Φωτογραφίες: Τζένη Καπάδαη
Είναι γεγονός πως η γερμανική μουσική σκηνή επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις. Ο Christopher von Deylen, γνωστός με το όνομα του project του ως Schiller, είναι σίγουρα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της τελευταίας δεκαετίας στο χώρο της electronica. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα live και ομολογώ πως είχα προετοιμαστεί για κάτι πολύ λιγότερο από αυτό που παρακολούθησα το Σαββατόβραδο στο Fuzz, πράγμα το οποίο σχεδόν μ’ έκανε να ξεχάσω την ορθοστασία μιάμισης ώρας στην αναμονή (όχι τίποτα άλλο, αλλά πρέπει να ήταν η πρώτη κρύα νύχτα του φετινού φθινοπώρου). Η συναυλία άρχισε με μεγάλη καθυστέρηση αλλά, εφόσον δεν υπήρχε support act, υποδεχθήκαμε κατευθείαν τον Christopher και τη δοκιμαστική του μπάντα – έτσι τη χαρακτήρισε ο ίδιος, συστήνοντας τα μέλη με ιδιαίτερη χαρά – η οποία στο εισαγωγικό κομμάτι μάς προϊδέασε για ό,τι θα ακολουθούσε: δεν επρόκειτο να μας παρουσιάσουν ένα «κονσερβοποιημένο» live, το οποίο δεν θα είχε ουσιαστική διαφορά από ένα DJ set, αλλά μια ζωντανή performance που θα προσέδιδε rock χαρακτήρα στα κομμάτια του electro/ambient project του Schiller. Σημειώνω ότι αυτό μου κάνει πάντα θετική εντύπωση στα ηλεκτρονικά lives (βλ. Wolfsheim 2004).
Από την αρχή κιόλας της συναυλίας η Jette von Roth, με την αιθέρια φωνή της, εμφανίστηκε για να ερμηνεύσει δύο κομμάτια, έπειτα μεσολάβησαν κάποια ορχηστρικά και μια μίνι ομιλία από τον Christopher, για να υποδεχθούμε αμέσως μετά στη σκηνή την Kim Sanders, την οποία πραγματικά το κοινό αποθέωσε. Δεν περιγράφεται εύκολα το συγκεκριμένο συναίσθημα, αλλά η μαύρη ντίβα με την άψογη φωνή της προκάλεσε ανατριχίλες, ειδικά στο “Forever”. Για να τραγουδήσει το “Let Me Love You”, έμεινε ξυπόλητη, σαν να δίνεται ολοκληρωτικά στην ερμηνεία της. Όλοι παρακολουθούσαν άφωνοι, για να ξεσπάσουν στο τέλος σε ένα τρελό χειροκρότημα.
Κυρίως με χαλαρωτικούς ήχους, όπως έχουμε συνηθίσει τον Schiller, άλλοτε όμως με πιο upbeat αποδόσεις γνωστών κομματιών από όλα τα άλμπουμ του, κατάφερε το συγκρότημα με την πειραματική αυτή σύστασή του (ηλεκτρική/ακουστική κιθάρα, μπάσο, ηλεκτρικά/ακουστικά drums, τσέλο και φυσικά πλήκτρα και synths) να διατηρήσει το ενδιαφέρον μας αμείωτο, δημιουργώντας άλλοτε μια αίσθηση απόλυτης γαλήνης και άλλοτε μια έντονη διάθεση για επιτόπιο χορό. Όταν, δε, συμμετείχαν οι προαναφερθείσες τραγουδίστριες, που συνόδευαν τον Schiller στην περιοδεία του, το αποτέλεσμα ακουγόταν πιο ολοκληρωμένο. Και για να λύσω μια απορία, την οποία έχω ακούσει πάνω από 40 φορές, όχι, δεν βγήκε στη σκηνή η Βανδή για να τραγουδήσει το “Destiny”. Αν παρευρισκόταν στη συναυλία δεν μπορώ να το γνωρίζω, για τέτοιες πληροφορίες μπορείτε πάντα να απευθυνθείτε σε πιο αρμόδια έντυπα/κανάλια.
Είχε περάσει μιάμιση ώρα περίπου, όταν το χαμογελαστό συγκρότημα – ήταν όλοι τους τόσο φιλικοί και εύθυμοι, για να τα βλέπουν αυτά όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα όοολη τη γερμανική φυλή! – άφησε τη σκηνή με μια υπόκλιση, για να επιστρέψει για encore λίγο αργότερα με τρία ακόμα κομμάτια. Ακούσαμε το “Dream Of You” σε instrumental έκδοση, παραμένει υπέροχο αλλά χωρίς τον αγαπημένο Peter Heppner δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το ίδιο. Μετά από άπειρες υποκλίσεις, πρώτα όλοι μαζί, μετά οι τραγουδίστριες, μετά ο Christopher μόνος του, μετά ξανά όλοι μαζί, όλοι χαμογελώντας κυριολεκτικά μέχρι τ’ αυτιά, μας άφησαν εισπράττοντας ένα ατελείωτο χειροκρότημα από το κοινό, το οποίο, παρά την πλήρη ανομοιομορφία του – έβλεπες από νορμάλ ντυμένους καθημερινούς τύπους μέχρι μεταλλάδες – βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία και παρακολούθησε τη συναυλία σε όλη τη διάρκειά της ήρεμα, χωρίς ούτε καν σπρώξιμο και στραβοκοιτάγματα!
Σημείωση: Ήταν η πρώτη φορά σε συναυλία που αντί να ζεσταίνομαι κρύωνα, αλλά αυτό σημαίνει καλό εξαερισμό, οπότε πάω πάσο!