Οι Madrugada ήλθαν, πραγματοποίησαν δυο σχεδόν sold out συναυλίες, σαγήνευσαν και απήλθαν, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά το ιδιαίτερο δέσιμο –σχεδόν ερωτικό- που διατηρούν με το αγαπημένο τους ελληνικό κοινό. Και ταυτόχρονα τόνισαν το πόσο πιο πολύ τους ταιριάζουν οι μικροί, κλειστοί χώροι σε αντίθεση με τις ανοικτές σκηνές εν μέσω ενός φεστιβάλ.

Το Gagarin ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο και η παραμικρή κίνηση γινόταν με μεγάλη δυσκολία και προσπάθεια. Παρ’ όλα αυτά ο καλός εξαερισμός βοήθησε στην αποφυγή λιποθυμικών επεισοδίων, καθόλου απίθανων αν αναλογιστείτε την εποχή. Σ’ αυτό το κλίμα, το live άνοιξαν οι πολύ καλοί Έλληνες Broken Seals, κινούμενοι σε μονοπάτια των αντίστοιχων αμερικανικών επιρροών των headliners της βραδιάς και θυμίζοντας λίγο από Dream Syndicate και ίσως κάποιες παλιές στιγμές των R.E.M. Δεμένοι πάνω στη σκηνή, ευχάριστοι στην παρουσία τους και με πολύ καλές συνθέσεις.

Ακολούθησε ο Νορβηγός τροβαδούρος και φίλος των Madrugada, Vidar Vang, σε ένα καθαρά ακουστικό set, συνοδεία μόνον κιθάρας και φυσαρμόνικας. Ο συμπαθέστατος τυπάκος ήταν φανερά τρακαρισμένος, πράγμα που επέτεινε και η απαράδεκτη –στο μεγαλύτερο μέρος της παρουσίας του- οχλαγωγία από το, ως συνήθως, ανάγωγο αθηναϊκό κοινό. Κατάφερε όμως με το πέρασμα του χρόνου, να κερδίσει τη συμπάθεια των περισσοτέρων και μάλιστα στο τελευταίο κομμάτι, όλο το μπροστινό τμήμα του club χειροκροτούσε ρυθμικά και ο Vidar, σχεδόν μην πιστεύοντας την ανταπόκριση που έβλεπε, ξεθάρρεψε, έκανε δυο βόλτες δεξιά κι αριστερά αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδά. Πιθανότατα ήταν μια απ’ τις καλύτερες στιγμές της μέχρι τώρα καριέρας του και κάτι που σίγουρα θα θυμάται για πολύ καιρό.

Επιτέλους είχε έρθει η σειρά των Madrugada. Το νορβηγικό τρίο, με την προσθήκη νέου σουηδικού αίματος στα drums και τη ρυθμική κιθάρα, βγήκαν πολύ δυνατά στη σκηνή με τον Sivert να μαγνητίζει τα βλέμματα, με την κινητικότητα και τη ζωντάνια του, καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Σίγουρα, πλέον το συγκρότημα δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνη την ακίνητη, κρύα μπάντα που είχαμε πρωτοδεί στη σκηνή του Ρόδον πριν από 5 χρόνια, στην πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας. Η αναγνώριση που έχουν λάβει και οι εμπειρίες που έχουν αποκτήσει από τότε τους έχουν αλλάξει, δίχως αμφιβολία, προς το καλύτερο.

Μετά το πρώτα καταιγιστικά κομμάτια, το πρόγραμμα περιελάμβανε κάποιες πιο moody, αργές συνθέσεις, όπως Majesty, Black Mambo, Only When You’re Gone, με τον Sivert να εξακολουθεί να κρατά τον πρώτο ρόλο, μεταδίδοντας ατμόσφαιρα μελαγχολίας σε ολόκληρο το Gagarin. Τη σκυτάλη ξαναπήραν τα δυνατά κομμάτια προεξάρχοντος του Blood, Shot, Adult, Commitment όπου και τα παιδιά τα έσπασαν επί σκηνής, με τον κόσμο να χοροπήδα ενθουσιασμένος από κάτω! Στα δυο encore που ακολούθησαν, οι Madrugada του έδωσαν και κατάλαβε. Δεν βλέπουμε πολύ συχνά μπάντες να παίζουν κοντά στις 2 ώρες επί σκηνής και μάλιστα καταφέρνοντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κόσμου για το σύνολο της εμφάνισης τους. Πιθανόν κάποιοι από εμάς να κουράστηκαν με την ατελείωτη εκτέλεση του Sail In, αλλά μικρή σημασία έχει. Εκείνο όμως που είχε μεγάλη σημασία για τους παλιότερους οπαδούς ήταν το ότι θέση στο set κατάφεραν να βρουν μόνο 3 κομμάτια από εκείνο το φανταστικό ντεμπούτο-δίσκο των Madrugada, το υπέροχο Industrial Silence: Salt, Higher και Beautyproof αν δε με απατά η μνήμη μου. Ας όψεται το Deep End και το The Kids Are On High Street. Είναι δύσκολο να τους έχεις όλους ικανοποιημένους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured