Στέκει κριτική σε DJ σετ; Και δεν μιλάω, ας πούμε, για μια γρήγορη αναφορά σε ένα DJ σετ που υπάρχει στο line-up ενός φεστιβάλ, ούτε για την κριτική αποτίμηση του ήχου που μας παρουσιάζουν οι DJs σε μια μουσικά στοχευμένη διοργάνωση –όπως ήταν π.χ. τα 2-3 πρώτα Synch. Εδώ μιλάμε για μια και μόνη βραδιά σε club, στο μοτίβο της «one-off grande» μετάκλησης από το εξωτερικό. Στέκει λοιπόν;

Αυτή ήταν η συζήτηση/διαφωνία που είχαμε την περασμένη εβδομάδα με τον αρχισυντάκτη του Avopolis. Ο υπογράφων υποστηρίζει ότι το club είναι άσυλο (ακόμα και το μικρό Yoga Bala). Είναι ένα μέρος όπου δεν χωράνε μουσικολογικές αναλύσεις (αυτές γίνονται απολογιστικά, ακαδημαϊκά και συνήθως βαφτίζουν ρεύματα για ιστορικούς λόγους). Είναι ένα μέρος όπου (θα πρέπει να) έχει σημασία το ίδιο το πάρτι, ο χορός, ο ηδονισμός, το σεξ. Κι άντε, ειδικά στην Ελλάδα, να κάθονται σε μια γωνιά οι DJs και να κριτικάρουν τις αλλαγές (στ’ αλήθεια, αν δείτε σε πάρτι στην Αθήνα τους δικούς μας τζόκεϊς να χορεύουν, τότε κάτι πάει πολύ καλά). Άσε που, και θεωρητικά να το δεις, ο αρχετυπικός ρόλος του DJ –πέραν της «σαμανικής» ιδιότητας– υποτίθεται πως είναι και να εκπαιδεύει. Υποτίθεται πώς θα σου παίξει αυτά που δεν ξέρεις. Υποτίθεται πώς έτσι απέκτησαν υπόσταση όροι όπως «white labels», «extended mixes» κτλ.

Το Σάββατο υποδεχθήκαμε λοιπόν τον πιονιέρο του Chicago house, Larry Heard. Και παρότι μένω κάθετος σε όσα έγραψα στην προηγούμενη παράγραφο, θα δώσω τον πόντο του δίκιου στον αρχισυντάκτη. Γιατί ο κόσμος που τίγκαρε το Yoga, αντιμετώπισε τη βραδιά με τη λογική του live. Το αντιμετώπισε με τη λογική του σπάνιου event το οποίο δεν πρέπει να χάσει και όχι απλά βγαίνοντας άλλο ένα Σάββατο. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα συνέρεαν τόσες πολλές «βετεράνικες» φάτσες που πολύ καιρό είχαν να εμφανιστούν στην αθηναϊκή νύχτα, ανεβάζοντας και τον μέσο όρο ηλικίας του πλήθους.

Ο Heard, χωρίς πολλές φανφάρες (είναι πλήρως αντίθετος στη λογική των superstar/rockstar DJs και δηλώνει «μουσικός»), ανέλαβε τα dexx γύρω στη 01.45. Χτίζοντας. Για περίπου 1 ώρα, άλλαζε δισκάκια δημιουργώντας ένα deep house υπόβαθρο για το ξέσπασμα του peak time. Άλλωστε, το «deep house» είναι ένας όρος που κάπως του ανήκει, καθώς θεωρείται ο πατέρας του είδους που επανέφεραν στη μόδα τα τελευταία χρόνια παραγωγοί όπως ο Kerry Chandler ή ο Dennis Ferrer. Βέβαια, χάριν της δημιουργίας αυτού του κλίματος, έπρεπε να υποστούμε και μερικά περάσματα όπως π.χ. το “Summer Sun” των Koop, το οποίο, στο δικό μας πλαίσιο αναφοράς, δεν είναι καθόλου ατμοσφαιρικό –αντίθετα, θυμίζει τις επάρατες μέρες του millennium και τη δικτατορία του lounge καναπέ. Κάθε τόσο, ο Heard έστελνε ένα μήνυμα με κάποιο vocal house κομμάτι, από αυτά που αρέσουν στο αθηναϊκό κοινό και ειδικά σε εκείνο του Σαββάτου. Και μάλλον τη στιγμή που τα χέρια σηκώθηκαν για να υποδεχθούν το κλασικό “Brighter Days” άρχισε το πάρτι.

Σε μια συνέντευξη που του έκανα ενόψει του event (αλλά και σε εκείνη που έδωσε στον Chevy για το Avopolis), ο Heard επέμεινε στο ότι δεν είναι ανθρώπινο jukebox, να του βάζεις ένα κέρμα και να παίζει τα κλασικά τα οποία τον καθιέρωσαν και, αν θέλετε, βοήθησαν να σχηματιστεί το house ιδίωμα όπως το ξέρουμε σήμερα. Και καλούσε το κοινό να μην έρθει με συγκεκριμένες προσδοκίες, αλλά ανοιχτόμυαλο. Δεν ξέρω πώς διάβασε την κατάσταση το Σάββατο, αλλά από τις 03.30 μέχρι τις 05.15 που παρέδωσε τη σκυτάλη (για να ξανανέβει μια-δυο φορές, βάζοντας 1-2 tracks, μέχρι τις 07.00 που τελείωσε η βραδιά), τα classics ήταν που έβαλαν φωτιά στο Yoga… Και, μεταξύ μας, στοιχηματίζω ότι αυτό κάνει όπου κι αν παίζει. Δύσκολο να αποτινάξεις τον μύθο από τις πλάτες και τη DJ βαλίτσα σου.

Για μια ώρα ακούσαμε, λοιπόν, ένα ντελιριακό Chicago house σετ με αυτόν τον υπέροχο ήχο που έβγαζαν στα μέσα των 1980s φθηνά synthesizer και καλτ 808 drum machines. Περάσαμε από το “House Nation” στους Phuture, δεν παρεκκλίναμε προς το acid (ο Heard παραμένει soulful μέχρι κόκαλο), με κορυφαία και πιο σκοτεινή στιγμή το επικό “Energy Flash” του Joey Beltram και ασφαλώς απόλυτο crowd pleasing το δικό του “The Sun Can’t Compare”, με το οποίο τον έμαθε μια γενιά clubbers. Και του το έδειξε με αποθέωση.

Σοφότερος μουσικά δεν έγινε κανείς. Καμία τάση δεν φάνηκε, ούτε μπορώ να πω ότι ο Heard μας έπαιξε κάτι από όσα ψάχνεις την επόμενη μέρα συγκεχυμένα να βρεις τι είναι. Άλλωστε, η βραδιά «έγινε» με tracks που χρονολογούνται τουλάχιστον μια 20ετία πίσω. Αλλά, ο Heard δικαιούται να ποντάρει σε αυτόν τον ήχο. Γιατί, απλούστατα, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που τον έφτιαξαν. Άρα, ξέρει καλύτερα από τον καθέναν να τον χτίζει και να τον αναδεικνύει. Γύρω στις 6 παρά φύγαμε. Είχε κι εκκλησία…

Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured