Συνέβη το εξής παράδοξο στην εν λόγω συναυλία: ξεκίνησε ακριβώς την ώρα που αναγραφόταν στο εισιτήριο (πού ακούστηκε!), με αποτέλεσμα ν’ ακούω τους Blackfield να ξεκινούν με το ομώνυμό τους κομμάτι, ενόσω βρισκόμουν ακόμα στο parking έξω απ’ το θέατρο. Και μπορεί εγώ να έχασα μόνο το εναρκτήριο λάκτισμα, αρκετός κόσμος όμως που κατέφτασε το καθιερωμένο μισάωρο-σαραντάλεπτο αργότερα, αναρωτιόταν τι παίχτηκε και δεν τους πρόλαβε. Αν δεν είστε δηλωμένοι fan, δεν θα ‘λεγα ότι χάσατε τίποτα εξαιρετικό, πέρα από μια μπάντα που σπιρούνιζε σιγά–σιγά τη διάθεση του κόσμου, με τον Steven Wilson να προθερμαίνεται για τους Porcupine Tree και τον Ισραηλινό Aviv Geffen να παραδίδει μαθήματα σκηνικής παρουσίας. Με έναυσμα τα γεγονότα στο Λονδίνο και την “Fucked up Generation” μας, ο Geffen μας αποχαιρέτησε σαράντα λεπτά αργότερα με το “Cloudy Now”, ξεσηκώνοντας τον κόσμο λίγο παραπάνω απ’ ότι με τα “The Hole In Me”, “Glow”, “Pain”, “Hello” και τα υπόλοιπα κομμάτια που προηγήθηκαν.

Κι εκεί που η μπύρα έχει αρχίσει να ζεσταίνεται και ο κόσμος αναδιανέμεται για να πάρει θέση, το αρκετά παραπάνω από μισογεμάτο θέατρο υποδέχεται μετά ενθουσιασμού τον Peter Hammill και τα υπόλοιπα μέλη των Van der Graaf Generator, υπό τους ήχους του “Lemmings” και τον Hammill να φωνάζει “Geia sou!” στο κοινό του. Η επανένωσή τους πάνω στη σκηνή του Λυκαβηττού, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι, ξανάδωσε ζωή στα “Still Life”, “Darkness(11/11), “Sleepwalkers”, κρατώντας μας για το τέλος το “Man-Erg”, με την ψιλόλιγνη σιλουέτα του Hammill να τραβάει τις ματιές και τα χαμόγελα ευτυχίας όλων, είτε τραγουδούσε, είτε βρισκόταν στα πλήκτρα, είτε έκοβε βόλτες στη σκηνή. Τεράστια φυσιογνωμία ο σαξοφωνίστας David Jackson, ο οποίος «βιάζοντας» δύο σαξόφωνα ταυτόχρονα, προσέδιδε σε κάθε κομμάτι τη σαγήνη των ήχων τους, ή τα αντικαθιστούσε με τρομπέτα ή φλογέρα, εξίσου χαρισματικά. Η χθεσινή συνεύρεση και performance των «προοδευτικών παππούδων» στο Λυκαβηττό, ήταν ένα απ’ αυτά τα περίεργα παιχνίδια που διοργανώνει το σύμπαν ενίοτε, για να μας θυμίσει ότι μία στις χίλιες ευχές, πιάνει. Κι έτσι απλά, μετά μίας ώρας, μας άφησαν με το στόμα ανοιχτό, σηκώθηκαν, χαιρέτησαν κι έφυγαν, απολαμβάνοντας το χειροκρότημα.

Ευτυχώς μέχρι να βγουν οι Porcupine Tree, περίπου τρία τέταρτα αργότερα, προλάβαμε να πάρουμε και μια και δυο και τρεις ανάσες… Steven Wilson και πάλι on stage, ξεκινώντας με το τελευταίο album, από το οποίο και ακούσαμε “Deadwing”, “Lazarus”, “Halo” και “Arriving Somewhere”, περίπου μισή συναυλία δηλαδή. Σε κάθε πρώτη νότα, ο κόσμος μπροστά από τη σκηνή έδειχνε να παραληρεί και το headbanging να μεταδίδεται από τη μία παρέα στην άλλη. Ο μεγάλος χαμός επήλθε με το “Blackest Eyes”, προτελευταίο κομμάτι, καθώς ο χρόνος πιέζει όπως ανακοίνωσε ο Wilson κι εγώ βρίσκομαι ακριβώς μπροστά στη σκηνή για να ζήσω τα τελευταία λεπτά όσο πιο έντονα γίνεται. Μας αφήνουν με “Even Less”, εμφανώς έτοιμοι για encore, αφού τίποτα δεν τους κρατούσε μακριά από τη σκηνή. Η μελωδία του “Trains” ξεσπάει κι ο κόσμος μπορεί για μερικά ακόμα λεπτά να απολαύσει τον ξυπόλυτο Wilson και τους υπόλοιπους Porcupine να τα δίνουν όλα. Κι εγώ σιγά–σιγά απομακρύνομαι, ακούγοντας τον κόσμο να εκλιπαρεί για άλλο ένα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured