Αν κάτι έγινε εμφανές τη Δευτέρα στο Μέγαρο, είναι πως οι Φίλοι της Μουσικής έχουν πολυάριθμους φίλους: γέμισε η ευρύχωρη αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης –κάτι σκόρπια καθίσματα έμειναν μόνο άδεια– και μάλιστα από κοινό κατατοπισμένο, που ήρθε να δώσει τον δικό του τόνο στην εορταστική ατμόσφαιρα για τα 60 χρόνια του συλλόγου. Στην όλη θετική εντύπωση συνείσφερε όμως και η Camerata Junior, το νυν καμάρι των Φίλων της Μουσικής, που στην τρίτη σαιζόν ύπαρξής της μας έκανε μια μικρή επίδειξη δυνατοτήτων πριν περάσουμε στις θέσεις μας, παίζοντας στον εξωτερικό χώρο του πρώτου ορόφου, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Σέμση.

60xroniafiloi_2

Ανάλογο τόνο, πάντως, απέτυχαν να δώσουν οι εισαγωγικές εισηγήσεις. Κι αν το είχα σίγουρο ότι δεν θα άκουγα παρά τα γνωστά κλισέ στον χαιρετισμό του Υπουργού Πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου (ευτυχώς έλειπε στις Βρυξέλλες), εντούτοις περίμενα κάτι πιο ζεστό/ξεχωριστό από τον νυν Πρόεδρο των Φίλων, Πάνο Δημαρά. Ούτε όμως το ταινιάκι του Αναστάση Αγάθου για την ιστορία του συλλόγου με ικανοποίησε. Με φτωχό υλικό αρχείου και (συχνά) με ανέμπνευστα πλάνα, έδειξε τους νυν ιθύνοντες ως μια γενιά διαχειριστών που προσπαθεί να διατηρήσει την κληρονομιά ικανότερων προκατόχων, αναζητώντας –κάπως εναγωνίως;– πατήματα στο σήμερα. Μου έμεινε επίσης η εντύπωση πως δόθηκε υπερβολική έμφαση στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη. Παρά το (αναμφίβολο) εκτόπισμά του στα πράγματα, ας μην ξεχνάμε ότι ευτύχησε να είναι Πρόεδρος στη Μεταπολίτευση (1977-2009), έχοντας έτσι πολύ πιο πρόσφορο έδαφος να δράσει από εκείνο που διέθετε π.χ. ο Λάμπρος Ευταξίας (1954-1968), η εποχή του οποίου πέρασε δυστυχώς ως μια απλή σημείωση. 

60xroniafiloi_3

Αλλά το μουσικό κομμάτι των εορτασμών αποδείχθηκε τόσο ωραίο, ώστε γρήγορα έσβησε κάθε γκρίνια και δυσφορία. Την αρχή έκανε η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση, πρώην υπότροφος των Φίλων στο Βερολίνο, η οποία διακρίθηκε πέρυσι στην Κρατική Όπερα της Δρέσδης παίζοντας τη Βασίλισσα της Νύχτας στον Μαγικό Αυλό (σε λίγες μέρες θα τη δούμε ως Τζίλντα στον Ριγκολέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής). Η Πουλίτση πραγματοποίησε θεαματική επίδειξη φωνητικής αρτιότητας στην άρια "Φως Ετούτης Της Ψυχής (O Luce Di Quest' Anima)" από την όπερα Linda Di Chamounix του Gaetano Donizetti, αποδίδοντας εξαιρετικά όλο το βουγιουκλακικό σκέρτσο με το οποίο η πρωταγωνίστρια (η Λίντα) διηγείται τον κρυφό της έρωτα για τον περιπλανώμενο ζωγράφο Κάρλο.

60xroniafiloi_4

Ο Καλαματιανός βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς –πρώην υπότροφος των Φίλων στην Κρεμόνα, διακεκριμένος συνεργάτης της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου– δοκιμάστηκε πάλι σε άρια εντελώς διαφορετικών απαιτήσεων: ανέλαβε να αποτυπώσει τα συναισθήματα του Ζεράρ στο "Εχθρός Της Πατρίδος; (Nemico Della Patria?)" από την όπερα του Umberto Giordano André Chénier, καθώς του ζητείται να υπογράψει την παραπομπή του πρωταγωνιστή σε μια άδικη δίκη, κάτι που τον οδηγεί να αμφισβητήσει όσες ιδέες τον είχαν παρακινήσει να στηρίξει τη Γαλλική Επανάσταση. Όχι μόνο φωνητικά, μα και με τη στάση του σώματός του και την έκφραση του προσώπου του, ο Πλατανιάς έπλασε έναν Ζεράρ σκυθρωπό, συνοφρυωμένο, με μια κοχλάζουσα θλίψη. Κατόπιν, ντουέτο με την Πουλίτση, μας χάρισαν μια γεύση από Ριγκολέτο, τραγουδώντας το "Mio Padre! Dio! Mia Gilda! Sì, Vendetta...". Να σημειωθεί ότι πανάξιος συνοδός τους στο πιάνο ήταν ο Δημήτρης Γιάκας.

60xroniafiloi_5

Η συνέχεια της βραδιάς άνηκε στην Καμεράτα, που μπορεί πλέον να έχει ανοίξει τα φτερά της, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ήταν και παραμένει η Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής. Όρθιος απέναντί της, ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος ανέλαβε τον διπλό ρόλο του μαέστρου/τσεμπαλίστα, οδηγώντας τη σε μια απαιτητική εκτέλεση του "Battalia" του Heinrich Biber, με όργανα της μπαρόκ εποχής. Η Καμεράτα στάθηκε μια χαρά και έπαιξε μάλιστα κατά τρόπο διονυσιακό, αποτυπώνοντας επιτυχώς το πνεύμα της πρωτότυπης σύνθεσης, η οποία φιλοδόξησε να συνδυάσει το εμβατηριακό των πολεμικών ασμάτων με τη βακχική ανάταση. Δεν βρήκα ωστόσο την ίδια τη σουίτα ως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, με την ηχηρή εξαίρεση του καταπληκτικού δεύτερου μέρους της "Η Έκλυτη Σύναξη Των Μεθυσμένων Μισθοφόρων (Die Liederliche Gesellschaft Von Allerley)", όπου ο Biber έχει πραγματοποιήσει μια «άναρχη» διάταξη μοτίβων από λαϊκά τραγούδια της Γερμανίας και της Βοημίας, κυοφορώντας κάτι από το μοντέρνο πνεύμα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.

Οι εορτασμοί θα έκλειναν με τη σύμπραξη του Λεωνίδα Καβάκου και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (σε διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου), οι οποίοι διάλεξαν τα δύσκολα: το "Κονσέρτο για Βιολί σε Ρε Μείζονα, έργο 77" του Johannes Brahms –ένα έργο που ο συνεργάτης του τελευταίου, Joseph Joachim, εξασφάλισε ότι θα μπορούσε να ακούγεται σωστά μόνο με την παρουσία ενός αληθινά προικισμένου δεξιοτέχνη, ανεξάρτητα από το πόσο καλά θα στεκόταν η υπόλοιπη ορχήστρα. Κι αν αμφέβαλλε κανείς για το κατά πόσο ο Καβάκος είναι αυτός ο δεξιοτέχνης (ή για το ότι πρόκειται γενικότερα για έναν από τους πλέον χαρισματικούς μουσικούς αυτού του τόπου), τα ηχηρά χειροκροτήματα, τα μπράβο, οι ιαχές και τα... ποδοβολητά στο φινάλε λίγα περιθώρια θα άφηναν για να μην αλλάξει γνώμη• τα οποία θα εξανεμίζονταν με μια έστω ματιά στα πρόσωπα των βιολιστών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, άξιων εκτελεστών, που όμως είχαν μείνει να κοιτάζουν τον Καβάκο με ένα γνήσιο μίγμα απορίας και θαυμασμού αποτυπωμένο στα πρόσωπά τους.

60xroniafiloi_6

Η εκτέλεση ξεκίνησε βέβαια με ατύχημα. Αρκετά νωρίς, ο Καβάκος έκανε μια απότομη κίνηση κι έσπασε μια χορδή στο βιολί του, προξενώντας κατόπιν έναν μικρό πανικό καθώς –άκομψα– έδωσε το χαλασμένο όργανο στον αρχιβιολιστή της ΚΟΑ επιδιώκοντας να συνεχίσει, αναγκάζοντας εκείνον να το πασάρει στον διπλανό του ώστε να μπορέσει να παίξει, με αποτέλεσμα μια... σκυταλοδρομία χαλασμένου βιολιού, στην οποία έβαλε τέλος ο Χριστόπουλος, διακόπτοντας για λίγο την παράσταση. Αναγκαστικά, το Κονσέρτο ξεκίνησε ύστερα από την αρχή και –επειδή δεν είναι όλα θέμα πιστής απόδοσης της παρτιτούρας– η νέα εισαγωγή δεν διέθετε εκείνο το «κάτι» της προηγουμένης.

Γρήγορα πάντως όλοι βρήκαν τα πατήματά τους: η μεν ΚΟΑ στάθηκε στο ύψος της, παραδίδοντας ένα γαλήνιο "Adagio" με τα όμποε και τα πνευστά της, ο δε Καβάκος ανέβαζε διαρκώς στροφές από τη στιγμή που έφτασε στο γνωστό «τσιγγάνικο θέμα» κι έπειτα. Πρώτα δηλαδή ως «τρελός Τσιγγάνος», ύστερα ως ζηλευτός ελεύθερος αυτοσχεδιαστής –στον σχετικό χώρο που υπάρχει για κάτι τέτοιο στο πρώτο μέρος– και τέλος ως ο απελευθερωμένος από την ορχήστρα σολίστας που λάμπει απλά και μόνο χάρη στο μέταλλο της δεξιοτεχνίας του και στη βαθύτερη αντίληψή του για τη συναισθηματική δυναμική του βιολιού. Από όποια πλευρά κι αν το εξετάσετε, ο Λεωνίδας Καβάκος στάθηκε τη Δευτέρα το βράδυ εκείνος ο σολίστ που έπλασε με τη φαντασία του ο Joachim, πίσω στο 1878. Και δικαίως καταχειροκροτήθηκε, οδηγώντας έτσι τους εορτασμούς για τα 60 χρόνια των Φίλων της Μουσικής στο αποκορύφωμά τους.



{youtube}rCWkgJtnSkw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured