Ήξερα πάνω – κάτω τι να περιμένω από τους Broadcast, έχοντάς τους δει ξανά στο παρελθόν, πριν από δυόμισι περίπου χρόνια, στην αλλοδαπή. Το ευτυχέστερο γεγονός ήταν ότι στην εδώ εμφάνισή τους εντυπωσιάστηκα ακόμη περισσότερο από εκείνη τη φορά, κι ας σημειωθεί πως τότε είχα πάθει πολύ απλά την πλάκα μου. Με ακόμη ένα άλμπουμ στις αποσκευές τους από τότε, το “Ha Ha Sound” (αν και να σημειωθεί στα μείον το ότι δεν το έχω ακούσει ακόμη, μα θα επανορθώσω πολύ σύντομα, αναπόφευκτα θα βρει τη θέση του στα ράφια της δισκοθήκης μου, πλάι στο συλλεκτικό tour ep που πουλούσαν και το οποίο δείχνει γιατί η ετικέτα Warp είναι το φυσικότερο label γι’ αυτούς), ήρθαν να μας αποδείξουν ότι αποτελούν ένα απ’ τα πλέον συναρπαστικά σύγχρονα Βρετανικά συγκροτήματα, ευρηματικά στην κατανομή των ρόλων που παίζουν οι κάθε είδους επιρροές τους στα τραγούδια τους και αφοπλιστικά στην ομορφιά των ατμοσφαιρικών και νοσταλγικών για το μέλλον κομματιών τους.

Το τρυκ του να φαίνονται απόκοσμοι και βγαλμένοι από μια cult ταινία των ‘70ς – χωρίς να το θέλουμε, στο μυαλό μας ήρθε μια γυναίκα να χορεύει ημίγυμνη ενώ επάνω της έπεφτε το ζωηρό κόκκινο φως που βγάζει μια lava lamp! - λειτούργησε μεγαλειωδώς και πάλι, προσθέτοντας διαστάσεις ακόμη μεγαλύτερες στα ήδη αχανή σε εικόνες και συναισθηματικές εκκρίσεις τραγούδια τους. Απ’ την άλλη είχαμε μια φοβερή μπάντα να κινείται με χαρακτηριστική άνεση σ’ ένα υλικό που έμοιαζε δύσκολο να αναπαραχθεί ζωντανά χωρίς να χάσει την μυστηριακή του ταυτότητα και τη λεπτομεριακή του ποιότητα. Καμία τέτοια τύχη! Το πενταμελές σχήμα από το Birmingham στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και με το παραπάνω, ιδιαίτερα ο απίστευτος ντράμερ που τράβηξε τα πιο πολλά βλέμματα επάνω του, σε στιγμές κυρίως που νόμιζες ότι τα χέρια του θα ξεκολλούσαν και θα έφευγαν τρέχοντας απ’ το σώμα του για να ανακουφιστούν απ’ την επίπονη δοκιμασία στην οποία τα υπέβαλλε! Εξίσου γοητευτική ήταν και η τραγουδίστρια Trish, που στεκόταν σαν μαγική φιγούρα μπροστά σε μια τελετή πρωτόγνωρη για τις αισθήσεις μας.

Η μουσική τους, τόσο χαρακτηριστική και βαθιά προσωπική εκ των πραγμάτων, πήρε άλλες διαστάσεις στη ζωντανή της ενσάρκωση, και έγινε απλά καλύτερη, αν και ο χαρακτηρισμός είναι απλοϊκός. Η ικανότητά τους να μεταπηδούν με πολύ φυσικό τρόπο από ένα motorik beat αλά Can σε μια χαμένη στα κινηματογραφικά ‘60ς ποπ ουράνια μελωδία φανερώνει μεθοδικότητα όσο και πηγαία αγάπη και ταλέντο για τη μουσική. Αυτός είναι και ο λόγος πιστεύω που ικανοποίησαν τους πάντες που τους παρακολούθησαν εκείνη τη βραδιά, ακόμη και τον φίλο μου το Θοδωρή που έβρισκε ότι δεν υπάρχει κανένας αυθορμητισμός στην εμφάνισή τους. Το μακρύ όμως αυτοσχεδιαστικό κομμάτι που έκλεισε την εμφάνισή τους, ένα εκπληκτικό ταξίδι που δεν έδειχνε που θα τελειώσει και αυτό ήταν πιθανόν και το μυστικό του, έκλεισε για τα καλά και το δικό του στόμα.

Πλήρως ικανοποιημένοι λοιπόν βγήκαν οι περισσότεροι απ’ το γνωστό κατώγι των Εξαρχείων, έχοντας μάλιστα σαν μια επιπρόσθετη ανάμνηση τη θετική κατά γενική ομολογία των Cloudscape που άνοιξαν τη βραδιά, αν και κατά τη δική μας άποψη, θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο στη σύνθεση, μιας και κανένα τραγούδι τους δεν είναι ικανό προς το παρόν να τραβήξει επάνω του την προσοχή μας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured