Ακόμα κι αν σε κάποιους φαίνεται απίστευτο (έχοντας λάθος λογική για τη φυσιολογία και τις δυναμικές της), η όπερα έχει σαφή, ευθεία προσέγγιση με κάθε τι το νεωτεριστικό. Δεν αποδεικνύεται μόνο από τις παρεμβάσεις του Robert Wilson ή της Meredith Monk, αλλά και από την ίδια την ιστορία της, η οποία τη δείχνει να έχει δράσει ως ζωντανός οργανισμός που απορρίπτει/ενσωματώνει στοιχεία ανάλογα με τα κελεύσματα της κάθε εποχής. Ποτέ ωστόσο ευκαιριακά, ακριβώς επειδή διαθέτει τρομακτική αυτοπεποίθηση, αποτέλεσμα της βαθιάς πίστης των λειτουργών της στο είδος.

Ως εκ τούτου, η διατυμπανισμένη –μέρες πριν την πρεμιέρα της Καβαλερία Ρουστικάνα– καινοτομία της χρήσης ψηφιακών σκηνικών δεν λειτούργησε μόνο σαν πόλος έλξης για την προσέλευση κοινού, αλλά προξένησε και συζητήσεις. Ήμουν κι εγώ περίεργος να δω πώς θα εξελισσόταν κάτι τέτοιο, ασχέτως αν υπάρχουν σαφή δείγματα υψηλής τεχνικής από ανάλογα εγχειρήματα στο εξωτερικό. Ως γνωστόν, τα τελευταία χρόνια η Λυρική Σκηνή έχει ανατροφοδοτήσει την ίδια την ύπαρξή της. Έχοντας έτσι κερδίσει πολλούς πιστούς των παραστάσεών της, δημιουργεί αδημονία για ό,τι καινούργιο εντάσσει.

Roustikaa_2Ούτε και με τρόμαξε η παράγραφος από το δελτίο τύπου, που ήθελε την παράσταση μεταφερμένη σε ελληνικό νησί. Όταν η αυλαία φανέρωσε τα εσώτερά της, βρεθήκαμε μπροστά σε λευκές και χωρίς γωνίες κατασκευές που αναπαριστούσαν κεντρική αρτηρία κάποιου χωριού σε νησί. Κάποιας Χώρας δηλαδή, σαν κι αυτές που υπάρχουν σε κάθε κυκλαδίτικο (και όχι μόνο) νησί. Να η πλατεία, η εκκλησία, τα στενοσόκακα, να οι ρούγες οι λευκές και τα στενόπορα σπίτια. Να και οι εικόνες της Εβίτας Γαλανού και του Τόμας Βολεμπέργκερ, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για το πέρασμά μας στη μάτριξ εποχή. Θεώρησα λοιπόν λογική την έκρηξη χρωμάτων που έμπλεκε πραγματικά στοιχεία του κόσμου μας (το ηφαίστειο της Σαντορίνης υποδήλωναν άραγε οι δημιουργοί;) με ψηφιακά ψιμύθια περισσότερο συνειρμικής λογικής, παρά κουκίδων/πίξελς.

Αλλά η έκπληξη ήρθε μετά. Όταν το ανθρώπινο τείχος των κατοίκων της Καβαλερία Ρουστικάνα –που στο πρωτότυπο έργο του Μασκάνι αποτελεί τον κριτή, τον θεατή και τον μοχλό των εξελίξεων– έδωσε στην εκδοχή του Αλέξανδρου Ευκλείδη τη θέση του στους ανοιξιάτικους και δη πασχαλινούς τουρίστες, οι οποίοι ανά γκρουπ (σχηματίστηκαν τρία) σάρωναν τη σκηνή με τον ασαφή και γεμάτο θαυμασμό βηματισμό τους, κραδαίνοντας κινητά και φωτογραφικές μηχανές. Ναι, σωστά διαβάσατε. Ήταν ένας έξυπνος τρόπος για να φέρει κανείς και τα ψηφιακά σκηνικά στην όπερα, αλλά και για να μη δείξει ένα ιταλικό χωριό του 19ου αιώνα άκυρο μπροστά στα λέιζερ. Εντούτοις οι πρωταγωνιστές, η σπαραξικάρδια Σαντούτσα, η ατίθαση μα και αφελής Λόλα, ο παραδοσιακός Άλφιο και ο συναισθηματικά οπορτουνιστής Τουρίντου ήταν γέννημα θρέμμα της γης που βλέπαμε να ανελίσσεται ηλεκτρονικά μπροστά μας. Και ήταν εκείνοι που κράτησαν την παράσταση στα πόδια της.

Roustikaa_3

Η Μαρία Κατσούρα στάθηκε συγκλονιστική ως Σαντούτσα (κυριολεκτικά έκανε την καρδιά σου να ραγίζει), ενώ ο Τουρίντου του Φίλιππου Μοδινού ήταν γεμάτος από την απερισκεψία και τον κυνισμό της νεότητας, σε κίνηση και φωνή. Ο Άλφιο ήταν ακριβώς αυτό που περιμένει κάποιος από έναν μέσο χωρικό: σκυμμένος πάνω από τα λεφτά του και ξυπνώντας μόνο όταν το μαχαίρι έφτανε στο κόκαλο, έτυχε γενναίας και ακριβούς μετενσάρκωσης από τον Κύρο Πατσαλίδη. Αντιθέτως, η κοντράλτο Μαρισία Παπαλεξίου, προσωπική μου προτίμηση από την εποχή του Μαραθών-Σαλαμίς, δεν κατάφερε να πείσει σε επίπεδο κινησιολογίας. Η Λόλα της έμεινε χωρίς τη μεθυστική αυτοπεποίθηση την οποία περιμένεις από μια γυναίκα που φέρει, ένεκα της ομορφιάς της, τα πάνω-κάτω στο χωριό.

Και έγραψα ότι τελικώς οι τρεις πρωταγωνιστές κράτησαν την παράσταση γιατί έχω την εντύπωση ότι τα ψηφιακά σκηνικά σε ελάχιστες περιπτώσεις έφτασαν στον στόχο τους. Δεν ήταν μόνο η επικλινής και ελαφρώς αγχωτική για την ισορροπία των ηθοποιών σκηνή (τουλάχιστον έτσι έδειχνε στα μάτια μας), που έφερνε το μισό σανίδι σε οξεία γωνία με την ορχήστρα μόνο και μόνο για να φανούν τα ψηφιακά μωσαϊκά της πλατείας. Το θέμα είναι ότι, πέραν της καινοτομίας, ο συναισθηματικός κώδικας της Καβαλερία Ρουστικάνα δεν υπηρετήθηκε από αυτά. Τα περάσματα από τα βαθιά πορτοκαλί και κόκκινα φόντα σε ιριδίζοντα μπλε δεν είχαν καμία αρμολόγηση με τις φορτίσεις του λιμπρέτο, συνειρμός που κάθε θεατής πιστεύω ότι έκανε.

Υπήρχε βέβαια και το ευφυές τέλος, αλλά και το μήνυμα του σκηνοθέτη με τους δεκάδες επισκέπτες να αποθανατίζουν ως ύαινες τον θάνατο του Τουρίντου ανήμερα Πάσχα στην κεντρική πλατεία, με τα κινητά και τις κάμερές τους –έως ότου αυτός πνίγεται από τα σώματά τους. Τέτοια στοιχεία, μαζί με την προαναφερθείσα απόδοση των βασικών ρόλων, έστεψαν με επιτυχία μία ακόμα παράσταση της Λυρικής Σκηνής, έστω κι αν το βήμα που έγινε με τα ψηφιακά σκηνικά δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες τις οποίες δημιούργησε.

 

{youtube}YcrQsibeyXw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured