Πολύ θα ήθελα αυτή η συνέντευξη να είχε συμβεί εκ του σύνεγγυς – αυτές οι ιντερνετικές ερωταπαντήσεις μονάχα μια ψευδαίσθηση διαλόγου δημιουργούν – αλλά έστω κι έτσι ορίστε η κουβέντα μας με αφορμή την πιο πρόσφατη κυκλοφορία του Φλώρου Φλωρίδη, με όχημα το Grix τρίο (Φλώρος Φλωρίδης – Αντώνης Ανισέγκος – Γιώργος Δημητριάδης)…

 

 

Εάν επιχειρούσαμε να καταγράψουμε το σύνολο των συνεργασιών σας τα τελευταία τριάντα χρόνια, μάλλον θα έπρεπε να δανειστούμε ουκ ολίγα απ’ τα bytes του υπολογιστή μας. Για να επικεντρωθούμε, όμως, στα του παρόντος, θέλετε να μοιραστείτε τα πότε, τα πώς και τα γιατί της «ηχητικής συμμαχίας» με τον Αντώνη Ανισέγκο και τον Γιώργο Δημητριάδη;

 

«Συνέβη στο Βερολίνο εδώ και δυο χρόνια, αφού και οι τρεις μας μένουμε εκεί και μπορούμε να συναντηθούμε πιο συχνά. Έτσι θεωρήσαμε καλή ιδέα να κάνουμε ένα σχήμα, διότι νομίζουμε ότι είναι η πρώτη φορά που Έλληνες μουσικοί βρισκόμενοι εκτός Ελλάδος κάνουν ένα σύνολο που παίζει αυτού του είδους την μουσική. Δηλαδή μουσική βασισμένη στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό».

 

Απ’ το ίδιο το όνομα του τρίο, μέχρι τους τίτλους των συνθέσεων και την παραδοσιακή γευσιγνωσία τους, παρατηρούμε έναν χαλαρό αυτοπροσδιορισμό με βάση την ελληνικότητα. Δεδομένης  της διεθνούς κυκλοφορίας του άλμπουμ, αυτές σας οι επιλογές εκπέμπουν ένα γενικότερο στίγμα διαφοροποίησης στον ανά τον κόσμο εν δυνάμει ακροατή; Ή μήπως κρύβουν και κάποιο πιο λεπτομερές concept;

 

«Όλα αυτά που επισημαίνετε είναι σωστά. Δηλαδή δεν είναι κακό να προσδιορίζεται η καταγωγή των μουσικών, διότι αυτό δείχνει και την ιδιαιτερότητα τους, μιας και τέτοιου είδους σχήματα βρίσκονται συχνά στον υπόλοιπο (Δυτικό) κόσμο. Βεβαίως, θα ήθελα περισσότερο το ελληνικό χρώμα στο τρίο, αλλά έτσι μας βγήκε η ηχογράφηση αυτή τη φορά».

 

Είτε ως μέλος των Χειμερινών Κολυμβητών, είτε ως ιδρυτή της Florina Brass Band, φαίνεται πως σας απασχολεί ουσιαστικά η μουσική παράδοση της χώρας. Πόσο λεπτό ζήτημα είναι να την τοποθετήσουμε στο σήμερα και κατά πόσο θεωρείτε πως τέτοιες προσπάθειες αφορούν (ή θα έπρεπε να αφορούν) τους Νεοέλληνες; 

 

«Νομίζω ότι η δισκογραφική μου δουλειά στο σύνολο της περιέχει και την απάντηση-άποψη μου στο θέμα, διότι αλλιώς θα πρέπει να μιλούμε με τις ώρες. Αλλά για να πούμε κάτι σύντομο, το να τοποθετηθούμε στο σήμερα σαν λαός και κυρίως να δώσουμε το δημιουργικό μας στίγμα είναι μια διεργασία που ανήκει και στην πολιτεία και στον κάθε δημιουργό και θέλει χρόνο και κόπο για να φανεί. Από την άλλη μεριά, τα αποτελέσματα της δουλειάς και των δυο περιπτώσεων είναι και η απάντηση τους σε αυτήν την πρόκληση. Τα αλλά είναι θεωρίες νεοελληνικής κατασκευής και προέλευσης».

 

Απ’ την άλλη, βέβαια, ακόμα και στο άκουσμα του όρου glitch electronica δεν ανασηκώνετε τα φρύδια όλο απορία. Για του λόγου το αληθές, παρέα με τον Spyweirdos και τον Γιάννη Μουρτζόπουλο, πρόσφατα μας καταπλήξατε με το Epistrophy At Utopia. Πώς σας φάνηκαν τα πιο σύγχρονα ηχητικά τοπία;  

 

«Κάτι αντίστοιχο κάναμε με τον Μουρτζοπουλο εδώ και 21 χρόνια, το Manager In Charge, I Salute – διασκευές σε συνθέσεις του Thelonious Monk με ηλεκτρονικά. Άλλωστε ο νέος τίτλος Epistrophy At Utopia αναφέρεται και σε αυτήν την πρώτη παραγωγή. Τώρα οι χαρακτηρισμοί glitch electronica σαν επιθετικοί προσδιορισμοί του είδους της μουσικής, είναι μάλλον κάτι που έχει να κάνει με την αγορά. Για μένα το ουσιαστικό είναι ότι η μουσική η οποία υπήρχε σε αυτό το CD σαν δομημένη πρόταση δημιουργίας, με κάλυπτε αισθητικά. Αν και εδώ που τα λέμε, εγώ έβαλα λίγο παίξιμο και περισσότερη έμπνευση και γνωμοδότηση – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – στο συγκεκριμένο άλμπουμ. Σε ένα επόμενο CD, που θα βγει σύντομα νομίζω, έχω περισσότερο δημιουργική συμμετοχή με την έννοια ότι διαμορφώνω και συνθετικά το μουσικό αποτέλεσμα. Για τα λεγόμενα σύγχρονα ηχητικά τοπία τι να σας πω, δεν ακούω κανένα το οποίο να μην έχει συμβεί εδώ και τουλάχιστον 60-70 χρόνια. Απλώς τώρα με τη φθηνή σύγχρονη τεχνολογία, ο καθένας μπορεί να παράγει και να τυπώνει ό,τι του κατέβει. Αυτό είναι και καλό και κακό. Για μένα πάντα το αποτέλεσμα μετράει. Αυτό είναι που δικαιολογεί τις τεχνικές της κατασκευής του και από αυτό κρίνεται ο καθένας».

 

Δηλώνετε ακραιφνής οπαδός του αυτοσχεδιασμού και λάτρης της πηγαίας του έκφρασης. Αν δεν κάνω λάθος, ολόκληρο το νέο άλμπουμ στην ουσία έχει συντεθεί σε πραγματικό χρόνο, δίχως κάποια σημαντική προετοιμασία. Βάλε μας λίγο στο κλίμα αυτής της ιδιαίτερης διαδικασίας...

 

«Πιστεύω ότι ο αυτοσχεδιασμός-στιγμιαία σύνθεση είναι ένας από τους δυο τρόπους που έχουμε για να δημιουργούμε. Στην τέχνη και στην επιστήμη. Απλώς, συμβαίνοντας σε πραγματικό χρόνο, δίνει σε όσους δεν τον καταλαβαίνουν την εντύπωση της τσαπατσουλιάς. Κάτι επιπόλαιο δηλαδή. Σε αυτή την γνώμη, βέβαια, βοηθούν και οι ασκούντες τον αυτοσχεδιασμό όταν δεν τον μελετούν με σοβαρότητα και αυταπάρνηση. Το τελευταίο μπαίνει για να δραματοποιήσουμε και λίγο τη συζήτηση και άρα να μπει και λίγο χιούμορ σε αυτήν! Στη διαδικασία της δημιουργίας της μουσικής στο συγκεκριμένο άλμπουμ ήμασταν συγκεντρωμένοι και έτσι  το αποτέλεσμα μας ευχαρίστησε από την αρχή. Έγινε, όντως, σε πραγματικό χρόνο. Λίγο η σοβαρότητά μας, λίγο η τύχη, λίγο η ικανότητά μας, έδωσαν ένα αποτέλεσμα αποδεκτό από όλους μεμιάς. Ο αυτοσχεδιασμός στις καλές του στιγμές!».

 

Αν το καλοσκεφτούμε, τέτοιου είδους ηχογραφήσεις ή ζωντανές εμφανίσεις έρχονται σε βαθειά ρήξη με τις συνταγές της ποπ κουλτούρας και το πώς αυτές διαμορφώθηκαν, μετά την επανάσταση της δισκογραφίας του προηγούμενου αιώνα. Θέλω να πω πως ο μουσικός δεν αναπαράγει ξανά και ξανά (έστω με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις) το όποιο του πόνημα. Αντίθετα κάθε φορά δημιουργεί κάτι καινούργιο, που είναι πρακτικά αδύνατο να ξανακάνει την εμφάνισή του με αυτή τη μορφή στο μέλλον. Πόσο σας γοητεύει αυτή η προσέγγιση της μουσικής;

 

«Έχω γράψει μουσική για ταινίες, θέατρο και χορό, όπου χρειαζόταν να συντονιστεί πολύς κόσμος που δεν είχε τις ικανότητες, αλλά και τον διαθέσιμο χρόνο να αυτοσχεδιάσει την ίδια στιγμή που γινόταν η μουσική. Ή είχε ήδη δημιουργηθεί το περιβάλλον όπου η μουσική θα το υπηρετούσε. Σε αυτές τις περιπτώσεις η σύνθεση δεν μπορεί να γίνει σε πραγματικό χρόνο. Άρα γράφουμε παρτιτούρες, κάνουμε ενορχήστρωση, πρόβες, διεύθυνση ορχήστρας αν χρειάζεται κλπ. Είναι ο δεύτερος τρόπος για να δημιουργεί κάποιος μουσική. Εξίσου σημαντικός. Άλλωστε, αυτοί οι δυο υπάρχουν όλοι και όλοι – αλλά όχι όμως και σπουδαιότερος κατά τη γνώμη μου. Μου αρέσει, επίσης, να τον ασκώ και με γοητεύει, αλλά όχι όπως ο αυτοσχεδιασμός. Τώρα, η pop κουλτούρα και οι ηχογραφήσεις της έχουν να κάνουν με τα χρήματα. Όσο περισσότερος κόσμος δουλεύει, τόσο περισσότερος τζίρος γίνετε, άρα περισσεύουν και τα λεφτά. Όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με τη δημιουργία καλής μουσικής, αλλά είναι το παν για την μουσική βιομηχανία. Που σημαίνει όχι μόνον χρήματα, αλλά και εξουσία...και πάει λέγοντας».

 

Όταν φτάνει η στιγμή να ανέβετε στη σκηνή, πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσετε δίχως το προστατευτικό δίχτυ της έτοιμης σύνθεσης; Έτυχε να διαβάσω για ένα κωμικό γεγονός, το οποίο συνέβη πριν χρόνια σε κάποια απ’ τις περίφημες αυτοσχεδιαστικές εμφανίσεις του Keith Jarrett. Κάθισε εμπρός στο πιάνο του και, για τουλάχιστον πέντε λεπτά, δεν μπορούσε να σταυρώσει νότα. Για να ξεκολλήσει έπρεπε κάποιος απ’ το κοινό να φωνάξει «Ρε ύφεση», μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Ο Jarrett τον ευχαρίστησε (όχι, αυτή τη φορά δεν αποχώρησε ωρυόμενος), άγγιξε ευθύς τα πλήκτρα και δεν ξανακοίταξε πίσω...

 

«Νομίζω πως μουσικοί του επιπέδου του Jarrett αυτοσχεδιάζουν, συνθέτουν, διευθύνουν και πάντοτε το αποτέλεσμα είναι υψηλότατου επιπέδου. Δεν χρειάζονται «ρε ύφεση» και λοιπά. Αυτά είναι ανέκδοτα, τα οποία κάνουν μια παράσταση να έχει το συνοδευτικό παραμύθι της, που είναι με την σειρά του κι αυτό πολύ σημαντικό. Από την άλλη μεριά, αφού ο αυτοσχεδιασμός είναι στιγμιαία σύνθεση, αν εκείνη τη στιγμή δεν σου έρχεται κάτι, ε τότε παίζεις κάτι προετοιμασμένο. Το σημαντικό είναι να κάνεις όσο καλύτερη μουσική μπορείς. Με τον τρόπο που σου πάει καλύτερα σαν άνθρωπος και επίσης με τον τρόπο που έμαθες καλύτερα».

 

Αντί επιλόγου και επειδή χρόνια τώρα κινείστε στους χώρους της παγκόσμιας ελεύθερης jazz... Απλωθείτε όσο θέλετε στον χρόνο και μοιραστείτε μαζί μας μερικά απ’ τα πιο αγαπημένα σας άλμπουμ.    

 

«Αυτή την περίοδο μου αρέσει να ακούω οτιδήποτε από τους: Bach, Coltrane, Dolphy, Zappa, Hendrix, Ornette Coleman – και πάντοτε Τάσο Χαλκιά».

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured