Χάρης Συμβουλίδης

Καλησπέρα από την Αθήνα, είναι μια ημέρα συνεντεύξεων αυτή για σας, σωστά;

Καλησπέρα από τις Βρυξέλλες! Ναι, είναι μέρα συνεντεύξεων σήμερα. Χαίρομαι όμως που μιλάω με δημοσιογράφους από την Ελλάδα, καθώς η χώρα σας παραμένει σταθερά ενδιαφερόμενη για το έργο μου μέσα στα χρόνια. Και σας ευχαριστώ γι' αυτό, νιώθω ευγνώμων.

Την τελευταία φορά που παίξατε εδώ (Ηρώδειο, 2017), δώσατε μια συναυλία με δύο διακριτά μέρη: στο πρώτο είχαμε την παρουσίαση του ολοκληρωμένου εγχειρήματος Cran Aux Oeufs, ενώ το δεύτερο ήταν ένα best of set. Να περιμένουμε κάτι ανάλογο για τις επικείμενες επισκέψεις σας σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη;

Κάτι ανάλογο, ναι· αλλά όχι κάτι παρόμοιο. Άλλωστε η συναυλία στο Ηρώδειο είχε πίσω της μια ειδική συνθήκη, καθώς ένα σημαντικό μέρος της Cran Aux Oeufs τριλογίας καταπιανόταν με το αρχαίο παρελθόν της Ελλάδας –με τον Καλλίμαχο και με τη ναυμαχία στο Άκτιο. Είχε λοιπόν ιδιαίτερη σημασία για μένα η πρώτη σχετική παρουσίαση να γίνει στην Ελλάδα.

Ένα μέρος τώρα της φετινής συναυλίας θα είναι και πάλι αφιερωμένο στο πιο πρόσφατο άλμπουμ μου That Which Is Not (2018), από το οποίο θα παίξω αρκετά κομμάτια. Το υπόλοιπο θα βασιστεί μεν σε παλιότερο υλικό, όμως η προσπάθειά μου αυτή τη φορά είναι να επιλεγούν στιγμές που μπορεί να δέσουν αισθητικά με το That Which Is Not, συγκροτώντας έτσι μια χαλαρή ενότητα.

Στο That Which Is Not, μια μεγάλη ποικιλία οργάνων συνοδεύουν το πιάνο και τη φωνή σας. Πόσα όμως από αυτά θα ακούσουμε επί σκηνής;

Δεν σκοπεύω να αλλάξω κάτι στον τρόπο με τον οποίον κινούμαι συναυλιακά, σχεδόν από την αρχή της καριέρας μου. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι επί σκηνής δεν θα γίνει προσπάθεια ώστε να αποτυπωθεί με ακρίβεια η ηχογράφηση του That Which Is Not· κάτι που με αποδεσμεύει από προβληματισμούς σχετικά με το πόσα και ποια όργανα μπορώ να έχω.

Για μένα, η ηχογράφηση και η συναυλία παραμένουν δύο εντελώς διαφορετικές δημιουργικές πραγματικότητες. Στη συναυλία θέλω να φέρνω την ουσία των δισκογραφημένων συνθέσεων, άσχετα με το αν διαλέξω να τις αποδώσω μόνος στο πιάνο, με ένα μικρό σύνολο μουσικών ή με μια συμφωνική ορχήστρα.

Τι σας ώθησε στο αρκετά σύνθετο φιλοσοφικό παιχνίδι με τη βαθύτερη και απώτατη διάσταση των λέξεων «Όχι» και «Δεν», το οποίο αποτελεί τον κορμό του That Which Is Not;

Με ενδιαφέρει πολύ αυτό που θεωρείται ως μη δεδομένο. Και στον δίσκο προσπάθησα να φτιάξω μη δεδομένη μουσική, η οποία να κουμπώνει σε μια τέτοια ευρύτερη ενατένιση του «Όχι» και του «Δεν», δύο κατά τα λοιπά πολύ οικείων λέξεων. Οι τωρινές κοινωνίες στη Δύση έχουν άλλωστε γίνει τόσο σύνθετες, ώστε πολλά απ' όσα θεωρούσαμε ως δεδομένα γίνονται μη δεδομένα, με τρόπους πέρα από ό,τι θα κρίναμε ως «αναμενόμενο».

Αυτό δεν το λέω βέβαια με μονοσήμαντα θετική χροιά: οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν πετύχει βελτιώσεις σε μερικά ζητήματα, μα ως προς κάποια άλλα, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Σε κάθε περίπτωση, η αναλόγως σύγχρονη μουσική οφείλει να ψηλαφεί τις δημιουργούμενες προκλήσεις, ιδίως όσες προέρχονται από τις νεότερες γενιές· και να προσπαθεί να τις εκφράσει. Γιατί συχνά οι καταστάσεις βρίσκονται σε μια ρέουσα μετάβαση, η οποία δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω λέξεων. Η μουσική, όμως, μπορεί να την αποτυπώσει. Ακριβώς γιατί μουσική δεν ήταν ποτέ το συγκεκριμένο και δεδομένο μιας παρτιτούρας. Γι' αυτό και πάντα προσπαθώ να δώσω μια κατεύθυνση σε όσα κομμάτια μου δεν βασίζονται σε στίχους, μέσω των τίτλων που επιλέγω. Μπορεί το «μήνυμα» να μην τίθεται πάντα με άμεσο τρόπο, μπορεί να είναι έμμεσο ή και λίγο κρυμμένο. Ωστόσο είναι εκεί.

Μπορεί δηλαδή η μουσική να δώσει απαντήσεις στα όσα προβληματίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες;

Εξαρτάται από το τι νόημα δίνουμε στις «απαντήσεις». Αν μιλάμε δηλαδή για λύσεις, η μουσική δεν έχει κάτι να προσφέρει –οι λύσεις στα προβλήματα μιας κοινωνίας, είναι δουλειά των πολιτικών. Όμως η μουσική μπορεί, και κατ' εμέ οφείλει, να αντανακλά τις ζυμώσεις και τις προκλήσεις κάθε εποχής και να τίθεται σε διάλογο με τα ριζοσπαστικά στοιχεία, όσα έρχονται να αμφισβητήσουν τα «δεδομένα».

Τι κουλτούρα διαμορφώνεται, για παράδειγμα, απέναντι στην εξουσία ή σε ό,τι προσδίδαμε μέχρι τώρα κύρος; Πώς γίνεται πλέον ο προσδιορισμός του εαυτού; Υπάρχει πολλή δυναμική σε τέτοια ερωτήματα και η μουσική μπορεί να την εκφράσει, στοχαζόμενη με τη σειρά της πάνω σε αυτά, για να βρει π.χ. το κατάλληλο τέμπο ή τις κατάλληλες ενορχηστρωτικές εναλλαγές. Ώστε έπειτα, σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, να διαθέτει κάτι ικανό να επικοινωνήσει με τα όσα συμβαίνουν. Κάτι που θα ωθήσει όσους έχουν τέτοιους προβληματισμούς στο να ταυτιστούν μαζί της.

Στο Βέλγιο, ποιες είναι αλήθεια οι προκλήσεις για το άμεσο μέλλον;

Με μια πιο στενή και πρακτική έννοια, αναζητούμε ξανά μια νέα κυβέρνηση, ως τον Δεκέμβριο. Αλλά το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι το Βέλγιο παραμένει μια ιδιαιτέρως σύνθετη κοινωνία, αποτελούμενη από 3 διακριτές κοινότητες, με τη δική της γλώσσα η κάθε μία –γαλλικά, ολλανδικά και γερμανικά. Είναι κάτι που νομίζω ότι επηρέασε πολύ τη μουσική μου, με διάφορους τρόπους. Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και στο παρελθόν, όμως διανύουμε και πάλι μια περίοδο στην οποία απαιτείται να βρεθεί τρόπος να συγχρονιστούν αυτές οι 3 κοινότητες, η μία να γνωρίσει καλύτερα την άλλη.

Έχω την αίσθηση, ακούγοντας δουλειές σας σε βάθος χρόνου, ότι η έμπνευση για σας προέρχεται πάντοτε από κάτι που εδράζεται όχι ακριβώς στην καθημερινότητα, αλλά στο πώς έχουν τα πράγματα σε κάθε εποχή. Συμφωνείτε;

Είναι μια ιντριγκαδόρικη παρατήρηση. Και θα συμφωνήσω. Πράγματι, δεν μπόρεσα ποτέ να επικοινωνήσω με την κλισέ, πολύ διαδεδομένη αντίληψη για την έμπνευση, που τη θέλει ως κάτι το οποίο πλανάται στον αέρα. Για μένα, είχε και έχει άμεση σχέση με ό,τι προσλαμβάνω ως πραγματικό.

Και με αυτό δεν εννοώ τη συμπαγή πραγματικότητα που όλοι μας χτίζουμε μέσω μιας καθημερινής ζωής, αλλά περισσότερο εκείνο που στα γερμανικά ονομάζουμε «gestalt», δηλαδή τα όσα μπορεί να βιώνει ένα άτομο σε μια παρούσα στιγμή, μόνο ή σε συνάφεια με τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεται ένα συγκεκριμένο περιβάλλον κι ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κοινωνικών αξιών. Η μουσική ήταν πάντα ο αμεσότερος τρόπος για να εξερευνώ κάτι τέτοιο, οπότε το θέμα έμπνευση δεν είχε ποτέ αφηρημένη υπόσταση.

Πίσω στο 1980, γράψατε ένα βιβλίο με διαχρονική βαρύτητα, το American Minimal Music. Σήμερα, τι θα σας ωθούσε να ασχοληθείτε ξανά με τη συγγραφή;

Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχω πια τον χρόνο να ασχοληθώ με κάτι τόσο χρονοβόρο, σαν τη συγγραφή. Είμαι πλήρως δοσμένος στις μουσικές μου ανησυχίες. Όμως διατηρώ μια βαθιά σχέση με τις λέξεις και τον κόσμο της λογοτεχνίας. Αν διάλεγα λοιπόν να γράψω κάτι, θα ήταν κάτι που να αφορά την ίδια τη διαδικασία της γραφής και το πώς θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν δρόμο ανάλογο της μουσικής μου δημιουργίας, ξεφεύγοντας από τα στάνταρ και δημιουργώντας μια νέου τύπου «γλώσσα».

Σε κάθε περίπτωση, το 2020 θα γιορτάσω 40 χρόνια δημιουργίας –τόσα βγαίνουν από τότε που φτιάξαμε με τους Soft Verdict το άλμπουμ For Amusement Only: The Sound of Pinball Machines– οπότε το πλάνο είναι να βγουν κάμποσα πράγματα για το κοινό. Θα δούμε λοιπόν μήπως μπορέσει να υπάρξει και κάτι σε έντυπη μορφή, πέρα από τα αμιγώς μουσικά.

Πριν κάποια χρόνια, ένας Βέλγος δημοσιογράφος, ο Christophe Verbiest, έγραψε για σας ότι θεωρείστε ως κάπως περιθωριακός συνθέτης, γιατί δεν ηχείτε όσο κλασικός θα ήθελε να είστε ο κόσμος της κλασικής μουσικής, μα απ' την άλλη είστε πολύ κλασικός για το ποπ ακροατήριο. Έχει δίκιο;

Νομίζω ότι είναι χαρακτηρισμός που αποκαλύπτει περισσότερα για το πώς σκέφτεται ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος, παρά για μένα ως δημιουργό. Αποκαλύπτει δηλαδή ότι βλέπει τα πράγματα με τα δεδομένα και με τα στάνταρ μιας παλαιότερης εποχής, στην οποία το «κλασικό» και το «ποπ» ήταν δύο ξέχωρες καταστάσεις, δίχως επικοινωνία. Τέτοιοι διαχωρισμοί θεωρώ ότι δεν έχουν πια σημασία· ή, έστω, έχουν αισθητά λιγότερη.

Εμένα τουλάχιστον με χαροποιεί να μη θεωρούμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, μα να τα εμπεριέχω και τα δύο. Ήταν πάντα καλλιτεχνικός μου στόχος να υπερβώ τις κατηγοριοποιήσεις. Το ξεκίνησα πολύ συνειδητά πίσω στο 1984, όταν άρχισα να φτιάχνω το ΕΡ Maximizing Τhe Audience (1985), σκεπτόμενος αυτό ακριβώς: πώς θα μπορούσα να αυξήσω το κοινό; Για να το κάνω, έπρεπε φυσικά να βρω το κοινό το οποίο έψαχνα· να βρω δηλαδή ακροατές που να ενδιαφέρονται για την ίδια πρόκληση που με απασχολούσε και μένα, για μια μουσική ικανή να βαδίσει πέρα από τα δεδομένα.

Συνεχίζω έκτοτε να περπατώ στον ίδιο δρόμο: το περσινό That Which Is Not κάνει την ίδια απόπειρα να κοιτάξει πέρα από τα σημερινά δεδομένα. Και το ότι μπορώ στις μέρες μας να βγαίνω σε διεθνή περιοδεία και να δίνω συναυλίες σε 20 χώρες, σημαίνει ότι και βρήκα και αύξησα το κοινό μου, πέρα από το τι μπορεί κανείς να θεωρεί ως κλασικό και ως ποπ.

{youtube}WC5FBwDdgPY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured