Aν ρίξετε μια ματιά στη σελίδα του Σταμάτη Κόκοτα στη Βικιπαίδεια, θα παρατηρήσετε πως ξεκινάει με τη φράση «γεννημένος στις 23 Μαρτίου 1937 στο Αγρίνιο ή, κατ' άλλους, το 1941 στην Αθήνα». Ανάλογες αμφιβολίες υπάρχουν για την ακριβή ημερομηνία γέννησης του Μπετόβεν, του Σαίξπηρ, του Ομήρου και πολλών ακόμα μύθων…

Έναν τέτοιο μύθο έτρεξα κι εγώ να δω στο Ηρώδειο. Και τον είδα –δεν απογοητεύτηκα. Με το λαμέ του κοστούμι, με το πλατύ χαμόγελο, τις ατέλειωτες φαβορίτες, τις υποκλίσεις μετά από κάθε τραγούδι. Με τον κόσμο από κάτω να φωνάζει «κάτι ήξερε ο Ωνάσης!». Με το τρέμουλο στα χέρια από το πέρασμα των χρόνων, το αμήχανο απλανές βλέμμα, αλλά και αυτήν την τόσο γνώριμη φωνή που, αν και τελευταία πατάει κάπως αδύναμα στις χαμηλές νότες, στις ψηλές εξακολουθεί να δίνει ρέστα. Από κάτω, η πεφωτισμένη δεξιά έδινε δυναμικό παρών, με προσωπικότητες από τον Ζάχο Χατζηφωτίου μέχρι τον Άδωνι Γεωργιάδη. Παρών επίσης ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, κάτοχος αυτού του εκνευριστικού μόνιμου χαμόγελου, το οποίο στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν μπορούσα παρά να αναγνωρίσω ως δικαιολογημένη περηφάνια, συνειδητοποιώντας πόσα από τα αριστουργήματα που ακούστηκαν έχει γράψει.

Xarhkok_2

Ξεκινώντας με τον "Τρελό" του Παπαδόπουλου, ο Κόκοτας εμφανίστηκε τρακαρισμένος –χαμένος θα μπορούσα να πω. Κοιτούσε το μπουζουξή, τον πιανίστα και τους στίχους του σαν μικρό παιδάκι που φοβόταν μην κάνει λάθος και το μαλώσουν. Όμως όχι μόνο λάθος δεν έκανε (γεγονός αξιέπαινο, με δεδομένη την ηλικία του και το βάρος του χώρου), αλλά μόλις τραγούδησε το "Όνειρο Απατηλό" παράτησε το αναλόγιο, πάτησε στα πόδια του, βρήκε τον εαυτό του. Κάπου εδώ ακούσαμε τραγούδια όπως τα "Γιε Μου", "Στου Προφήτη Ηλία Τα Σοκάκια", "Κάποιο Αλάνι" και "Μια Παρένθεση Και Μόνο" σε υποδειγματικές ερμηνείες, πάντα με εκείνο το κρίσιμο δευτερόλεπτο καθυστέρησης ως προς τους μουσικούς, το οποίο δεν είναι φυσικά αδυναμία, μα ευρέως αποδεκτή επίδειξη καλλιτεχνικής ισχύος (ανάλογη περίπτωση υπήρξε ο μακαρίτης ο Μητροπάνος).

Στο δεύτερο μέρος, ένα ξύλινο βάθρο τοποθετήθηκε στο μπροστινό μέρος της σκηνής και ο Σταύρος Ξαρχάκος ανέβηκε στη σκηνή για να διευθύνει. Εδώ συνέβη κάτι άλλο: η δεκαμελής ορχήστρα άρχισε να παίζει διαφορετικά. Όλα νοηματοδοτήθηκαν εκ νέου, με μια ανώτερη ποιότητα –δεν ξέρω πώς. Προσωπικά, δεν έχω δει πιο εκφραστικό μαέστρο σε συναυλία λαϊκής μουσικής, να κλείνει σφιχτά τα μάτια, να χαμογελάει στον τραγουδιστή, να παρομοιάζει τα χτυπήματα του μπουζουκιού με μαχαιριές στον αέρα.

Xarhkok_3

Όπως αναμενόταν, ακούστηκαν κομμάτια της κοινής πορείας Ξαρχάκου/Κόκοτα, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Προς τιμήν του όμως, ο πρώτος δεν διεύθυνε μονάχα τα δικά του έργα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι μεγάλοι μουσουργοί, αλλά και κομμάτια του Μούτση ("Βρέχει Ο Θεός"), του Σπανού ("Δεν Το Μπορείς", "Πες Πως Μ’ Αντάμωσες"), του Ζαμπέτα ("Αλήτης"). Οι ονειρικές ενορχηστρώσεις του, οι αυξομειώσεις της έντασης, η αίσθηση της μουσικής όχι ως μέτρο «ένα-δύο-τρία-τέσσερα» μα ως μια πολύ πιο ουσιαστική και πλούσια υπόθεση που δεν χωράει σε αναλόγια, υπήρξε ένα μικρό θαύμα, το οποίο συντελέστηκε μόνο όταν εμφανίστηκε στη σκηνή ο ίδιος.

Το εγχείρημα λοιπόν της κοινής εμφάνισης των δύο μεγαθηρίων στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και ήταν αντάξιο του χώρου. Έτσι όπως κοιτούσα τον Ξαρχάκο να ζωγραφίζει στον αέρα με τα χέρια, την ώρα που το αρχαίο κτίσμα στο φόντο άλλαζε χρώματα υπό το φως τον προβολέων, ένιωσα πως υπάρχει ακόμα ζωντανή μια Ελλάδα που περιέχει μέσα της κάτι το θεϊκό. Δεν είναι χαζοεθνικισμός, δεν είναι παρελθοντολαγνεία, μονάχα μια έκκληση να εκφράσουμε κι εμείς –με τη σειρά μας– το εδώ και τώρα μέσα στην Ελλάδα αυτή, τη δυσεύρετη αλλά υπάρχουσα. 

Xarhkok_4

 


 

{youtube}v4bBu54mCaI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured