκτή.

70aSunAr_8.jpg

Έτσι, ορισμένες στιγμές στις οποίες η σκυτάλη πήγαινε κι ερχόταν από εκείνο το αριστερό χέρι του Riordan στα αεικίνητα παιξίματα του Leland, στάθηκαν μάλλον οι κορυφαίες του (επίσης ωριαίου) set των Sun Araw. Τότε η μουσική γινόταν σχεδόν groovy, κάτι που στην αρχή φαινόταν κάπως αδύνατο. Κι ο ίδιος ο Stallones βέβαια μας έπαιξε αρκετές ωραίες κιθαριές, ενώ άλλοτε σκάλιζε μανιωδώς την ταμπλέτα του.

Αν και η εμφάνιση των Sun Araw δεν έγινε ποτέ αποθεωτική, νομίζω πως ήταν αρκετή για να δείξουν οι τρεις πως η όποια φήμη έχει αποκτήσει στους μουσικόφιλους κύκλους ο Stallones, δεν είναι κενό γράμμα.

{youtube}ymJg-_0kqv4{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured