Ουφ, αυτό ήταν! Το Synch festival έλαβε τέλος και το κυριακάτικο πρωινό μας βρίσκει ως είθισται σε κατάσταση ‘post-festival chill’ (κατά το post-orgasmic chill). Χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης; Πρησμένα μάτια από το συνεχόμενο ξενύχτι, μουδιασμένα πόδια, βουητό στα αυτιά, σκονισμένα παπούτσια, merchandise και προγράμματα πεταμένα εδώ και εκεί, φωτογραφίες να μεταφέρονται στον υπολογιστή και τηλεφωνήματα για ανταλλαγή εντυπώσεων. Πάνω απ’ όλα όμως το συναίσθημα ικανοποίησης για το overdose μουσικής και εικόνων, συναίσθημα τόσο δυνατό που έχει σπρώξει ουκ ολίγους από μας να τρέξουμε στην Αγγλία και να κυλιόμαστε επί μέρες στις λάσπες για ένα φεστιβάλ.

Κάτι τέτοιο δεν χρειάστηκε στην περίπτωση του Synch μια και ο προορισμός ήταν πολύ κοντινός, το βιομηχανικό Λαύριο. Το σκηνικό απίστευτο! Παλιές αποθήκες και μηχανουργεία, προσαρμοσμένα να στεγάσουν για ένα τριήμερο αρκετές από τις σύγχρονες μουσικές τάσεις. Η διοργάνωση τέλεια, μακράν η καλύτερη που έχει υπάρξει στα ελληνικά δρώμενα, με άνετη πρόσβαση (ε, βοήθησε και η μικρή προσέλευση του κόσμου), συνέπεια στο line up, ευρύχωρα και φτηνά bar, προσιτό εισιτήριο, medical help σε κεντρικό σημείο και πλήθος από χημικές τουαλέτες που θα ζήλευε και το Glastonburry.

Ας περάσουμε όμως στα τεκταινόμενα ξεκινώντας από την Πέμπτη, την πρώτη και κατά κάποιον τρόπο ‘εισαγωγική’ μέρα του Synch. Σε αυτήν το line up ‘περιοριζόταν’ στα 20 περίπου ονόματα (μα πού βρισκόμαστε, στο Sonar;) μοιρασμένα σε τρεις σκηνές. Η μικρότερη, τιτλοφορούμενη και ως ‘experimental stage’ τίμησε τον τίτλο της και στέγασε τις πιο ‘περίεργες’ μουσικές. Δυστυχώς ήταν και αυτή που δέχτηκε και το μεγαλύτερο πλήγμα από την μικρή προσέλευση του κόσμου, με αποτέλεσμα ειδικά τα πρώτα ονόματα να παίζουν μπροστά σε μονοψήφιο αριθμό ατόμων. Η 1st Stage είχε πιο ρυθμικές κατευθύνσεις αλλά και σε αυτή το κέφι φούντωσε αργά και συγκεκριμένα στη εμφάνιση του Luciano. Κατά την άφιξη μου στο φεστιβάλ, εκεί έπαιζε ο ταλαντούχος Peekay Tayloh, ο οποίος ήταν όπως αναμενόταν καλός αλλά ο πόλος έλξης εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην ‘Main Live Stage’ και λεγόταν Tikiman.

Η μεγαλύτερη και μοναδική ανοιχτή σκηνή, ήταν επίσης εντυπωσιακή. Άνετος χώρος, ετοιμόρροπα σπίτια στο background, φώτα και lazers και η πανσέληνος να ξεπροβάλει. Ο Paul St.Hilaire ή Tikiman, με το γνωστό Τζαμαϊκανό προφίλ εμφανίστηκε πλαισιωμένος από τους Scion οι οποίοι με τα laptops τους έδωσαν το ηλεκτρονικό background στο dub του Tikiman. Rhythm and Sound ήταν το μότο του Tikiman και περιέγραφε απόλυτα το ασταμάτητο dub που ακολούθησε για την επόμενη ώρα. Το φοβερό του κέφι μεταφέρθηκε γρήγορα και στο σχετικά μικρό κοινό (κατι ‘Athens massive’ που πέταγε ακουγόταν λίγο σαν ανέκδοτο) συντονίστηκε αμέσως με τους ρυθμούς του.

Πέρασμα στη συνέχεια από το dub στο afrobeat, με την main stage να θυμίζει κάτι από Womad. Ο 65άρης πλέον Tony Allen εμφανίστηκε στη σκηνή με τη μπάντα του και το μότο άλλαξε σε ‘Strictly Afrobeat’. Δικαιωματικά του ανήκει ο όρος, μια και αυτός με τον φίλο του Fela Kuti, ανακάτεψαν τη jazz και το funk με τους Αφρικάνικους ρυθμούς. ‘This is not funk, not rock, this is afrobeat’ μας είπε παρουσιάζοντας τη μουσική του, η οποία όμως είχε και funky ρυθμούς (ειδικά όσους κατεύθυνε το τρανταχτό μπάσο) και rock διαθέσεις. Τα σόλο διαδέχονταν το ένα το άλλο, με όλα τα όργανα να συμμετέχουν και το κέφι να ανεβαίνει, τόσο πάνω όσο και κάτω από τη σκηνή.

Επειδή όμως κινδυνέψαμε να ξεχάσουμε ότι είμαστε σε ένα κατά βάση ηλεκτρονικό φεστιβάλ (και να μαυρίσουμε πριν της ώρας μας), γραμμή για την experimental scene στην οποία εκείνη την ώρα εμφανιζόταν ο Θοδωρής Ζιούτος, ο οποίος μαζί με τον Αναστάση Γρίβα που ακολούθησε, έπαιξαν επί σκηνής με περίεργες συχνότητες σαν και αυτές που μας συνηθίζουν στο Μικρό Μουσικό Θέατρο. Σειρά είχε η γνώριμη ξανθιά φιγούρα του Vladislav Delay, ο οποίος όπως είχε κάνει και στο Bios, εμφανίστηκε και με τα δυο alter ego του. Σαν Vladislav Delay με την ambient και experimental περσόνα του και την επόμενη μέρα σαν Luomo με το vocal house alter ego του. Τη πρώτη βραδιά στη ουσία παρουσίασε το Demo(n) Tracks, το οποίο κινείται αργά με νωχελικούς ήχους που διακόπτονται από clicks, θορύβους και dub echoes. Η συνέχεια περιλάμβανε για τους περισσότερους αρκετό χορό υπό τους ήχους του Luciano, για άλλους πάλι με βαρύ πρόγραμμα και περιορισμένες αντοχές (σαν και εμένα) επιστροφή στο κρεβάτι, γιατί ο Delay είχε καθυστερήσει και η επόμενη μέρα αναμενόταν εξίσου απαιτητική.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured