Το Μάρτιο βρεθήκατε στο 8o Jazz accordion festival (JAF) στο Castefidardo της Ιταλίας, για να παρουσιάσετε το crossover duet σας. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από αυτή την εξόρμηση αναφορικά με όσα είδατε από τα υπόλοιπα acts, τη διοργάνωση αλλά και την ανταπόκριση του κόσμου;
Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία. Το Castelfidardo είναι η Μέκκα του ακορντεόν. Εκεί βρίσκεται περίπου το 80% των κατασκευαστών του οργάνου σε παγκόσμιο επίπεδο κι οργανώνονται festival και διαγωνισμοί σχετικά με το ακορντεόν για πάνω από 20 χρόνια. Αυτό σημαίνει πως αφενός οι διοργανωτές έχουν το know how κι αφετέρου το κοινό είναι εκπαιδευμένο στο να παρακολουθεί παραστάσεις. Η φιλοξενία τους ήταν εξαιρετική κι η ανταπόκριση του κοινού πολύ θερμή σ’ αυτό που τους παρουσιάσαμε παρόλο που τους ήταν αρκετά ανοίκειο.
Πως προσεγγίσατε την παρουσίαση ως crossover ντουέτο; Επρόκειτο για μια impro performance ή είναι υλικό που δουλεύετε και με δισκογραφική προοπτική; Πως προέκυψε η συνεργασία σας;
Με την Αγγελική γνωριζόμαστε και παίζουμε παρέα πάνω από 15 χρόνια. Έχω συμμετάσχει σε διάφορα projects της ακόμη απ’ τα ξεκινήματά της. Σαν ντουέτο παίζουμε επίσης αρκετά χρόνια και κυρίως αυτό που κάνουμε βασίζεται στην αυτοσχεδιαστική διάθεση της στιγμής. Δισκογραφικά δεν έχει προκύψει μέχρι τώρα κάποια συνεργασία μας πέρα από ένα τραγούδι της σε μουσική του Α. Καλτσά που ‘χαμε φτιάξει πριν από τρία χρόνια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Εγώ εδώ κι αρκετό καιρό τώρα έχω κατά νου την ιδέα του να κάνω ένα album στο οποίο να παίζω ντουέτα με φίλους, οπότε ίσως κάποια στιγμή αρκετά σύντομα να ακούσετε κάτι νέο απ’ το crossover duet μας.
Ενώ το ακορντεόν είναι συνηθισμένο σε κουλτούρες προσανατολισμένες στην παράδοση, σε φόρμες όπως τα tango, cajun, zydeco κ.ο.κ., θεωρείτε πως εξακολουθεί να ξενίζει το jazz ακροατήριο, παρά τις καταγεγραμμένες μέσα στα χρόνια περιπτώσεις όπως αυτές των Dino Saluzzi με το μπαντονεόν του στην ECM, του Richard Galiano, του Vitor Gonçalves ή και του Vince Abbracciante; Εικάζω πως εκ θέσεως διαφορετικά το αντιλαμβάνεται ο Θάνος ως δεξιοτέχνης του οργάνου απ’ ότι η Αγγελική ως βοκαλίστρια.
Εδώ θα μου επιτρέψετε μια παρέμβαση. Το ακορντεόν μαζί με την κιθάρα είναι το πιο διαδεδομένο όργανο στις λαϊκές μουσικές του κόσμου. Το συναντάμε από τη Λατινική Αμερική εως τον Καναδά, από τις Σκανδιναβικές χώρες εως τη Ν. Αφρική αλλά και στην Ινδία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Οπότε θα επαναδιατύπωνα την πρόταση ως εξής: το ακορντεόν είναι συνηθισμένο στις λαϊκές μουσικές του κόσμου, κι η jazz επίσης είναι λαϊκή μουσική και την περίοδο της έκρηξής της στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 είχε κάποιους εξαιρετικούς ακορντεονίστες, δύο απ’ τους οποίους (Lawrence Welk και Myron Floren) είχαν μέχρι κι εκπομπή σε τηλεοπτικά τους κανάλια εθνικής εμβέλειας. Εκείνη λοιπόν την εποχή είχαν ενεργή συμμετοχή στη jazz σκηνή της Αμερικής εξαιρετικοί αμερικάνοι ακορντεονίστες όπως ο Art Van Damme, ο Tommy Gumina, ο Frank Marocco, ο Ernie Felice, ο Leon Sash η Alice Hall τόσο σε live performances όσο και στη δισκογραφία παίζοντας εξαιρετικά in style (μιλούσαν δηλαδή τη συγκεκριμένη μουσική γλώσσα, πχ bebop).
Οι περιπτώσεις που αναφέρετε δεν είναι αμερικάνοι κι αντιμετωπίζουν την jazz όπως ακριβώς κι εγώ, κρατώντας δηλαδή την αυτοσχεδιαστική φιλοσοφία και διάθεση αλλά εμποτίζοντάς την με στοιχεία μουσικών παραδόσεων όπως η ελληνική, η βαλκανική κι η ευρωπαϊκή (εννοείται πως η Αγγελική έχει μελετήσει και «μιλάει» τη jazz γλώσσα).
Οπότε όταν μιλάμε για ακροατήριο, θεωρώ πως πρέπει να ορίζουμε για πιο ακριβώς ακροατήριο μιλάμε. Το ελληνικό πχ που αρχίσε ν’ ακούει jazz πολύ πρόσφατα τα τελευταία 40 χρόνια και που λογικό είναι να το «ξενίζουν» οργανολόγια πέραν των καθιερωμένων; Το κοινό της βόρειας Ευρώπης πχ έχει μεγάλη παράδοση στο όργανο οπότε και τους είναι πολύ φυσιολογικό ν’ ακούνε jazz με ακορντεόν. Αν πάμε τώρα στην Αμερική, εκεί γίνονται μέχρι και διαγωνισμοί jazz ακορντεόν, οπότε όπως καταλαβαίνετε μιλάμε για κάτι απολύτως φυσιολογικό κι αναμενόμενο.
Σε προσωπικό επίπεδο, πως και στραφήκατε στην εξερεύνηση των εγχώριων αλλά και ξένων folk ειδών; Ήταν κάτι που προέκυψε, είχατε κάποιους μουσικούς ως αναφορές; Πως έγινε εκείνο το κλικ για να αναζητήσετε και να πειραματιστείτε και σε αυτά τα πεδία;
Ξεκίνησα να παίζω ακορντεόν στην ηλικία των 3,5 ετών κι απ’ την πρώτη στιγμή που με θυμάμαι, μ’ αρέσαν μουσικές από διαφορετικές παραδόσεις. Μελετούσα κλασικά αλλά μ’ άρεσαν και τα παιδιά της Πάτρας (το πρώτο τραγούδι που έβγαλα με τ’ αφτί ήταν το «δε θέλω τη συμπόνοια κανενός»). Οι πρώτες 2 κασσέτες που μου φέραν οι δικοί μου μαζί με το 1ο μου όργανο που μου το αγόρασαν απ’ τη Γεύγελη της τότε Γιουγκοσλαβίας ήταν με 2 ακορντεονίστες, έναν Κροάτη κι έναν Βορειομακεδόνα. Μαγεύτηκα όταν είδα στην ΕΡΤ την εκπομπή όπου έπαιζε ο Μπαξεβάνης γαλλικά βαλς αλλά περίμενα πώς και πώς ν΄ ακούσω το ακορντεόν να παίζει το Πολίτικο χασάπικο στο σήμα τίτλων της εβδομαδιαίας τότε εκπομπής της ΕΡΤ με τον Καραγκιόζη.
Αργότερα σαν έφηβος άκουγα rock και metal και προσπαθούσα να παίξω τα αγαπημένα μου τραγούδια στο ακορντεόν. Νατο λοιπόν το 1ο fusion! Όταν τέλειωσα το λύκειο άρχισα να συνεργάζομαι με συλλόγους που τότε κάθε καλοκαίρι έκαναν ταξίδια με τις χορευτικές τους ομάδες κυρίως στην Ευρώπη κι εκεί ήρθα σε άμεση επαφή με τους μουσικούς των Βαλκανίων και τον τρόπο που παίζανε συνδυάζοντας με εκπληκτική δεξιοτεχνία την παραδοσιακή τους μουσική με πιο σύγχρονες φόρμες. Το κερασάκι στην τούρτα μπήκε όταν το 1998 ή 99 είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη ο Σαββόπουλος για συναυλίες κι είχε μαζί του στην ορχήστρα τον Theodosii Spassov. Αποκάλυψη! Εκείνη την περίοδο έπαιζα παρέα με τον Βασίλη τον Κομματά στο κλαρίνο. Γνωριστήκαμε τότε με τον Theodosii ο οποίος μας πέρασε το «σαράκι» του πειραματισμού το οποίο γιγαντώθηκε με τον καιρό. Φτιάξαμε τους «Βόρειους Εταίρους», και το ταξίδι της αναζήτησης και του πειραματισμού είχε ξεκινήσει.
Στον υπότιτλο μια παλαιότερης εμφάνιση σας στο Κουκάκι, σημειώνατε “Από την Παράδοση στη σύγχρονη φόρμα”. Για να επιμείνω λίγο περισσότερο στο σκέλος της παράδοσης, πως θεωρείτε πως αποφεύγετε την παγίδα του “τουριστικού” που συναντάμε σε world περιπτώσεις; Μιλώντας πρόσφατα με τον Αμερικανό κοντραμπασίστα Luke Stewart , σχετικά με το παραπάνω, αποκρίθηκε πως το κλειδί είναι στον αυτοσχεδιασμό. Εσείς;
Εγώ θα έλεγα πως το κλειδί βρίσκεται στη γνώση και στην βιωματική σχέση με την παράδοση με την οποία ασχολείται ο καθένας. Αν πχ παίζω αργεντίνικα tangos μόνο διαβάζοντάς τα από ένα βιβλίο χωρίς να χω αφιερώσει ώρες ακούγοντας ηχογραφήσεις παλιότερες και σύγχρονες, μελετώντας τις συνθήκες που οδήγησαν στο να δημιουργηθεί αυτό το είδος και διαβάζοντας για όλους τους μεγάλους συνθέτες κι ερμηνευτές αυτού του είδους, παλιότερους και νεότερους, τότε αυτό που θ’ ακουστεί θα ναι σίγουρα τουριστικό και λίγο σε σχέση με το βάθος αυτής της μουσικής. Κι ο αυτοσχεδιασμός με αφορμή μια συγκεκριμένη μουσική γλώσσα-παράδοση-φόρμα αν δε συνοδεύεται από γνώση και βιωματική επαφή πολύ εύκολα μπορεί να «φλερτάρει» με την παγίδα του να γίνει φολκλορ, τουριστικός.
Έχετε ένα βιογραφικό που φανερώνει αν μη τι άλλο καλλιτεχνική εγρήγορση, όμως αντλείτε εμπειρίες και από την πλευρά της διδασκαλίας. Έχοντας εικόνα και από τις δύο θέσεις, ποιες είναι σκέψεις για το μουσικό περιβάλλον σήμερα;
Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα είναι πολύ εύκολα αλλά και πολύ δύσκολα ταυτόχρονα. Έχουμε πρόσβαση στα πάντα μέσω του διαδικτύου αλλά αυτό απ’ την άλλη είναι τόσο χαοτικό που ελλοχεύει ο κίνδυνος του να χαθεί κανείς μέσα στην αναζήτηση. Παντού βλέπουμε να προωθείται μία στάση ζωής super market και fast food και είναι όλο και περισσότερο αποδεκτό κι επιδιωκόμενο θα έλεγα σε μια κοινωνία αντί να ‘χει ανθρώπους που έχουν παιδεία γύρω από τις τέχνες να ‘χει τεχνοκράτες.
Κι εδώ έρχεται τώρα το δύσκολο. Απ’ τη μια έχουμε πάρα πολλά παιδιά σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια που ασχολούνται με τη μουσική, κι απ’ την άλλη ένα σύστημα που τα θέλει μόνο καταναλωτές ή ανανεώσιμη πρώτη ύλη σε τηλεοπτικούς διαγωνισμούς. Παρ’ όλα αυτά εμείς δε βάζουμε το κεφάλι κάτω και προσπαθούμε με την τέχνη μας να προβληματιζόμαστε και να προβληματίζουμε για ένα καλύτερο αύριο.
Κλείνοντας, θέλετε να μοιραστείτε με το Avopolis μερικά άμεσα καλλιτεχνικά σχέδια;
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε στις διαδικτυακές πλατφόρμες το νέο album που κάναμε με τη μπάντα μου, τους drom στο οποίο παίζουμε μουσικές της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας με έναν τρόπο αρκετά πιο progressive. Ετοιμαζόμαστε για το καλοκαίρι με ήδη αρκετές πολύ ενδιαφέρουσες συναυλίες εντός κι εκτός Ελλάδας με τα διάφορα project που έχω (drom, Salonique Brass Band, Tales from the Box κτλ) αλλά και που συμμετέχω (σχήμα Ευανθίας Ρεμπούτσικα, Θοδωρή Βουτσικάκη κ.ά.) και ήδη έχω ξεκινήσει να δουλεύω το υλικό της επόμενης δισκογραφικής μου δουλειάς. Οπότε όλο και κάπου θ’ ανταμώσουμε.
Το νέο άλμπουμ των “Thanos Stavridis & Drom” με τίτλο “Fygame” κυκλοφορεί.
Σημείωμα του Θάνου Σταυρίδη:
Με μεγάλη χαρά μοιράζομαι μαζί σας το νέο μας άλμπουμ με τους Drom, το μουσικό μας σχήμα που δημιουργήθηκε το 2015. Στο “Fygame “εξερευνούμε τις παραδοσιακές μουσικές της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας – μουσικές που εξακολουθούν να ακούγονται και να χορεύονται σε κάθε γλέντι μέχρι και σήμερα.
Το όνομα Drom, που σημαίνει «δρόμος» στη γλώσσα των Ρομά, αντικατοπτρίζει τη ζωή μας ως μουσικοί: πάντα στον δρόμο, ταξιδεύοντας και κοινωνώντας τη μουσική μας με ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Το άλμπουμ μας έχει τίτλο «φύγαμε» κι αυτή τη φορά κουβαλάμε στις αποσκευές μας τη λαϊκή μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Μακεδονίας. Ο δίσκος περιλαμβάνει μελωδίες που αντηχούν στην περιοχή εδώ και πολλά χρόνια, αντανακλώντας την πλούσια πολιτισμική της ταυτότητα.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στη λαϊκή παράδοση, δεν υπάρχουν τα σύνορα με τον τρόπο που τα εννοούμε γεωγραφικά.
Αυτές οι μουσικές, οι οποίες είχαν στίχους σε μια γλώσσα που ομιλείται και κατανοείται από τις διαφορετικές εθνοτικές κοινότητες στη χερσόνησο του Αίμου τα τελευταία 300 χρόνια, αφηγούνται ιστορίες ανθρώπων που μοιράστηκαν την ίδια γη, τις ίδιες εικόνες, γεύσεις, αρώματα και ήχους. Δυστυχώς, για να επιβιώσουν στην Ελλάδα, πολλά απ’ τα τραγούδια έχουν χάσει τα λόγια τους, αφήνοντας μόνο τη μουσική να αντέξει. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι η παραδοσιακή μουσική κατά κύριο λόγο είναι χορευτική κι ότι κάθε μελωδία συνδέεται με έναν συγκεκριμένο χορό.
Ερμηνεύοντας τα κομμάτια μέσα από τη δική μας αισθητική και εμπειρία, φιλοδοξούμε να συμβάλουμε στη διατήρηση αυτής της κληρονομιάς και στη μετάδοσή της στις επόμενες γενιές.
Η ιδέα για το άλμπουμ γεννήθηκε λίγο πριν από τα lockdown του Covid-19, όταν νιώσαμε την ανάγκη να αποτυπώσουμε τη δική μας προσέγγιση σε αυτό το μουσικό υλικό. Δεν πρόκειται για μια αυστηρά παραδοσιακή αναπαραγωγή, αλλά για έναν τρόπο ερμηνείας που διατηρεί τον χορευτικό χαρακτήρα της μουσικής, ενώ ενσωματώνει καινοτόμα στοιχεία. Ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις τότε και, μετά από μια μεγάλη διαδρομή, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε το έργο μας πέρυσι. Τώρα, με ενθουσιασμό, το παραδίδουμε σε εσάς και στο κοινό μας.
Καλή ακρόαση!
Θάνος Σταυρίδης
Απρίλιος 2025