Μα τι όμορφη παράσταση! Πόσα χαμόγελα είδα αλλά και πόσα κελαριστά γέλια άκουσα αλλά κι έσκασα και εγώ ο ίδιος κατά τη διάρκειά της. Προσέξτε! Γέλια, αλλά όχι χάχανα. Και πιστέψτε με, θα μπορούσαν σε κάποιες στιγμές να γίνουν τέτοια. Κι αυτό διότι, όταν ο κώδων σήμανε την αρχή της παράστασης, έγινε φανερό μέσα σε λίγα λεπτά ποιο θα είναι το επίκεντρο πλοκής της οπερέτας Η Κόρη Της Καταιγίδας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη: το αιώνιο αντιπάλεμα μεταξύ άντρα και γυναίκας, μεταξύ πίστης και απιστίας, μεταξύ σεξουαλικής ελευθερίας και σταθερής ευτυχίας.
 
Η οπερέτα του Σακελλαρίδη ευτύχησε στα χέρια του Αλέξανδρου Ευκλείδη αλλά και γενικότερα της ομάδας θεάτρου Οι Όπερες των Ζητιάνων διότι, κατ’ αρχήν, ήταν θαυμάσια η αισθητική του σκηνικού και των κουστουμιών. Η αφορμή του γάμου που πρωταγωνιστεί στην πρώτη πράξη της Κόρης της Καταιγίδας έδωσε το γαργαλιστικό (απ’ ότι φαίνεται) έναυσμα στον σκηνοθέτη της παράστασης αλλά και στους υπεύθυνους σκηνικών και κοστουμιών ώστε να γεφυρώσουν δύο διαφορετικές εποχές: αυτές της προπολεμικής Αθήνας με εκείνη του (προ του ζόφου των τελευταίων μηνών) νεουπλουτιστάν της δικής μας. Ακόμα κι όταν υπήρχε ποιητική αδεία, η όποια ανισορροπία μέσα στην ιστορικότητα (βλέπε κινητά τηλέφωνα ενώ το Μαρούσι αναφέρεται ως εξοχή) στάθηκε απολαυστική. Και διόλου δεν θόλωσε την πρόθεση του σκηνοθέτη στο να δείξει ότι ο λύκος κι αν εγέρασε... Τουτέστιν, μερικές συνήθειες και λογικές αυτού του ανερμάτιστου λαού παραμένουν οι ίδιες –ασχέτως αν έχει παρεμβληθεί μια Κατοχή ή μια επταετής Χούντα.

Τα κουστούμια μάλιστα διέθεταν μία ακόμα πιο χρυσή ισορροπία: οι φαντεζί τουαλέτες ελάχιστα απείχαν μεν από το να οδηγήσουν Γάλλο μόδιστρο σε αυτοπυρπόληση, αποδείχθηκαν όμως απολαυστικώς ερωτικές στο σώμα διαφόρων κυρίων, κάτι που το απαιτούσε άλλωστε και ο ρόλος τους. Και σ’ αυτό δεν είχε αναστολές ο Ευκλείδης. Το σώμα των πρωταγωνιστών του δηλαδή δεν το έκρυψε, αλλά –ακριβώς επειδή δεν μας έκανε ματάκηδες– δεν εισχώρησε καθόλου στον χώρο του χυδαίου, μένοντας σε εκείνον του ερωτικού. Το δε σκηνικό είχε επιτυχημένα κάνει απομίμηση των διαφόρων σύγχρονων βλαχοβεριτάμπλ δεξιώσεων σε «κτήματα», όπως ονομάζονται ανά την επικράτεια. Άξια προς χειροκρότημα λεπτομέρεια και τα αθλητικά παπούτσια των σερβιτόρων, γιατί –ένεκα του παροδικού της ενασχόλησης κάποιου με τον χώρο της «έκτακτης εστίασης» (λέγε με κέτερινγκ εκδηλώσεων)– είναι ακριβώς έτσι και στην πραγματικότητα. Πράγμα που αν μη τι άλλο φανερώνει το κοφτερό μάτι του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, ο οποίος επιπλέον έστειλε τους ηθοποιούς να κινούνται μέσα στο επιτηδευμένα πλαστικό περιβάλλον που είχε στήσει. Μόνη παραφωνία, κατά τη γνώμη μου, υπήρξε η τεράστια λευκή οθόνη, η οποία γέμιζε το μάτι πίσω από όλο το σκηνικό. Αν δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί με προβολές που θα έβαζαν μια διαφορετική οπτική, θα έπρεπε νομίζω να καλυφθεί.

Η ζωντανή ορχήστρα με κλαρινέτο, κόρνο, πιάνο, ακορντεόν, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και τα κρουστά, συν τον (επιτυχημένο στις σύντομες παρλάτες του) συνθετήτη του μουσικού διευθυντή και ενορχηστρωτή της παράστασης Χαράλαμπου Γωγιού, όχι μόνο εκτέλεσε σωστά την παρτιτούρα του έργου, αλλά βρισκόταν σε φανερά κέφια, τα οποία ενέτεινε η σύμπνοια μεταξύ των μελών της.

Ερχόμενος τώρα στο καστ, θα ξεχωρίσω τρία πρόσωπα (όχι ρόλους). Ο Δημήτρης Ναλμπάντης στάθηκε απολαυστικός ως Πέτρος, αλλά ακόμα πιο αξιοθαύμαστος αποδείχθηκε ο Κωστής Ρασιδάκις ως πεθερός του γαμπρού/πρωταγωνιστή της οπερέτας. Και οι δύο κινήθηκαν αξιοθαύμαστα πάνω στη σκηνή, με νεύρο αλλά και έτοιμοι για αυτοσχεδιασμό –ειδικότερα ο δεύτερος. Η Έλενα Χατζηαυξέντη πάλι, ως κόμισσα Πλουπλού, ήταν κυριολεκτικά αυτό που απαιτούσε ο ρόλος της: ένα κινούμενο δαιμονικό και προκλητικό θηλυκό που με τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της και με το βλέμμα της απέδωσε πολύ σωστά τον αρχετυπικό ρόλο της αρτίστας/ξελογιάστρας. Πολλά μπράβο επίσης στην Κάθυ Ίντρα, η οποία ως Μαριγώ από την Ουγκάντα έδωσε το στίγμα του σκηνοθέτη για τον παραλληλισμό της παλαιότερης εσωτερικής μετανάστευσης με τη σημερινή εισροή άμοιρων από την αφρικανική ήπειρο. Το κυνικό της προσωπείο πολλές φορές έθετε μάλιστα σε κίνηση τους τροχούς του γέλωτα στην παράσταση. Επίσης, ο Ζαφείρης Κουτελιέρης ως Νικόλας έδωσε άψογα τον μετρ/μπάτλερ, ο οπορτουνισμός του οποίου είναι μοναδικός και βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του. 

Να σημειώσω τέλος ότι είχε υπάρξει πρόνοια για τη μεταφορά των θεατών από το κτήριο Η της Πειραιώς προς το κέντρο της Αθήνας μετά το τέλος της παράστασης. Αλλά να σημειώσω επίσης ότι ναι μεν πετυχημένο το να αποβιβάσεις κόσμο πλησίον του μετρό του Κεραμεικού, εντελώς όμως άστοχο –αν όχι επικίνδυνο– να κάνεις το ίδιο στον ζόφο της Ομόνοιας, τελευταία στάση του πούλμαν που είχε αναλάβει το έργο.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured