Διονύσης Κοτταρίδης

Λίγο καιρό πριν, το άκουσμα του ονόματός της μάλλον θα σχημάτιζε γκριμάτσες απορίας στα πρόσωπα των περισσοτέρων. Έλα όμως που οι εξελίξεις – σωστό φυσικό τράβηγμα – ήρθαν να λύσουν τις όποιες απορίες, προσγειώνοντας το ντεμπούτο της μέσα σε όλες τις αποχαιρετιστήριες (σνιφ!!!) λίστες. Εμείς στήσαμε κουβεντούλα μαζί της επί της πλατείας Εξαρχείων, πριν η παραμικρή αναφορά επίσκεψης στην τελευταία αρχίσει να εγείρει σπασαρχ****** σχόλια και παράξενα βλέμματα…

Σε πρωτοσυναντήσαμε μπροστά στο μικρόφωνο των Sugah Galore και των Cast-A-Blast Sound System. Αυτή τη φορά, όμως, έδρασες πιο «ανεξάρτητα». Πόσο διαφορετική υπήρξε η εμπειρία;

 

«Ήταν τελείως διαφορετικά, επειδή κάναμε τα πάντα απ’ το σπίτι. Οπότε δεν υπήρχε κάποια τυπική διαδικασία του να κάνω πρόβες, να ’χω έτοιμα κομμάτια, να τα δουλέψω και ύστερα να πάω να τα ηχογραφήσω, όπως έχω μάθει. Ορισμένα από τα κομμάτια ξεκίνησαν απ’ τα βασικά beats που μου έδινε ο Blend για να τα ακούσω και να γράψω στίχους. Το μικρόφωνο στηνόταν στο κρεβάτι – η περιβόητη ιστορία – και απλά εκείνη την ώρα έγραφα ένα ή δύο takes . Δεν έχει καμία σχέση αυτή η διαδικασία με ό,τι έχω ξανακάνει, ήταν πολύ πιο ωραία, ήταν λίγο Τζαμάικα ο τρόπος. Έχουμε χαλάσει μηδέν λεφτά για το CD, έχουμε χρησιμοποιήσει κάποιον Η/Υ κι ένα μικρόφωνο των 15 ευρώ».

Μιας και το ανέφερες, μιλάμε ουσιαστικά για ένα άλμπουμ ηχογραφημένο στο κρεβάτι σου! Πώς λειτούργησε όλο αυτό το πράγμα;

«Λειτούργησε αναγκαστικά, επειδή ήμουν 6 - 7 μήνες τελείως οριζοντιωμένη, κι ύστερα για ένα διάστημα σηκωνόμουν μόνο για φυσικοθεραπείες. ‘Έπαιρνα 6 χάπια την ημέρα, έκανα δυο ενέσεις και είχα δει ό,τι ταινία είχε βγει σε DVD. Η δημιουργία του CD υπήρξε η ψυχοθεραπεία μου, κάτι που μου έδινε την αίσθηση ότι δεν ήμουν τελείως άχρηστη εκείνη την περίοδο. Άσε που με όλα αυτά τα φάρμακα που έπαιρνα ένιωθα και λίγο high! Το γεγονός σίγουρα βοήθησε το άλμπουμ με τον τρόπο του. Πολύ γελοίες καταστάσεις…».

 Τώρα, αυτό το παιχνίδι της αντίθεσης στον τίτλο, απ’ τη μία τοThe Incredible” από την άλλη το “The Invisible”, πώς προέκυψε;

«Να σου πω την αλήθεια, δεν μελετήσαμε ιδιαίτερα τον τίτλο. Το έχω ξαναπεί και αλλού ότι κανονικά το άλμπουμ θα λεγόταν Hard Candy, αλλά μάθαμε μετά ότι αυτός θα είναι ο τίτλος του CD της Madonna, με αποτέλεσμα να κολλήσουμε. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε να το βγάλουμε Cast-A-Blast Presents The Incredible Sugahspank, αλλά μετά σκέφτηκα πως αυτό δεν παίζει, ποια είμαι στην τελική; Τελικά, επειδή υπήρχε κομμάτι “Τhe Invisible” και επειδή ο προηγούμενος τίτλος μου φαινόταν πολύ κοροϊδευτικός, καταλήξαμε στο The Incredible/The Invisible».

Στο εξώφυλλο του άλμπουμ παρατηρούμε μία μίνι μεταμόρφωση, στον τόνο του δέρματός σου για παράδειγμα. Προς τι η αλλαγή;

«Η κανονική φωτογραφία ήταν πολύ πιο φωτεινή, ενώ πίσω υπήρχαν κάποιοι καθρέφτες και καναπέδες. Οπότε, πολύ απλά για να μη φαίνονται σκουρύναμε τη φωτογραφία αρκετά, έτσι από ένα σημείο και μετά δεν φαίνονταν ούτε τα μαλλιά μου. Έτσι βγήκε αυτή η μαυρίλα. Γενικά μ’ αρέσει η μαυρίλα. Το κλασικό στερεότυπο της άφρο γκόμενας με ενοχλεί λίγο, αλλά δεν φταίω εγώ που είναι το μαλλί μου έτσι. Πάντως δεν προσπαθώ να λανσάρω κάτι, νιώθω μια χαρά με τον εαυτό μου».

Ένα απ’ τα χαρακτηριστικότερα κομμάτια του άλμπουμ «φωνάζει»: Kill The Bitch You Got In Ya”. Να το εκλάβουμε αυτό ως θηλυκή (αυτό)κριτική;

«Η χρήση του όρου «bitch» είναι ευρύτερη, όχι κυριολεκτική. Το συγκεκριμένο πράγμα αναφέρεται στο να αποβάλλεις κάπως τα μαλακισμένα ιδεώδη που σου ’χουν περάσει και να χαλαρώσεις. Να ξεφορτωθείς στερεότυπα και προκαταλήψεις. Κάπως έτσι».

 

Πέραν του ελληνικού hip hop, που αριθμεί κάμποσα εγχώρια χρόνια και αποτελεί και μια ιδιαίτερη περίπτωση, παρατηρούμε τελευταία μια ευρύτερη εγκατάσταση της μαύρης μουσικής στο ακουστικό σύστημα των Ελλήνων μουσικόφιλων – και μη. Η δικιά σου αγάπη για τα «μαύρα» πώς γεννήθηκε και πώς εξελίχθηκε;

«Μικρή, ψιλοάκουσα βασικά πράγματα και μου άρεσαν πολύ – NWA για παράδειγμα. Αργότερα στην ηλικία 14-15 άκουγα πολύ αμερικάνικο hip hop και από ’κει και πέρα, μαθαίνοντας ότι οι παραγωγές δανείζονται από πιο παλιά πράγματα, ξεκίνησα να γνωρίζω τι έχει κλεφτεί από κάτω. Πήγα προς πιο παλιά soul, μετά από κει προς jazz, κτλ. Είχαμε ανοίξει κι ένα ιστορικό δισκάδικο κάποτε στον Πειραιά, που έπαιζε jazz και έψαχνε πιο πειραματικά πράγματα. Όχι πως έχω καταλήξει ότι εκεί ανήκω, ακούω κι άλλα πράγματα, πολύ διαφορετικά, αλλά μάλλον σαν ακουστικό βίωμα ήταν το πρώτο που με πώρωσε. Οπότε διαθέτω μια μεγαλύτερη αγάπη προς τα εκεί».

Εγχώριο κοινό, λοιπόν, υφίσταται. Αυτοί που θα το τροφοδοτήσουν υπάρχουν; Ξεχωρίζεις κάποιους μουσικούς/κυκλοφορίες;

«Δεν ξέρω ιδιαίτερα τι γίνεται, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να έχω ακούσει και να έχω πει «ουάου» και αν υπάρχει κάτι συνήθως είναι σε άλλα είδη. Είναι και θέμα γούστου, εγώ πάντως δεν έχω βρει κάτι που να έχω ακούσει και να έχω τρελαθεί».

Θα μπορούσα να σκεφτώ κι άλλους, αλλά αμέσως-αμέσως μου έρχεται στο μυαλό ο Γιώργος Κοντραφούρης...

«Αυτή η συνομοταξία που λες είναι όλοι τους και γαμώ τους παίκτες, αλλά μου βγαίνουνε πολύ «γυαλισμένοι». Πράγμα το οποίο δεν μ’ ενοχλεί –μια χαρά είναι, αλλά δεν είναι για τα δικά μου γούστα. Εμένα μου αρέσει το «play from your fuckinheart». Παίξε μαλακίες, αλλά σκίστο, ρε παιδί μου!».

Η Cast-A-Blast σε καμία περίπτωση δεν βολεύεται με την εντός των τειχών αγορά. Οι δικές σου φιλοδοξίες έχουν σύνορα; Υπάρχει διεθνές feedback μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ;

«Το CD κυκλοφορεί στο εξωτερικό τον Γενάρη, ακόμη δεν έχει βγει. Έχουμε βρει μάλλον ένα license για Ιαπωνία και κάποιες διασυνδέσεις για Ιταλία, αλλά οτιδήποτε είναι να γίνει θα δείξει από Γενάρη. Προσπαθούμε να δουλεύουμε όσο γίνεται διεθνώς, με την έννοια ότι μπορούμε να το κάνουμε και επειδή στην Ελλάδα η αγορά είναι μικρή. Δεν κόβουμε πάρα πολλά CD, αλλά επειδή έχουμε παγκόσμια διανομή φεύγουν σε πολλές κατευθύνσεις και κάπως έτσι ξεπουλιούνται και συνεχίζουμε. Κάναμε κάποια live έξω (Γαλλία, Βελιγράδι, Σόφια), που ήταν ωραία φάση. Από ’κει και πέρα μακάρι να γίνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί με ενδιαφέρει πάρα πολύ να το κάνω».

Έχω εμπρός μου τη συνιδρύτρια της Cast-A-Blast και εκφράζω λαϊκή απαίτηση: ποιος είναι ο DJ Oxocube και ποιοι οι Ottawa Bros;

«Λοιπόν, ο DJ Oxocube είναι το παιδί που μας κάνει όλα τα γραφιστικά της εταιρίας. Είναι ας πούμε σαν ανεπίσημο πέμπτο μέλος. Είναι το άτομο που έχω γνωρίσει και είναι πιο κοντά στη λέξη ιδιοφυΐα. Ό,τι άκουσες στο άλμπουμ του εννοείται πως το έχει κάνει μόνος του. Να σου πω την αλήθεια, σέβομαι πάρα πολύ το γεγονός ότι δεν θέλει να φαίνεται, δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από μας και κάνει πολύ διαφορετικά μουσικά πράγματα, πέρα απ’ τα γραφιστικά του. Ήδη ετοιμάζει καινούργια πράγματα και μπορώ να σου πω πως δουλεύουμε και μαζί ένα project».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured