Ήταν «γεμάτη» η επίσημη συναυλιακή πρώτη της νέας δουλειάς του Μπάμπη Παπαδόπουλου στο θέατρο Πόρτα. Πλήρης τόσο από την άποψη της προσέλευσης του κόσμου, όσο και από εκείνη της μουσικής, των δομικών και των συναισθηματικών της συνισταμένων. Όπως δηλαδή έπρεπε για έναν από τους πιο όμορφους εγχώριους δίσκους των τελευταίων ετών. 
 
Βγαίνοντας μετά τη συναυλία στη Μεσογείων, μου ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε πει ο Παπαδόπουλος στην πρόσφατη συζήτησή μας (ολόκληρη εδώ): «υπάρχει πολυπλοκότητα, αλλά αυτή η πολυπλοκότητα έχει μια απλότητα». Όντως, κάπως έτσι είχε το πράγμα. Απ’ τη μία δηλαδή παρατηρούσες την εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση, τις ευφυείς συνδέσεις και αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ των οργάνων, τις λεπτές διακυμάνσεις στις δυναμικές· κι απ’ την άλλη την ίδια τη φύση των μελωδιών, οι οποίες αρκούνταν στα λίγα για να πουν πολλά, και τις μικρές τους ευθείες που έμεναν πάντοτε στο απαραίτητο, δίχως να χάνουν στιγμή τη σαφήνεια και τη συναισθηματική τους διαύγεια. 
 
Αυτή η απλότητα μετράει πολύ στη μουσική του Παπαδόπουλου· όπως επίσης μετράει και μια πηγαία ρυθμικότητα, η οποία βάζει τα πράγματα σε μια σειρά, δίνοντας ακόμα και σε μελαγχολικές μελωδίες μια παράξενη εξωστρέφεια. Ακόμα κι εκείνος ο αργός και χαμηλότονος διάλογος μεταξύ της κιθάρας του Παπαδόπουλου και του κοντραμπάσου του Διονύση Μακρή στην “Πρώτη Αχτίδα” δεν παγιδευόταν στην εσωστρέφειά του, ίσως γιατί γενικότερα οι συνθέσεις διέπονται από ένα εξαιρετικό ένστικτο αυτοπεριορισμού: ξέρουν να εκτείνονται μέχρι εκεί όπου αντέχουν, δεν ξεχειλώνουν και δεν περιττολογούν ποτέ. 
 
Babisporta_2
 
Παρ' όλο που οι συνθέσεις του Μέσα Στον Πόνο Είν’ Η Χαρά, Μες Στην Χαρά Είναι Ο Πόνος παίχτηκαν χωρίς να απομακρύνονται ιδιαίτερα από τη στουντιακή τους απεικόνιση (και παίχτηκαν, αν δεν κάνω λάθος, όλες), στη συναυλία ορισμένα πράγματα απέκτησαν μια ενισχυμένη δυναμική. Ίσως γιατί οι δομές τους στηρίζονται έτσι κι αλλιώς σε μια κίνηση, μοιράζοντας και ξαναμοιράζοντας τις προτεραιότητες και μεταφέροντας παιχνιδιάρικα την ένταση από το ένα όργανο στο άλλο. Πολλές φορές το κουιντέτο «έσπαγε» σε μικρότερα υποσύνολα, δημιουργώντας νέες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις, πιο εσωτερικές μέσα στη δομή του σχήματος. Άκουγες λ.χ. μια φράση να ξεκινά απ’ το μπουζούκι του Δημήτρη Βλαχομήτρου και να καταλήγει στην κιθάρα του Παπαδόπουλου (“Υποκρισία”), τους φευγαλέους ελιγμούς στο βιολί του Μιχάλη Βρέτα να μπαίνουν μέσα σε αυτούς της βιόλας του Φώτη Σιώτα (λ.χ. στο “Χορό Με Τη Φωτιά”), με το μπάσο του Μακρή στη μέση να βαδίζει με σιγουριά πάνω στην ραχοκοκαλιά των συνθέσεων –εννοείται ότι ο παραπάνω σχηματισμός δεν ήταν παγιωμένος, αλλά αναδιαμορφωνόταν κι εκείνος με την πρώτη ευκαιρία. Έβλεπες, δηλαδή, μια πληθώρα σχέσεων να αναπτύσσονται, οριζοντίως και καθέτως· μια κίνηση που κρατούσε τους πάντες (οργανοπαίχτες και κοινό) σε διαρκή εγρήγορση. Κι όμως, η κατάληξη των παραπάνω δεν έπαιρνε στριφνούς, ελιτίστικους δρόμους. Αντιθέτως, διατηρούσε πάντα μία αφοπλιστική απλότητα… 
 
Babisporta_3Ας τονιστεί η εξαιρετικά προσεγμένη διαχείριση των δυναμικών διακυμάνσεων, με τις εντάσεις να αποκτούν πολλά ενδιάμεσα μεταξύ της σιωπής και της έκρηξης. Όπως και το γεγονός ότι η ορχήστρα επί σκηνής ήταν ιδιαιτέρως καλοκουρδισμένη, αποδίδοντας υποδειγματικά αυτές τις λεπτές διακυμάνσεις, ενώ ταυτόχρονα υπηρετούσε την απλή μα απαιτητική λογική στην οποία στηρίζονται οι συνθέσεις του Παπαδόπουλου (απαιτητική ως προς τους ιδιαίτερους χρονισμούς της, καθώς πολλές φορές οι φράσεις των οργάνων ξεκινούσαν από διαφορετικές χρονικές αφετηρίες, παίζοντας ο ένας στο ενδιάμεσο του μετρήματος του άλλου). 
 
Ήταν λοιπόν εξαιρετικά τα δυο βιολιά –του Βρέτα και του Σιώτα– όταν έπαιρναν τα κομμάτια πάνω τους, με απόλυτο συγχρονισμό μεταξύ τους και με μεγάλη ποικιλία στις εκφράσεις τους (μέχρι και σαν θέρεμιν ακούστηκαν στο “Μ’ Έναν Φίλο Απ’ Τα Παλιά”), ενώ σε 4-5 κομμάτια είχαν και την επιπλέον βοήθεια από το τσέλο του καλεσμένου της βραδιάς, του Τάσου Μισυρλή. Και ο Δημήτρης Βλαχομήτρος, βέβαια, τις έριξε τις νταλκαδιάρικες πενιές του (λ.χ. στο “Να Φύγεις”), αν και τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε αφοσιωμένος στη διάδραση με την κιθάρα του Παπαδόπουλου. Ευνοήτως και οι δρόμοι στην τελευταία διέθεταν το δικό τους ενδιαφέρον –είτε αποφάσιζαν να ηγηθούν, είτε κρατώντας τα μπόσικα όταν το επίκεντρο μετατοπιζόταν αλλού– ενώ το μπάσο του Μακρή ήταν μεν στιβαρό και αρκούντως γκρουβάτο, σπάνια όμως οδηγούσε σε εκπλήξεις. 
 
Babisporta_4
 
Εκτός από τον νέο δίσκο, ακούστηκαν και αρκετές συνθέσεις από τη Σπηλιά Του Δράκου (λ.χ. το “Ένα Τραγούδι Απ’ Τ’ Αλγέρι” του Καλδάρα, το οποίο άνοιξε τη συναυλία, ο “Συνάχης” του Βαμβακάρη ή “Το Μινόρε Του Τεκέ” του Χαλκιά), ενώ δεν παραλείφθηκε και μια επίσκεψη στις Σκηνές Από Ένα Ταξίδι (το πρώτο σόλο άλμπουμ του Παπαδόπουλου), με τα “On The Road” και “Au Revoir” να είναι αυτά που πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη μου. Το σετ ήταν γενικώς χορταστικό –θα πρέπει να άγγιξε τις 2 ώρες– με μπόλικες συναισθηματικές διακυμάνσεις και αποκορύφωμα το σχεδόν ξεσηκωτικό “Μ’ Έναν Φίλο Απ’ Τα Παλιά” το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε γενική αποθέωση. Υπήρχε κι ένα ατύχημα στο encore, με τον καβαλάρη του κοντραμπάσου να ξεχαρβαλώνεται, καθιστώντας αδύνατη την τυπική ολοκλήρωσή του. Άνευ ουσιαστικής σημασίας βέβαια το τελευταίο, καθώς τα όσα ωραία είχαν προηγηθεί δεν νομίζω να άφησαν κανέναν με την αίσθηση του ανικανοποίητου…
 

{youtube}qct270f8uiw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured