Συγκεντρώθηκε κάμποσος κόσμος στο Εθνικό Θέατρο γι' αυτήν την καθυστερημένη πρεμιέρα (σχεδιαζόταν για πέρυσι, μα την πρόλαβαν οι πολιτικές εξελίξεις), γι' αυτήν την οπωσδήποτε τολμηρή μετατροπή της σκηνικής σάτιρας του Georg Büchner σε όπερα. Επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρθαν στο Κτίριο Τσίλλερ με ανυπομονησία και περιέργεια. Στο πρώτο διάλειμμα, αρκετοί τιτίβιζαν απογοητευμένοι· στο δεύτερο, είχαν αναθαρρήσει· στο φινάλε –όσοι δεν έφυγαν στο μεταξύ διακριτικά– χειροκρότησαν ευγενικά και βιάστηκαν να εξέλθουν των θυρών, κι ας προσπάθησε ένας κύκλος φίλων των συντελεστών στους εξώστες να στήσει μια πιο θορυβώδη κερκίδα. 

Lena_2.jpg

Φταίμε κι οι δυο, όπως λέει κι εκείνο το παλιό τραγούδι του Γιάννη Πάριου. Το μεν κοινό γιατί μάλλον κάτι πιο συγκεκριμένο περιμένει πηγαίνοντας να δει όπερα, ο δε Κορνήλιος Σελαμσής –ο εμπνευστής της οπερατικής διάστασης του Λεόντιος Και Λένα– γιατί τα πόνταρε όλα σε κάτι που επιθυμούσε να είναι ριζοσπαστικά διαφορετικό, συγκριτικά με τα «δεδομένα». Το τέλος της 1ης πράξης κατέγραψε γλαφυρά την ασυνεννοησία και τον αντιθετικό ορίζοντα προσδοκιών, η 2η αποπειράθηκε να στήσει τις κατάλληλες γέφυρες, το φινάλε ωστόσο του έργου κατέδειξε ότι τελικά δεν επετεύχθη επικοινωνία. Λίγοι πιστεύω θα διαφωνήσουν πως είδαμε μια παράσταση που σε σημεία της υπήρξε ευρηματική και σύγχρονη, σε βαθμό μάλλον ασυνήθιστο για τα ντόπια στάνταρ. Αλλά εξίσου λίγοι θα πουν, με το χέρι στην καρδιά, ότι βρήκαν εν τέλει καλή ιδέα τη μεταφορά της σάτιρας του Büchner σε όπερα.

Lena_3.jpg

Στον βαθμό εντούτοις που όπερα σημαίνει σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, το Λεόντιος Και Λένα αρίστευσε. Ελένη Παπαναστασίου & Γιάννης Κιτάνης έφεραν έναν αέρα από Βερολίνο, στήνοντας ένα πλέγμα-θόλο από το οποίο κρέμονταν άπειροι θαρρείς κύλινδροι, σε διάφορα ύψη· στο ξεκίνημα μπορεί να μην γέμισε το μάτι, μα έπεισε πολύ γρήγορα, ιδίως όταν το είδαμε με φόντο τους καταπληκτικούς φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου ή αργότερα, όταν ανέλαβε να παίξει τον αφαιρετικό ρόλο των ιταλικών κήπων όπου άνθισε ο έρωτας του φυγόπονου πρίγκιπα του Ποπό και της ανεύθυνης πριγκίπισσας του Πιπί. Τα κοστούμια πάλι της Ιωάννας Τσάμη ήταν όσο χρωματιστά, εκκεντρικά και μοντέρνα έπρεπε, με τη γκουβερνάντα της Λένας (θαυμάσια ενσαρκωμένη επί σκηνής από τη Λητώ Μεσσήνη), να στέκει ως μία από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες που απολαύσαμε τελευταία σε ελληνική παράσταση.

Lena_4.jpg

Η κίνηση πάλι των πρωταγωνιστών (δουλειά της Σταυρούλας Σιάμου) κρίνεται εξαιρετική –σαν χορογραφία έμοιαζε, ανά περιστάσεις– ενώ και η σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη στάθηκε καταπληκτική: στην πρώτη πράξη, βλέπαμε τον Λεόντιο μόνο από τη μέση και πάνω, με το φοβερό του μαλλί να γίνεται άμεσα κομμάτι του χαρακτήρα του· στη δεύτερη, τον είδαμε άξαφνα ανάμεσά μας, εκεί μπροστά από την πρώτη σειρά των θεατών, να γκρινιάζει για τη στενότητα του κόσμου, αργότερα και σε έναν από τους εξώστες. Υπήρχε επομένως μια διευρυμένη αντίληψη του τι σημαίνει «σκηνή», την οποία βρήκα πολύ επιτυχημένη.

Στον βαθμό από την άλλη που όπερα σημαίνει μουσική, λιμπρέτο και τραγούδι, νομίζω πως σημειώθηκαν οι πιο διακριτές ήττες. Ο Σελαμσής έγραψε βέβαια μια πολύ απαιτητική παρτιτούρα, που συχνά διέθετε κάτι από την ορμή, τη σκέψη και την πρωτοπορία του Mauricio Kagel, «ποιότητες» που μπόρεσε κι απέδωσε η ορχήστρα δωματίου, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Ζιάβρα, καθώς και οι εντυπωσιακές συμμετοχές των δύο ακροβολισμένων δεξιά κι αριστερά κρουστών σε διάφορες ηχητικές κατασκευές, οι οποίες τόνιζαν τη γενικότερη εικαστική διάσταση του όλου θεάματος. Σε πολλά ωστόσο σημεία, η μουσική αυτή δεν έδειχνε να συμβαδίζει αρμονικά με το κείμενο: άλλοτε έδειχναν κόσμοι παράταιρα συγκολλημένοι, άλλοτε η μουσική «χανόταν», άλλοτε (ιδίως στο ξεκίνημα της 3ης πράξης) επισκίαζε θαρρείς τα πάντα με την περιπετειώδη της πλοκή.

Lena_5.jpg

Πιο ξεκάθαρη απογοήτευση υπήρξε νομίζω το λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή –λαμπρά μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον δικό μας Δημήτρη Μεντέ για τους υπέρτιτλους, που δεν βοήθησαν μόνο τους ξένους επισκέπτες, μα ενίοτε κι εμάς, σε σημεία όπου οι λέξεις χάνονταν. Η ποιητική ανασύνθεση/συμπύκνωση μπορεί να μην φοβήθηκε το ατόφιο χιούμορ και να μην έχασε τα ερωτήματα που έθεσε τον 19ο αιώνα το κείμενο του Büchner, όμως σε ελάχιστα σημεία έπεισε ότι αυτό μπορούσε πράγματι να γίνει όπερα. Έτσι, μείναμε με μια τραγουδιστική αντίληψη του κειμένου πολύ κουραστική για τις ακροαστικές αισθήσεις στους τονισμούς των λέξεων (ειδικά στην 1η πράξη), η οποία δεν άφησε παρά περιορισμένο χώρο για να απολαύσουμε τις εγνωσμένης αξίας φωνές του Τάση Χριστογιαννόπουλου (Λεόντιος), της Δώρας Μπάκα (Λένα) και του Χάρη Ανδριανού (Βαλέριος). Όταν πάντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν απέτυχαν να εντυπωσιάσουν με την τέχνη τους.

Κάποια πράγματα κερδήθηκαν λοιπόν, άλλα όμως χάθηκαν. Και νομίζω εν τέλει ότι χάθηκαν τα πιο κρίσιμα, εκείνα που εξ αρχής είχαν και τον βαρύτερο ρόλο στο όλο εγχείρημα, αφού καλούνταν να πείσουν και μας ότι το Λεόντιος Και Λένα γινόταν να μετατραπεί σε μοντέρνα όπερα. Παρά ταύτα, ο Κορνήλιος Σελαμσής τόλμησε να μας προτείνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Οι ιδέες του αυτές, σε συνδυασμό με την ενάργειά του ως συνθέτη, αποτελούν νομίζω σημαντική παρακαταθήκη για το τι μπορούμε να δούμε στο μέλλον εκ μέρους του, σε εκδοχές πιο πετυχημένες μα και ευτυχέστερες για τα αυτιά μας.

{youtube}moO8C8XfBtc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured