Εκείνη την εποχή, είχαμε ακόμη εμπιστοσύνη. Πελώρια, γεμάτη, αναγκαία εμπιστοσύνη. Δε μας χτυπούσε αλύπητα η μπουρδολογία και τα τεχνάσματα, διψάγαμε περισσότερο (θες καβλωμένοι, θες άμαθοι), επιμέναμε να συγκρατήσουμε το νόημα όπου το βρίσκαμε, ήταν αδύνατο να σταματήσουμε, και ούτω καθεξής. Μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν εκείνοι που μονοπωλούσαν την πίστη μας κι απομυζούσαν τις ελπίδες μας, περιμένοντας τους να μας φανερώσουν όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή δε γνωρίζαμε. Ένα από τα έμπιστα δάχτυλα είχε κρικάκι της ακατάτακτης Mississippi Records με τελεσίδικη κατεύθυνση την επαναβίωση hard to find συναισθημάτων.
Στα όρια του επίσημου (με γνώμονα τουλάχιστον την απευθείας συνεννόηση με τους δημιουργούς και τις οικογένειες τους μιας καταπώς μας πληροφορούν ποτέ δεν αγοράζουν τα master rights αλλά λειτουργούν περισσότερο ως διαμεσολαβητές αυτών), πρωτοξεκίνησε το 2003 από τον Alex Yusimov, έτρεξε με ορμητήριο το Portland του Oregon από τον Eric Isaacson, αλλά και από το Montreal του Canada με τον σκαφτιά Warren Hill, με στόχο τα «δεύτερα», με όσα παράπεσαν στη λήθη, με μέθοδο για την επανακαταγραφή αμερικάνικων αλλά και εθνολογικών ιστοριών, ανεξαρτήτως ειδών. Ο Κώστας Μπέζος συναντά τους Dead Moon τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο Michael Hurley την Emahoy Tsege Mariam Gebru, οι Weeds τον Alan Lomax, o Skip James την Clara Rockmore. Είναι να το έχεις το αισθητήριο, το χέρι, τ’αυτί μα και τη διαίσθηση για τις παραπεταμένες από τους πολλούς επιλογές (στα καθ’ημάς, ο Πέτρος Μαλεύρης ήταν μια ξεχωριστή τέτοια περίπτωση με το diggin στίγμα του οξυδερκούς για το ετερόκλητο, μιαν εκδοχή μπροστάρη κι όχι ακόλουθου των trends). Στη Mississippi δε βολευόντουσαν, και δε βολεύονται με το άυλο. Ανθολογούν και καταγράφουν. “Always – Love Over Gold”, με μότο την αγάπη, υπεράνω χρημάτων και με μονοφωνικό σύνθημα το "Listening To The World-One Record At A Time”.
Χάρη στη Mississippi μάθαμε τον Philip Cohran, 17 χρόνια πίσω, με αφορμή την επανέκδοση μιας ζωντανής εμφάνισης του στο Afro-Arts Theater στις 25 Φεβρουαρίου του 1968. Μια deep-jazz ηχογράφηση που πρωτυπώθηκε στη Zulu κι αφορούσε 4 μέρη βασισμένα στα στάδια της ζωής του Malcolm X. “Malcolm Little”, “Detroit Red”, “Malcolm X” και “El Hajj Malik El Shabazz”, ένα σχέδιο ενορχηστρωμένο από τον τρομπετίστα που εφηύρε το Frankiphone, από το συνιδρυτή της Association for the Advancement of Creative Musicians, από εκείνον για τον οποίο το Wire κάποτε έγραψε πως «Οι αστρονόμοι πλέον αποδέχονται ότι ο Sun Ra προήλθε από τον Κρόνο, αλλά κανένας τους δεν μπορεί να εντοπίσει τους «χώρους» που ο τρομπετίστας και συνθέτης Phil Cohran έχει αποκαλέσει πατρίδα. Από τότε που αποσχίστηκε από τον Ra, έχει χαράξει νέες τροχιές στο μαύρο στερέωμα· το συγκρότημά του, οι Artistic Heritage Ensemble, λειτουργεί ως ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στην Αναγέννηση, το AACM του Chicago, το Agharta του Miles Davis και τους Earth, Wind & Fire».
Και τι καταγράφηκε σε εκείνη την ηχογράφηση του πατέρα των 7 από τους 8 Hypnotic Brass Ensemble; Μα πως τελικά η υπερπήδηση των ορίων αιτιολογείται ως ουσιαστικό υλικό στοιχείο της μουσικής, και εν γένει της τέχνης, αν κι εφόσον αποτελεί μια επαναστατική δήλωση, κι όχι στυλιζαρισμένο σχήμα καλλωπιστικού λόγου. Και, πιστέψτε με, ακούγοντας το δίσκο εκείνο ήταν πια αδύνατο πια να σταματήσουμε, αδηφάγα κι επίμονα, να αναζητούμε ανάλογες δισκογραφικές εμπειρίες, επομένως όταν το 2010 ξαναείδαμε στο οπισθόφυλλο ενός δίσκου (μιας και το εξώφυλλο δεν έγραφε τίποτα ) με το όνομα του Cohran στην παρωπλισμένη πια Captcha Records (ανενεργοί πειρατές από το 2016, με κατάλογο εκτεινόμενο από δίσκους τους Ty Segall έως κασσέττες του BBJr), δεν υπήρχε καμιά υποψία, καμιά τάση παράβλεψης.
Η ιστορία έλεγε πως το 1993 το πλανητάριο Adler στο Chicago ζήτησε από τον Kelan Phil Cohran να γράψει μουσική για ένα πρόγραμμα με τίτλο African Skies. «Το πρόγραμμα συνδύαζε επιβλητικά αστρονομικά πλάνα από αστεροσκοπεία σε ολόκληρη την Αφρική με τη μουσική του Cohran, μια σουίτα που αποπνέει ταυτόχρονα ευλάβεια και περιέργεια. Τη συνέθεσε για ένα σπάνιο σύνολο: δύο κοντραμπάσα, δύο άρπες, κρουστά, βιολί και σαξόφωνα που σχηματίζουν τόξα σαν αστερισμούς, φωνή, και το Frankiphone, τη δική του ηλεκτρική kalimba, της οποίας τα ρυθμικά τσιμπήματα δημιουργούν λαβυρινθικές, κυκλικές μελωδίες. Η ατμόσφαιρα μοιάζει τελετουργική, σχεδόν άυλη, μα ταυτόχρονα γειωμένη στον ανθρώπινο παλμό και την ανάσα. «Μελετώντας τη μουσικολογία και αργότερα ασχολούμενος με την αστρονομία και την αρχαιοαστρονομία και βλέποντας το αληθινό όραμα της ιστορίας», είπε ο Cohran για την πορεία του, «ήταν σαν να ανακαλύπτεις ένα χρυσωρυχείο μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ». Αυτή η αποκάλυψη εμψυχώνει το African Skies. Ο Cohran αφιέρωσε το έργο στον Sun Ra, ο οποίος πέθανε μόλις λίγες εβδομάδες μετά την ηχογράφηση — μια ήσυχη προσφορά από έναν ουράνιο ταξιδιώτη σε έναν άλλον. «Ο Sun Ra μου έμαθε το ένα πράγμα που πραγματικά έκανε τη διαφορά στη ζωή μου», είπε χρόνια αργότερα, «κι αυτό είναι: Ό,τι θέλεις να κάνεις, κάν’ το συνεχώς». Το African Skies ενσαρκώνει αυτό το μάντρα» γράφουν μεταξύ άλλων στο νέο δελτίο τύπου, κι αυτή είναι κι η αφορμή αυτού του κειμένου μιας και το African Skies, 15 χρόνια μετά, έπειτα από απίθανα δημοπρατικά σκορ στη δευτερογενή αγορά του discogs και του eBay, είναι και πάλι εδώ.
Η Stones Throw εγκαινίασε μια νέα ετικέτα με το όνομα Listening Position, ξεκινώντας με την επανέκδοση του African Skies βασισμένη στο αρχικό DAT. Ο Jake Viator, υπεύθυνος της ετικέτας, έχασε χιλιάδες δίσκους, ανάμεσά τους και αυθεντικά LP του Cohran, στη φωτιά του Eaton. Αυτή η απώλεια τον ώθησε προς τη διατήρηση, όχι την κατοχή. Μιλά για την «απελευθέρωση της μουσικής» από υπόγεια και αποθήκες και τη διάθεσή της στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο πιστότητας. «Δεν κατάλαβα τον Coltrane μέχρι που τον άκουσα σε ένα σύστημα μεγαλύτερο από μένα, σε mono», λέει στις σημειώσεις της έκδοσης. «Θέλω να αφαιρέσω τα εμπόδια ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ηχοσυστήματά τους, παράγοντας τους καλύτερα ηχογραφημένους δίσκους που μπορούν να υπάρξουν». Οι αρχικές κασέτες DAT αποκαταστάθηκαν από τον ηχολήπτη Michael Graves και επιμελήθηκαν από τον Gary Salstrom στην Paramount Pressing. Από τις 7 Νοεμβρίου η επανέκδοση κυκλοφορεί στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη μπορείτε να κάνετε την προπαραγγελία σας και να την υποδεχτείτε στις αρχές του επόμενου έτους.
Στο bandcamp, χωρίς κοινότοπες μεσιτείες και δίχως αντιπερισπασμούς, ακόμη κι αν δεν έχετε καμιά εμπιστοσύνη στα κεκτημένα της Stones Throw, στα παραπάνω γραφόμενα, ή στην επιστρατευμένη bold-αρισμένη επισήμανση (άνευ τελικά σημασίας για το περιεχόμενο) αναφορικά με τις τιμές του δίσκου ως αποτέλεσμα μανίας των συλλεκτών, σας προτρέπω να πατήσετε το play τουλάχιστον στο “White Nile”.
10 λεπτά και 10 δευτερόλεπτα, ένα cosmic οριστικό χτύπημα.
Υγ. Δίσκοι σαν το African Skies έχουν παρελάσει σε καιρούς εμπιστοσύνης από blogs, υποφωτισμένες διαδικτυακές αναφορές αλλά κι από το παλμαρέ της στήλης Diggin του Ζώη Χαλκιόπουλου που έκλεισε τα 200, και στέλνουμε τα Χρόνια μας Πολλά!









