Ο Manu Dibango δραστηριοποιείται δισκογραφικά από το 1968 και μετράει περισσότερους από 50 δίσκους στην καριέρα του. Με καταγωγή από το Καμερούν, είχε πάντα ως αφετηρία την παραδοσιακή μουσική του τόπου του, από την αρχή όμως την ανακάτεψε με οποιοδήποτε άλλο είδος είχε να προσφέρει η αφρικάνικη κουλτούρα ανά τον κόσμο. Στο έργο του συναντάς έτσι από soul και funk μέχρι latin και jazz να συνυπάρχουν τόσο άρτια, ώστε συχνά κατάφερε να συνεργαστεί με/να επηρεάσει καλλιτέχνες-μεγαθήρια όπως ο Michael Jackson, η Rihanna και ο Herbie Hancock. Την αγάπη του για τη χώρα μας την έχει δείξει εμπράκτως ανά τα έτη, καθώς μας έχει επισκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν. Φέτος φιλοξενήθηκε για ακόμα μία φορά στο Gazarte, στα πλαίσια της περιοδείας που κάνει για να γιορτάσει τα 80 του χρόνια.
 
Manudib15_2
 
Με συνέπεια στην ώρα έναρξης, τη συναυλία άνοιξαν οι δικοί μας Happy Dog Project, λίγο μετά τις 22:00. Έχουν ήδη 3 άλμπουμ στο ενεργητικό τους και πάνω από 10 χρόνια παρουσίας, με ύφος που ταιριάζει πολύ με αυτό του Manu Dibango. Στην μισή περίπου ώρα την οποία είχαν διαθέσιμη, δεν σταμάτησε στιγμή το μπάσο με τα τύμπανά τους να παίζουν σε funk κατευθύνσεις, που ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή. Όμως ήταν οι υπόλοιποι μουσικοί που τελικά καθόρισαν την παρουσία του σχήματος: ακούσαμε έτσι βαλκανικές μελωδίες στα πνευστά, ισπανόφωνο ραπ και μελωδίες από τα πλήκτρα που θύμιζαν Μανώλη Χιώτη. Όλα αυτά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε με έκαναν να μην μπορώ να ορίσω την ηχητική τους ταυτότητα. Θεωρώ πως θα μπορούσαν να παίξουν ένα πρόγραμμα πιο συγκεκριμένο υφολογικά και ότι έτσι θα είχαν κάνει πολύ καλύτερη εντύπωση στο γεμάτο από κόσμο Gazarte. Στάθηκαν πάντως επάξια στον ρόλο που τους ανατέθηκε, ελάχιστες είναι άλλωστε οι μπάντες της πόλης μας οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας το συγκεκριμένο έργο.
 
Manudib15_3
 
Μισή ώρα αφότου τελείωσαν οι Happy Dog Project, ήταν πια έτοιμη η σκηνή για να υποδεχτεί την κυρίως μπάντα της βραδιάς. Ένας-ένας οι 7 μουσικοί της ορχήστρας του Manu Dibango πήραν λοιπόν θέση στα όργανά τους, μέχρι που δημιούργησαν ένα υπέροχο μουσικό χαλί υποδοχής για τον ίδιο και το σαξόφωνό του. Εκείνος εμφανίστηκε λίγο μετά, χαμογελαστός· και χαιρέτησε τους μουσικούς του και τον κόσμο από καρδιάς, πριν αρχίσει να παίζει. Ένα μάλιστα από τα ενθουσιώδη σφυρίγματα που δέχτηκε από το κοινό κατά την εμφάνισή του, το μιμήθηκε με το σαξόφωνο, γεγονός που επισφράγισε την ως τότε εντύπωσή μου, ότι ήταν στα κέφια του.
 
Manudib15_4
 
Για μιάμιση ώρα η μπάντα έπαιξε δυναμικά μια μουσική που είναι φύσει αδύνατον να μην σε κάνει να χορέψεις. Εξαιρουμένης της εισαγωγής, σε κανένα άλλο σημείο δεν χαλαρώσαμε και –το σημαντικότερο– δεν βαρεθήκαμε ούτε στιγμή. Απλώθηκαν μάλιστα μπροστά μας όλα τα μουσικά στυλ με τα οποία έχει πειραματιστεί ο Dibango στην καριέρα του, τόσο άρτια δεμένα μεταξύ τους, ώστε το αποτέλεσμα υπήρξε καθηλωτικό. Είτε δηλαδή ακούγαμε reggae, είτε latin, είτε παραδοσικά καμερουνέζικα, παίζονταν με την ίδια ακριβώς αστείρευτη ενέργεια. Ο ίδιος δε ο Dibango, σε τριπλό ρόλο (τραγουδιστή, σαξοφωνίστα και μαέστρου), φάνηκε να το απολαμβάνει πολύ. Βεβαίως δεν έλειψαν από την παράσταση τα σόλο από τα υπόλοιπα μέλη, μοιρασμένα όμως στη διάρκεια του σετ με τέτοιον τρόπο, ώστε το καθένα ενίσχυε τη συνολική δυναμική της παράστασης.
 
Περίπου 30 λεπτά μετά την έναρξη, ο κιθαρίστας πήρε όλα τα φώτα επάνω του σε ένα σόλο που ξεκίνησε ομαλά στο ύφος του τραγουδιού. Δεν άργησε όμως να εξελιχθεί σε έναν καταιγισμό από tapping και ατελείωτες κλίμακες, τις οποίες ανεβοκατέβαζε στην ταστιέρα της κιθάρας του λες κι έπαιζε με τους Judas Priest το "Painkiller". Από πίσω, η rhythm section τον υποστήριξε με διπλοπέταλα και τις ανάλογες βεβαίως μπασογραμμές. Ο τρόπος δε με τον οποίον φύγανε και επιστρέψανε στην αφρικάνικη μουσική του Dibango στάθηκε τρομερός: κατάφεραν να εισάγουν φυσικά ένα ακόμα στυλ στο ήδη πολυδιάστατο ηχητικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν, προσθέτοντας έτσι στο μεστό αποτέλεσμα.
 
Manudib15_5
 
Τρομερό ήταν επίσης το drum solo που οδήγησε στο τελευταίο κομμάτι της κανονικής διάρκειας: για περισσότερα από 5 λεπτά βλέπαμε μπαγκέτες να στριφογυρνάνε στον αέρα, σε ένα ρυθμικό ταξίδι που ξεκίνησε από αμιγώς αφρικάνικους ρυθμούς καταλήγοντας σε πιο rock και fusion παιξίματα, τα οποία και μας έφεραν στο φινάλε. Καθ' όλη μάλιστα τη διάρκειά του ο Dibango μας έβαλε να του κρατάμε τον ρυθμό με παλαμάκια, αλλά και να επαναλαμβάνουμε τις ρυθμικές του φράσεις. Ο διαδραστικός μας ρόλος συνεχίστηκε στο τελευταίο κομμάτι, αλλά και στο "Soul Makossa", το οποίο μας επιφύλλασαν για το encore. Μας άφησαν έτσι με μια υπέροχη επίγευση, όπως ακριβώς έπρεπε.
 
Παρακολουθήσαμε λοιπόν ένα σχήμα που δεν φάνηκε να κουράζεται καθόλου από τη μιάμιση ώρα την οποία είχε στη διάθεσή του. Τουναντίον μάλιστα, έμεινα με την αίσθηση ότι έχουν συνηθίσει να παίζουν πολλή περισσότερη ώρα και σε πολύ μεγαλύτερους χώρους. Θεωρώ πάντως πως μαύροι, μικροί και στενοί χώροι όπως το Gazarte δεν εξυπηρετούν καλλιτέχνες όπως ο Manu Dibango, τον οποίον χαρακτηρίζει η μουσική «πολυχρωμία» και η χορευτική κίνηση. Ήταν επιπλέον και οι μπάσες συχνότητες χαμηλά σε ένταση –οι συχνότητες δηλαδή που τόσο τις χρειάζονται όσες μουσικές έχουν ως κύρια βάση τον ρυθμό. 
 
Εν κατακλείδι, ακόμα δεν το χωράει ο νους μου, από πού μπορεί ένας άνθρωπος ο οποίος έχει πια περάσει τα 80 χρόνια ζωής να αντλεί τέτοια ενέργεια και τέτοια όρεξη. Αείκινητος ο ίδιος και αεικίνητο το άστρο του, μάλλον...
 

{youtube}MzM3zaM-ijk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured