Γέμισε το Gagarin για χάρη των Budos Band, το οποίο ήταν και το τελευταίο όνομα που έκλεισε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης προτού μας αφήσει. Σε μια συναυλία που έληξε με ζητωκραυγές και σφυρίγματα επιδοκιμασίας, γεγονός που με άφησε, προσωπικά, να αναρωτιέμαι για διάφορα, δεδομένης της διαφοροποίησής μου από το κοινό αίσθημα –διαφοροποίηση όχι απόλυτη, αλλά υπαρκτή.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους. Ξεκινώντας από το ελαφρύ αίσθημα δυσαρμονίας που δημιουργούσε η αντίθεση μεταξύ της όμορφης καλοκαιρινής βραδιάς και της κλεισούρας του Gagarin, ενός χώρου που μάλλον δεν είναι ο ιδανικός για να βρίσκεται κανείς Ιούλιο μήνα. Μια δυσαρμονία που φαίνεται πως έπληξε και τη λειτουργικότητα του μπαρ, με αντλίες μπύρας οι οποίες δεν λειτουργούσαν ή με βαρέλια που, από ένα σημείο και μετά, δεν υπήρχανε. Επιστρατεύτηκαν βέβαια εφεδρικά κουτάκια, οπότε μικρό το κακό.

Budosb_2.JPG

Λίγο μετά τις 10, πάντως, βγήκανε στη σκηνή οι Chickn, ένα εγχώριο support που σίγουρα ταίριαζε με την περίσταση. Ωραίο το μπάσιμο, με μόνο τους δύο κρουστούς επί σκηνής, αν και στη συνέχεια η παρουσία τους δεν υπήρξε το ίδιο ουσιαστική –είτε γιατί χάνονταν στη γενική βαβούρα, είτε γιατί απλώς το ύφος στο οποίο γενικώς κινούταν ο ήχος καθιστούσε κάπως περιττή (ή, αν προτιμάτε, όχι ακριβώς απαραίτητη) την παρουσία τους.

Πάντως το πρόσημο της εμφάνισης των Chickn ήταν θετικό. Η κινητήρια δύναμή τους βρισκόταν μεταξύ του τρίο κιθάρα/μπάσο/τύμπανα, με τα δύο τελευταία αρκετά στιβαρά και όσο χρειαζόταν ευρηματικά και την πρώτη να διανοίγει μελωδικούς δρόμους, που σαφώς δεν πρόσθεταν κάτι στις γνώσεις μας περί ροκ εν ρολ, ήταν όμως σωστά προσανατολισμένοι και απέφευγαν τις πολλές κοινοτοπίες. Μαζί με το παραπάνω τρίο –πέρα και από τα κρουστά– υπήρχε κι ένα συνθεσάιζερ, το οποίο σπανίως μεν έπαιρνε ουσιαστικές πρωτοβουλίες, βοηθούσε όμως αρκετά στη δημιουργία της γενικής ατμόσφαιρας και στην εμπέδωση των ψυχεδελικών κατευθύνσεων.

Budosb_3.JPG

Μια ψυχεδέλεια, λοιπόν, η οποία πατούσε αρκετά στη ροκ πλευρά της δεκαετίας του 1960, χωρίς όμως να εξαντλείται σε ρετρολαγνικές τάσεις. Κατάφερνε ανά διαστήματα να γίνεται σχετικά ανήσυχη, να σπάει την επαπειλούμενη μονοτονία των γενικώς πολυφορεμένων δομών της, είτε με ορισμένες έξυπνες εναλλαγές, είτε με καίριες απομακρύνσεις από την ευθεία (βλέπε κάποια κιθαριστικά θέματα ή ορισμένα λιγότερο ορθόδοξα μετρήματα).

Μας αιφνιδίασαν, μάλιστα, όταν σε ένα σημείο οι τρεις (κιθαρίστας, μπασίστας, πληκτράς) στήθηκαν γύρω από ένα μικρόφωνο και έπιασαν να τραγουδούν a capella τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου για το “Όταν Σφίγγουν Το Χέρι”, μεταφράζοντας αργότερα σε δυναμικό ψυχεδελικό ροκ τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Μια επιτυχημένη διασκευή, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς γιατί είχε τον χαρακτήρα της μετάφρασης· σημείο στο οποίο κρύβεται ένα από τα κλειδιά μίας καλής διασκευής: αρχικώς η ανάδειξη της μεταφρασιμότητας του πρωτοτύπου και, στη συνέχεια, η οικειοποίησή του από μία άλλη μουσική γλώσσα. Οι Chickn πατούσαν λοιπόν στο πρωτότυπο, χωρίς όμως να «μαγεύονται» από αυτό, καταλήγοντας με μία απλή αντιγραφή (όπως θα έκαναν αργότερα οι Budos Band, διασκευάζοντας το “Immigrant Song” των Led Zeppelin). Αντιθέτως, κατάφεραν να το μεταφέρουν στα δικά τους χωράφια, καταλήγοντας σε μια ψυχεδέλεια που έφερε μεν σαφώς την «ονομασία προέλευσής» της, μα ταυτόχρονα παρέμενε και αρκετά ανοιχτή. Βρήκαν έτσι μια αξιοπρόσεκτη δυναμική, καταγράφοντας μία από τις δυνατές στιγμές του σχεδόν 50λεπτου σετ τους.

Budosb_4.JPG

Η συνέχεια άνηκε φυσικά στους Budos Band, ένα σχήμα από τη Νέα Υόρκη που δισκογραφεί στην (σημαντική στον χώρο της) ετικέτα της Daptone. 8 άτομα βρέθηκαν επί σκηνής, με τον Jared Tankel να καθοδηγεί με το βαρύτονο σαξόφωνό του τρομπέτα, κιθάρα, μπάσο, τύμπανα, δύο σετ κρουστών και ένα συνθεσάιζερ. Ο ήχος τους τα τελευταία χρόνια έχει προσθέσει περισσότερα ροκ στοιχεία, κάτι που έγινε ιδιαιτέρως αισθητό και στην εμφάνισή τους στο Gagarin –την πρώτη τους στα μέρη μας.

Budosb_5.JPG

Το γκρουβ, βέβαια, ήταν πρωταρχική στόχευση των Budos και ως προς αυτό δεν νομίζω ότι μπορούν να εγερθούν ιδιαίτερες αμφισβητήσεις. Όποια στιγμή κι αν έστρεφες δηλαδή την προσοχή σου στη σκηνή, η γκρούβα βρισκόταν εκεί: λειτουργική, πληθωρική και πάντοτε πρόθυμη να αποτελέσει το λάδι που θα μετατρέψει τη φλόγα σε πυρκαγιά. Υπήρχαν όμως διάφορα θέματα. 

Budosb_6.JPG

Καταρχάς (πέρα από το γενικό μπούκωμα που είχε περιστασιακά ο ήχος) μου φάνηκε πως ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπιζαν τις συνθέσεις τους μπορούσε κάποιες φορές να παρομοιαστεί με πρόωρη εκσπερμάτωση. Συγχωρήστε μου την αναλογία, αλλά η έννοια του γκρουβ σχετίζεται με τη σωματικότητα άρα, θεωρητικά, και με τον ερωτισμό που μπορεί να βρεθεί στη μουσική. Με άλλα λόγια, ο στόχος του γκρουβ ήταν τόσο ξεκάθαρος, ώστε ανά στιγμές κατέληγε μονομερής, ως απόλυτος αυτοσκοπός. Άρα οτιδήποτε άλλο (λεπτομερή μελωδικά ξεδιπλώματα, ερεθιστικά φουσκώματα και ξεφουσκώματα, προσεκτικά χτισίματα της έντασης κλπ.) έμοιαζε να περιττεύει: οι Budos τα ανακαλούσαν μόνο για να διατηρήσουν τα προσχήματα, πέφτοντας κατά τα λοιπά με τα μούτρα εκεί όπου θεωρούσαν ότι βρισκόταν το ψητό. Κάτι που τους έκανε γρήγορα να ξεμένουν από καύσιμα, να επαναλαμβάνονται και να αρκούνται σε εντυπωσιασμούς για να τελειώσουν (κακήν κακώς) το κομμάτι.

Budosb_7.JPG

Φυσικά, αυτός δεν ήταν ο κανόνας ή τουλάχιστον δεν ήταν ο μόνος κανόνας. Κυρίως χάρη στον Andrew Greene στην τρομπέτα και στον Thomas Brenneck στην ηλεκτρική κιθάρα, έβρισκαν αρκετές φορές τρόπο να επιμηκύνουν την απόλαυση, ενσωματώνοντας ορισμένες χρήσιμες και (ιδίως όσον αφορά τον Greene) αρκετά μεστές παρεκκλίσεις. Υπάρχουν βέβαια και συνθέσεις που μπορούν από μόνες τους να προσφέρουν κάτι παρόμοιο, όπως π.χ. το “Burnt Offering” με τις αρκετές του μεταπτώσεις. Και, όπως είπαμε, υπήρχε κι ένα γκρουβ το οποίο –αν εξεταστεί αφ’ εαυτού του– παρέμενε πάντοτε εκεί, στητό και ξαναμμένο.

Budosb_8.JPG

Όμως και πάλι, όταν ήμουν έτοιμος να αποδεχτώ το λαθεμένο της κρίσης μου και να παραδεχτώ ότι οι Budos Band όντως πετούσαν φωτιές, κατάφερναν να με ξενερώνουν με τις διάφορες καγκουριές τους. Όπως για παράδειγμα με το να ζητάνε εμφατικά κάθε τρεις και λίγο την επιβεβαίωση του ενθουσιασμού από το κοινό: ακόμα κι αν έτσι διέλυαν ορισμένες στιγμές όπου η ένταση ξεφούσκωνε ωραία για να φιλοξενηθεί, φερ’ ειπείν, ένα σόλο της τρομπέτας· «ρε κερατάδες, δεν σταματάτε να παίζετε για να προκαλείτε το κοινό να ουρλιάξει, αλλά για να ακούσουμε εκείνο το ρημάδι το σόλο!», μονολογούσα από μέσα μου. Ή όταν προς το τέλος ο Mike Deller στα πλήκτρα (επί της ουσίας ανύπαρκτος συνολικά) είπε να κάνει κι εκείνος το κομμάτι του οδηγώντας (και καλά σε έκσταση) το ογκώδες αναλογικό του συνθεσάιζερ, σχεδόν κάτω από τη σκηνή. Ή μια άλλη φορά –πάλι προς το τέλος– όταν άνοιξε το στόμα για να τον ποτίσει με μπύρα ο Tankel και γενικώς τις αρκετές στιγμές στις οποίες οι Budos Band φέρονταν με όλη τη χοντροκοπιά μιας αντροπαρέας που, αντί να ασκείται στο Pro Evolution Soccer, έτυχε και καταπιάστηκε με τη γκρούβα. Δεν γίνεται έτσι, αδέρφια…

Budosb_9.JPG

Παρεμπιπτόντως, στο encore οι Budos Band έπιασαν μια διασκευή σε Led Zeppelin (που σχολιάστηκε παραπάνω) και μία ακόμα στο κλασικό hit των Supremes “You Keep Me Hangin’ On”, επίσης χωρίς θεαματικά αποτελέσματα. Βγήκα έτσι στη Λιοσίων μουρτζούφλης μεταξύ γελαστών ανθρώπων, λιγάκι εκνευρισμένος, αλλά και γνωρίζοντας πως, μαζί με τις χοντροκοπιές τους, οι Νεοϋορκέζοι έδειξαν σε σημεία πως όντως είναι καλή μπάντα, η οποία μπορεί μάλιστα να ξεκουνήσει ακόμα και τον πιο ακούνητο από τους ακροατές της. Οι ενστάσεις μου όμως παραήταν σοβαρές για να τους τις συγχωρήσω, οπότε μου έμειναν πεσκέσι να τριγυρνάνε στο μυαλό μου για το υπόλοιπο βράδυ…

{youtube}e9rTq6t5w9Q{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured