Μιχάλης Τσαντίλας

Μπήκε στη δισκογραφία, ανήλικη ακόμα, ηχογραφώντας στο πλευρό του Μίκη Θεοδωράκη και συνέχισε συνεργαζόμενη με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Διονύση Σαββόπουλο και πολλούς άλλους. Κι ενώ στο μεταίχμιο μεταξύ 1980s και 1990s κατακτούσε τα ραδιόφωνα με μια σειρά όμορφων ποπ τραγουδιών, επέλεξε έκτοτε να αποτραβηχτεί και να ακολουθήσει μια πιο διακριτική πορεία. Είχαμε τη σπάνια ευκαιρία να μιλήσουμε με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά για όλα τα παραπάνω, με αφορμή την επερχόμενη εμφάνισή της στη μουσική αίθουσα του «Παρνασσού» (Σάββατο, 8 Φεβρουαρίου)...

Zorbala_2Μεγαλώσατε στη Μόσχα, στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Τι θυμάστε από την ατμόσφαιρα και τη ζωή σας εκεί;

Θυμάμαι ατέλειωτους χιονισμένους χειμώνες και υπέροχα παιχνίδια. Τότε έμαθα να γλιστρώ με τα πέδιλά μου στο χιόνι και από τότε δεν έπαψα ποτέ να παρακολουθώ και να θαυμάζω το πατινάζ. Τα καλοκαίρια το τοπίο της ζωής μου άλλαζε, γιατί η μητέρα μου μας πήγαινε εμένα και τον αδελφό μου στη Μαύρη Θάλασσα, σε μία οικογένεια Ποντίων και εκεί ζούσαμε από μία άποψη την ελληνική ατμόσφαιρα. Θυμάμαι επίσης τις Κυριακές μας στη Μόσχα, όπου οι λίγες ελληνικές οικογένειες που υπήρχαν συγκεντρώνονταν στην Ελληνική Λέσχη· εκεί μαθαίναμε ελληνικούς χορούς, τραγούδια, ποιήματα.

Τα πρώτα σας μουσικά ερεθίσματα ποια ήταν;

Τα πρώτα μου ερεθίσματα μέσα στο σπίτι ήταν από την ελληνική μουσική (άλλωστε ήταν υποχρεωτική κατ’ οίκον και η ελληνική γλώσσα): Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος... Τώρα, στην κοινωνική μας ζωή, ακούγαμε παντού κλασική μουσική, ρώσικη παραδοσιακή μουσική, και συχνά σε φιλικά σπίτια, κατ’ ιδίαν, Ρώσους αντικαθεστωτικούς ποιητές, μελοποιημένους από σύγχρονους δημιουργούς.

Σπουδάσατε κατόπιν μουσική, αλλά και θέατρο και ισπανική φιλολογία. Τι σας οδήγησε στις συγκεκριμένες σπουδές;

Από τα 9 μου χρόνια, οι γονείς μου –έχοντας διαπιστώσει την κλίση μου στο τραγούδι και γενικότερα στις τέχνες του θεάματος– με έγραψαν στη μουσική σχολή, στην τάξη του ακορντεόν, γιατί δεν υπήρχε οικονομικά η δυνατότητα να έχουμε πιάνο στο σπίτι για να μελετώ. Στα 14 μου ανακάλυψα την ισπανική γλώσσα και κουλτούρα και γοητεύτηκα. Έτσι, τελειώνοντας το σχολείο, τα βήματά μου με οδήγησαν στις πανεπιστημιακές σπουδές ισπανικής φιλολογίας. Το θέατρο τώρα μπήκε στη ζωή μου πριν ακόμα γεννηθώ: η μητέρα μου ήταν ηθοποιός κι έτσι από μικρό παιδάκι βρισκόμουν κάθε βράδυ πίσω από την κουίντα, ζώντας τη μαγεία της θεατρικής παράστασης. Από την πρώτη τάξη του σχολείου στη Μόσχα μας πήγαιναν συχνά στο θέατρο και θυμάμαι έντονα τη χαρά που είχα κάθε φορά. Πολύ αργότερα, στην Ελλάδα πλέον, τραγουδίστρια επαγγελματίας με 4-5 δίσκους, συμμετέχω στην παράσταση Το Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού. Εκεί, η Ελένη Ζαφειρίου και ο Νότης Περγιάλης, με παρότρυναν να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η Ζαφειρίου μάλιστα με προετοίμασε η ίδια. Έδωσα λοιπόν εξετάσεις, πέτυχα κι έτσι βίωσα μία ακόμα αξέχαστη εμπειρία.

Zorbala_3Στην τρυφερή ηλικία των 17 χρόνων βρεθήκατε να ηχογραφείτε τις Μπαλάντες, δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη. Είχατε τότε συναίσθηση του τι ακριβώς συνέβαινε; Πώς το βιώσατε όλο αυτό;

Δεν μπορείς στα 17 σου –και μάλιστα στην πατρίδα μου, την οποία πρωτογνώριζα τότε– να καταλάβεις το μεγαλείο του συγκεκριμένου έργου. Ένιωθα μεν ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σημαντικό, αλλά ταυτόχρονα ήμουν πολύ φοβισμένη και άπειρη. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα το μέγεθος της ποίησης και της συνθετικής αυτής δημιουργίας.

Ακολουθήσατε μια δισκογραφική και συναυλιακή διαδρομή ασύμβατη με τους συνήθεις διαχωρισμούς, στους οποίους έχουμε συνηθίσει: από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι στην ποπ, από τον Κώστα Γιαννίδη στα fado και από τα μικρά μουσικά σύνολα στις μεγάλες ορχήστρες. Ήταν αποτέλεσμα μιας διάθεσης δοκιμής διαφορετικών πραγμάτων; Ή κομμάτι μιας αντίληψης που βλέπει τη μουσική ως κάτι ενιαίο;

Ισχύουν και τα δύο. Αφενός μου αρέσει να εξερευνώ τους μουσικούς δρόμους –έτσι άλλωστε έφτασα και στα fados. Αφετέρου, πράγματι πιστεύω ότι η μουσική ούτε σύνορα, ούτε στεγανά αναγνωρίζει. Τέλος, υπάρχει άλλος ένας καθοριστικός παράγοντας: οι εκάστοτε συγκυρίες, οι καλλιτεχνικές προτάσεις και συνεργασίες, το ρεύμα κάθε εποχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 περάσατε μια σκοτεινή περίοδο στην προσωπική σας ζωή. Ποια ήταν τα στήριγματά σας ώστε να καταφέρετε να βγείτε αλώβητη;

Τα στηρίγματα που διαθέτει πιστεύω ο καθένας μας, δηλαδή η ανάγκη για επιβίωση, η οικογένεια, οι φίλοι και –στην περίπτωσή μου– η αφοσίωση στη μουσική και στο τραγούδι. Οι καλλιτέχνες είναι αλήθεια πλεονεκτούν σε αυτό: εκτονώνονται απόλυτα μέσα από την τέχνη τους.

Το ότι αποτραβηχτήκατε έκτοτε από τα φώτα της δημοσιότητας, είχε να κάνει και με κάποια απογοήτευση σχετικά με το πώς λειτουργούσε το μουσικό κύκλωμα;

Όχι, καμία απογοήτευση. Είναι ξεκάθαρα θέμα προσωπικής επιλογής.

Παρακολουθείτε τα μουσικά πράγματα; Τι διαπιστώσεις κάνετε για το σημερινό ελληνικό τραγούδι;

Παρακολουθώ και με χαρά διαπιστώνω συχνά νέους, φωτισμένους καλλιτέχνες. Βέβαια, η εποχή μας –με όλα τα προβλήματα και την ταχύτητα από την οποία διακατέχεται– σαρώνει καλά και κακά, όλα μαζί.

Zorbala_4

Ετοιμάζετε μια αναδρομή στη μέχρι τώρα πορεία σας, στην αίθουσα συναυλιών του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Σε ποια σημεία αυτής της πορείας θα σταθείτε και υπό ποία μουσική οπτική θα τα αντιμετωπίσετε; Ο τίτλος «Παιχνίδια Του Χρόνου» τι σηματοδοτεί;

Ένιωσα εδώ και έναν περίπου χρόνο την επιθυμία να κάνω μία αναδρομή στη μουσική και δισκογραφική μου πορεία. Θέλω να ανακαλέσω τις μνήμες μου, να θυμηθώ και να σας θυμίσω τους σημαντικούς ανθρώπους που συνάντησα και συγκρότησαν τελικά την προσωπικότητά μου. Πάνω σε αυτές τις σκέψεις ήρθε και η πρόταση για το συγκεκριμένο ρεσιτάλ, στην υπέροχη από κάθε άποψη αίθουσα του  «Παρνασσού». Τώρα, ο τίτλος ενός νέου τραγουδιού του  Κύπριου συνθέτη Βάσου Αργυρίδη –ο οποίος και θα με συνοδεύσει στο πιάνο– μού έδωσε τον τίτλο της παράστασης, αλλά και την ελευθερία να κινηθώ στον χρόνο χωρίς περιορισμούς.

Τα τελευταία 20 χρόνια ζείτε στην Κύπρο, ενώ πρόσφατα επιστρέψατε και στη Μόσχα για κάποιες συναυλίες. Συγκρίνοντας αυτούς τους τόπους με την σημερινή Αθήνα, τι έχετε να καταθέσετε; Ποιον θεωρείτε πατρίδα σας;

Αδιαπραγμάτευτα πατρίδα μου ήταν, είναι και θα είναι η Ελλάδα. Τη Μόσχα την αγάπησα και τη θυμάμαι με τρυφερότητα και με πολύ έντονη τη νοσταλγία και την αναμονή για τη μεγάλη μέρα της επιστροφής. Την Κύπρο –και συγκεκριμένα τη Λεμεσό– επίσης την αγαπώ, μου αρέσει η ήρεμη καθημερινότητά της και οι άνθρωποί της. Αλλά τίποτα απ' αυτά δεν αλλάζει την ελληνική μου ταυτότητα.

Μετά τη συναυλία στον Παρνασσό, τι άλλο σχεδιάζετε; Μπορούμε να ελπίζουμε σε μια νέα δισκογραφική δουλειά στο άμεσο μέλλον;

Μακάρι, σας απαντώ και για τα δύο!

{youtube}T3j5qmrsVdE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured