Στο τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, η Μάρτα Σανθ συνθέτει ένα μυθιστόρημα για την ιστορική μνήμη ή, μάλλον, για την διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης και την απόκρυψή της. Αφηγείται την ιστορία της Πάουλα Κινιόνες, μιας κουτσής και πολύ όμορφης εφοριακού, η οποία φτάνει στην μικρή πόλη Σαφράν για να εντοπίσει ομαδικούς τάφους από την εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου. Ωστόσο, κατά την άφιξή της συνειδητοποιεί ότι ο αριθμός των αγνοουμένων είναι μεγαλύτερος από τα λείψανα που βρέθηκαν, γεγονός που αποτελεί το αφηγηματικό νήμα του μυθιστορήματος. Στο Σαφράν, η Πάουλα έρχεται σε επαφή με την οικογένεια Μπεάτο, που με επίκεντρο το ξενοδοχείο της διοικεί την πόλη όμοια με τις οικογένειες των παρανόμων που διευθύνουν σαλούν στα σπαγκέτι-γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η Πάουλα αλληλογραφεί με τη Λουθ, την πεθερά του ντετέκτιβ Αλαρκόν Θάρκο (πρωταγωνιστή στα προηγούμενα βιβλία της τριλογίας) και πρόσωπο κλειδί στην εξέλιξη της αφήγησης∙ της περιγράφει τα ειδύλλιά της με τον καθυστερημένο Νταβίντ Μπεάτο και τα μυστήρια γύρω από το οικογενειακό ξενοδοχείο. Με τον αγαπημένο της Θάρκο να απουσιάζει, μια περίεργη ατμόσφαιρα απειλεί την Πάουλα. Το γουέστερν αναμειγνύεται με τον τρόμο και οι οικογενειακοί θρύλοι μπλέκονται με την πραγματικότητα. Η Πάουλα θα ερωτευτεί και ταυτόχρονα θα διεισδύσει βαθιά στα σκοτεινά μυστικά μιας οικογένειας, ενός χωριού και μιας χώρας∙ μυστικά που έχουν στοιχειώσει και διαστρεβλώσει ζωές και συνειδήσεις, και θα πληρώσει ακριβά το τίμημα.
Η Marta Sanz γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1967. Είναι καταξιωμένη μυθιστοριογράφος (Βραβείο Herralde το 2015 και φιναλίστ του Βραβείου Nadal το 2006). Γράφει λογοτεχνικές κριτικές στο El País και διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Νi hablar. Θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι ιδεολογία «παρότι μας έχουν κάνει να πιστέψουμε ότι η πολιτική λερώνει την καλλιτεχνική δημιουργία».
Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ισπανία και σε ολόκληρο τον κόσμο, φαινόμενο που αν μη τι άλλο μαρτυρά την έλλειψη ή τη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης, καθιστά επίκαιρο το μυθιστόρημα της Martha Sanz. Πολλώ δε μάλλον στην πατρίδα της. Όπως έχει πει και η ίδια: «Νομίζω ότι το μεγάλο θέμα του μυθιστορήματος είναι το πόσο νόημα έχει η δημοκρατική μνήμη στο βαθμό που το παρελθόν βρίσκεται στο παρόν μας. Έχουμε ακόμα λογαριασμούς να τακτοποιήσουμε με τις φρανκικές σκουριές μας».
Το μυθιστόρημά σας Μικρές κόκκινες γυναίκες είναι ένας λεκτικός χείμαρρος που εντυπωσιάζει από την πρώτη πρόταση. Όμως μάλλον δεν πρόκειται για ένα τυπικό μαύρο μυθιστόρημα, αλλά για μια πρόσκληση για προβληματισμό σχετικά με την ιστορική μνήμη και τη βία κατά των γυναικών. Αυτός ήταν ο στόχος σας εξαρχής;
Λοιπόν, για μένα η πρόκληση είναι πάντα να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα. Ίσως ούτε καν «ένα καλό μυθιστόρημα», αλλά ένα κείμενο που φτάνει στους αναγνώστες εξαιτίας της γραφής του, εξαιτίας ενός ιδιόμορφου τρόπου γραφής, που μας επιτρέπει να δούμε την πραγματικότητα με διαφορετικά μάτια, μέσα από ένα ιδίωμα που αποκλίνει. Υπό αυτή την έννοια, τα είδη με ενδιαφέρουν στον βαθμό που μπορούν να καταπατηθούν και να υβριδοποιηθούν. Με ενδιαφέρουν οι λυκανθρωπίες και οι μεταμορφώσεις. Τα όρια.
Με αυτό το βιβλίο κλείνετε την τριλογία του ντετέκτιβ Αρτούρο Θάρκο. Πώς ήταν το αυτό το λογοτεχνικό ταξίδι και τι σημαίνει το τέλος του για εσάς;
Αυτό το βιβλίο κλείνει μια τριλογία και λειτουργεί μέσα σε αυτή τη δομή, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα. Ωστόσο, μέσα στη δομή της τριλογίας, οι Μικρές Κόκκινες Γυναίκες αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της βίας: η βία της γλώσσας και η συναισθηματική βία καθορίζονται από τη βία που ασκείται πάνω στο σώμα μιας συγκεκριμένης γυναίκας. Αυτή η βία αποτυπώνεται αποφεύγοντας να καταστήσει τον πόνο και τις πληγές νοσηρή μορφή ομορφιάς. Συχνά οι πληγές που προκαλούνται στα γυναικεία σώματα αναπαρίστανται με έναν νοσηρό και διεγερτικό τρόπο, πράγμα που εγώ, ως συγγραφέας, απορρίπτω. Από την άλλη, μέσα στην τριλογία κάθε βιβλίο απομακρύνεται λίγο περισσότερο από το ορθόδοξο νουάρ: το πρώτο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σάτιρα της πλοκής και των χαρακτήρων του νουάρ, ακόμα και της πολιτικής του απήχησης. Το δεύτερο είναι ένα κείμενο που παίζει με τις ατμόσφαιρες προσπαθώντας να υπογραμμίσει την ιδέα ότι το μυστήριο, η ίντριγκα, δεν συνίσταται μόνο στις ακροβασίες της πλοκής. Το τρίτο, οι Μικρές Κόκκινες Γυναίκες, είναι ένα κείμενο τρόμου για την κακή μνήμη που μετατράπηκε σε μνήμη ασθενική. Δύο έννοιες που μοιάζουν, αλλά δεν είναι ίδιες.
Στο βιβλίο είναι έντονη η βία, αλλά το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη ιστορικής μνήμης. Θέλατε να τα συνδέσετε με κάποιο τρόπο;
Η κλοπή και η διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης είναι ένας τρόπος άσκησης βίας κατά των λαών. Η Ισπανία είναι μια από τις χώρες στον κόσμο με τον μεγαλύτερο αριθμό αγνοουμένων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και της καταστολής του Φράνκο. Ο φασισμός δολοφόνησε ανθρώπους, έκλεψε τις περιουσίες τους και καταδίκασε τις οικογένειες των ηττημένων αντρών και γυναικών στη δυστυχία. Η ρητορική του συμβιβασμού και των ίσων αποστάσεων έδρασε βίαια. Σήμερα, η διαγραφή αυτής της μνήμης καθιστά δυνατό το γεγονός ότι η ακροδεξιά αποτελεί μια «δημοκρατική» επιλογή για τους νεότερους. Μέσα από τη λήθη και τη νεοφιλελεύθερη διαφθορά αξιών, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, χτίζουμε ένα παρόν και εδραιώνουμε ένα ελάχιστα κολακευτικό μέλλον.
Η βία σε βάρος της πρωταγωνίστριας συνδέεται με την αναζήτησή της για δικαιοσύνη. Μπορεί η λογοτεχνία να είναι εργαλείο λύτρωσης;
Ίσως η λέξη «λύτρωση» να είναι πολύ δυνατή λέξη, αλλά όταν γράφω υιοθετώ μια γκραμσιακή στάση: είμαι απαισιόδοξη ως προς τη σκέψη, αλλά αισιόδοξη ως προς τη θέληση. Εμπιστεύομαι τον λογοτεχνικό λόγο, την ιδιαίτερη εκείνη ύφανση την αντιπροσωπευτική, μεταφορική, όχι κυριολεκτική, η οποία μας βοηθά να αναπτύξουμε στρατηγικές κατανόησης, σύνδεσης, μνήμης που αυξάνουν την πιθανότητα να αποκτήσουμε κριτική σκέψη. Όχι ότι έτσι θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, θα γίνουμε όμως άνθρωποι με μεγαλύτερη αντοχή στην αποχαύνωση του στερεοτυπικού, συνθηματολογικού, αγοραίου και απλουστευτικού πολιτικού λόγου. Τα λογοτεχνικά κείμενα προσκαλούν σε μια σπηλαιώδη μορφή ανάγνωσης. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είναι ολισθηρές επιφάνειες.
Είναι, όπως είπε -πάνω κάτω- ο Κάφκα, παγοθραύστες. Νομίζω ότι βοηθούν να δούμε κάτω, πίσω και πέρα, να αντιληφθούμε το τώρα, την πραγματικότητα, το εδώ. Και νομίζω ότι η χρήση της μιας ή της άλλης γλώσσας είναι ένας τρόπος να διαλέγεις πλευρά: η επιλογή ενός στιλ είναι ένας τρόπος να παίρνεις θέση. Ηθική και αισθητική, ουσία και μορφή, παραμένουν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, ωστόσο, είναι η συρρίκνωση της καθημερινής μας γλώσσας, η μείωση του λεξιλογίου μας σε χίλιες πεντακόσιες λέξεις: Νομίζω ότι αυτή η γλωσσική απίσχναση οδηγεί σε πνευματική, ακόμα και συναισθηματική απίσχναση.
Όταν χρησιμοποιούμε περισσότερες από χίλιες πεντακόσιες λέξεις, δεν υιοθετούμε μια ελιτίστικη θέση: περισσότερο, μάλλον, εμπιστευόμαστε την εκπαίδευση, την ποίηση, τον πολιτισμό ως όργανο ταξικής απάρνησης με θετικό πρόσημο και συνειδητοποίησης. Ως δυνατότητα να μας διηγηθούν και να διηγηθούμε. Η απώλεια της μνήμης μας σχετίζεται με την απώλεια της γλώσσας μας, και χωρίς μνήμη και γλώσσα δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας δεσμών και αίσθησης του ανήκειν στην κοινότητα. Η ταυτότητα περιορίζεται στην ενθυλακωμένη ατομικότητα του καταναλωτισμού. Ναι, λοιπόν, εμπιστεύομαι τον λογοτεχνικό λόγο ως αντίσταση σε κοινωνίες που γίνονται μάρτυρες της υποτίμησης των δημοκρατικών τους αξιών.
Αναφέρετε συχνά στη γυναικεία επιθυμία. Ποιο βασικό ρόλο έχει στη συλλογιστική σας; Συνήθως χαρακτηρίζουν τη δουλειά σας ως φεμινιστική λογοτεχνία. Αισθάνεστε άνετα με αυτή την κατηγοριοποίηση;
Ναι, ταυτίζομαι με την ταμπέλα και μάλιστα νιώθω περήφανη για την ταμπέλα, επειδή για να είσαι φεμινίστρια σε μια πατριαρχική κοινωνία πρέπει να το κάνεις συνειδητά, να προσπαθήσεις, να αποφασίσεις να γίνεις. Όλα είναι ενάντια. Το «φυσικό» στο πλαίσιο στο οποίο έχουμε μεγαλώσει είναι να αναλάβουμε μια δευτερεύουσα θέση σε σχέση με τους άνδρες και να πιστεύουμε ότι ολόκληρη η ζωή μας περιστρέφεται γύρω από το σπίτι, την αγάπη και τη φροντίδα. Όταν συνειδητοποιούμε ότι το αρσενικό είναι το παγκόσμιο και προσπαθούμε να σπάσουμε αυτόν τον κορσέ, πρέπει να νιώθουμε περήφανες. Η γραφή μου γεννιέται στην πραγματικότητα από αυτή την παρόρμηση: ο πατριαρχικός λόγος είναι μέρος του σώματός μου, τον έχω μεταβολίσει και μου κάνει κακό. Ταυτόχρονα, δεν μπορώ να τον απαρνηθώ γιατί είναι η μόνη γλώσσα που έχω για να μιλήσω. Έτσι λοιπόν, εμείς, οι γυναίκες συγγραφείς, μιλάμε υπό το πρίσμα αυτής της αντίφασης, αυτής της τριβής, της αναζήτησης άλλων λέξεων και της κριτικής στάσης απέναντι στο πολιτισμικό κατακάθι.
Τα κείμενά μας είναι χώροι συγκρουσιακοί. Μπορεί ακόμα και ενδιαφέροντες. Τα κείμενά μας εκφράζουν, μέσα από τις στιλιστικές τους επιλογές, πολύπλοκα συναισθήματα. Εκφράζουν σεβασμό και ευγνωμοσύνη για τις αντρικές λέξεις που μας καθορίζουν και, ταυτόχρονα, την πικρία μας για την πληγή που μας προκαλούν. Αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε μια μεταμόρφωση. Το θέμα της γυναικείας επιθυμίας είναι πολύ αποκαλυπτικό: οι αναπαραστάσεις της γυναικείας σεξουαλικότητας, της γυναικείας επιθυμίας, ανταποκρίνονται σε μία αντρική οπτική η οποία έχει αντικειμενοποιήσει το σώμα μας και έχει μετατρέψει σε επιθυμητή τη νοσηρότητα, την οδύνη, την υποταγή. Τώρα αναζητούμε άλλες αναπαραστάσεις της ηδονής και της σωματικότητάς μας οι οποίες δεν θα μας κάνουν να νιώθουμε ένοχες ή βρόμικες επειδή έχουμε σώμα και βιώνουμε χαρά.
Πώς βλέπετε το φεμινιστικό κίνημα, με τις διάφορες ομαδώσεις του, αυτή τη στιγμή;
Νομίζω ότι η ενότητα είναι απαραίτητη. Πάνω απ' όλα, λαμβάνοντας υπόψη ότι τ’ αφεντικά του κόσμου και κατ' επέκταση οι ιδιοκτήτες των λέξεων, ενεργοποιούν αντιδραστικές πολιτικές που μας γυρνούν πίσω στην εποχή των σπηλαίων. Πιστεύω επίσης ότι το φεμινιστικό κίνημα πρέπει να ενεργήσει λαμβάνοντας υπόψη ότι η φυλή, το φύλο και η τάξη είναι έννοιες συνεργιστικές και ότι η ανισότητα στον δημόσιο χώρο, στους μισθούς, στα συμβόλαια, έχει ως προέκταση την υποτίμηση του γυναικείου σώματος στην ιδιωτική ζωή. Η σεξουαλική βία, η κακοποίηση και η γυναικοκτονία είναι συστημικά ζητήματα. Όχι ενδοοικογενειακά.
Τι πιστεύετε για μηχανισμούς όπως η δύναμη του ερωτισμού;
Νομίζω ότι το κέρδος που μπορεί να αποκομίσουν οι γυναίκες από το ερωτικό κεφάλαιο είναι στην πραγματικότητα παγίδα. Επειδή βασίζεται στο παιχνίδι της αποπλάνησης, στους ελιγμούς, στη μυστική και σιωπηλή εκείνη συνθήκη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες ασκούν την εξουσία από έναν χώρο διαφορετικό από κείνον της ορατής και νομιμοποιημένης εξουσίας. Επιπλέον, δεν μου αρέσει η ιδέα του ερωτικού στοιχείου ως μηχανισμού εξουσίας, ούτε ως κεφαλαίου. Θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλες λέξεις για να οικοδομήσουμε μια άλλη πραγματικότητα. Δεν μου αρέσει καν η λέξη "ενδυνάμωση" γιατί η έννοια της "δύναμης" εμπεριέχει πάρα πολλές έννοιες επιβλαβούς αρρενωπότητας: ανταγωνιστικότητα, βία, χειραγώγηση, μεγάλα ψάρια που τρώνε μικρά ψάρια, την πεποίθηση ότι οι πλούσιοι αξίζουν τη θέση τους και ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή είναι ανόητοι, λιπόψυχοι και αναποτελεσματικοί. Η ηθική της λογικής τού «αν θέλεις μπορείς» μου φαίνεται ότι είναι μια από τις πιο καταστροφικές ιδεολογίες που υπάρχουν. Επειδή η ανισότητα των ευκαιριών είναι εμφανής και κάποιες πρέπει να δουλέψουν πολύ πιο σκληρά από τους άλλους για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Ή για να επιβιώσουν απλώς.
Πιστεύετε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες χρειάζεται να επεξεργαζόμαστε ξανά και ξανά την ιστορική μνήμη;
Υπάρχουν πάντα πληγές άσχημα επουλωμένες και πτώματα στην ντουλάπα. Στην πραγματικότητα, όσοι από εμάς εξασκούμε την τέχνη της γραφής, πέρα από τα τυχόν ευάρεστα λόγια, τείνουμε να κάνουμε ορατές τις ρωγμές. Ακόμα και στις φαινομενικά ευτυχισμένες και δίκαιες κοινωνίες. Το να κάνουμε ορατές αυτές τις ρωγμές, που συχνά σχετίζονται με ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος, είναι ένας τρόπος όχι για να καταστρέψουμε ή για να αναγγείλουμε την αποκάλυψη, αλλά για να προχωρήσουμε.
Μπορεί η αντίφαση ανάμεσα στην αναπηρία στο πόδι και στην ακλόνητη θέληση της πρωταγωνίστριας του βιβλίου, της Πάουλα Κινιόνες, να γίνει κατανοητή ως μεταφορά για τη σημερινή μας κοινωνία;
Όταν αποφάσισα ότι η Πάουλα θα ήταν κουτσή, δεν σκεφτόμουν τόσο την κοινωνία μας, όσο μάλλον την εκτός αισθητικού κανόνος ομορφιά ορισμένων γυναικών. Όχι της γυναίκας, αλλά των γυναικών. Γυναίκες διαφορετικές που προωθούν μια ομορφιά διαφορετική, αντίθετη σε μια αντίληψη για την ομορφιά που ασκεί βία στο σώμα μας και μας ομογενοποιεί. Φοβάμαι τα φίλτρα του Instagram και τη χειρουργική βία. Με τρομάζει να είναι όλα τα πρόσωπα το ίδιο πρόσωπο με έντονα ζυγωματικά, καλοσχηματισμένα φρύδια και σαρκώδη χείλη. Επίσης, με τρομάζει να είναι όλα τα κείμενα το ίδιο κείμενο ή όλα τα κέντρα των πόλεων να είναι το κέντρο της ίδιας πόλης. Ο αστικός γλωσσικός και σωματικός «εξευγενισμός» (gentrification) είναι από τις πλέον ορατές αποδείξεις του γεγονότος ότι η αγορά είναι η λογική που δίνει νόημα σε όλα. Ο κυρίαρχος λόγος που δεν φαίνεται πια. Η αόρατη ιδεολογία. Το κανονικό.
Γράφτηκε ότι στο μυθιστόρημά σας αποτίνετε φόρο τιμής στα νουάρ μυθιστορήματα του Ντάσιελ Χάμετ, στο Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο, στον Πίτερ Παν και στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Αληθεύει;
Φυσικά. Για μένα είναι αναπόφευκτες αναφορές, αναγνώσματα που έμειναν για πάντα μέσα μου και με έκαναν να δω την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Μου έδωσαν εικόνες για να καταλάβω τον κόσμο και δεν μπορώ πια να ζήσω χωρίς αυτές. Εμφανίζονται παντού. Οι μεταφορές για την ανάπτυξη του κορμιού, τη σεξουαλικότητα και τον θάνατο που διατρέχουν τον Πίτερ Παν και την Αλίκη. Η Βασίλισσα της Καρδιάς και η φράση της «Πάρτε της το κεφάλι!», τα λευκά πέταλα βαμμένα κόκκινα, τα παιδιά που πετούν έξω από το δωμάτιο, το ρολόι που τρώει ο κροκόδειλος και κάνει τικ τακ στην κοιλιά του. Ούτε θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω εκείνη τη femme fatale, ατελή και μεθυσμένη, με με το καλσόν γεμάτο πόντους, που με κάποιο τρόπο πρωταγωνιστεί στον Κόκκινο Θερισμό . Ούτε τα όνειρα της Σουσάνα Σαν Χουάν στον Πέδρο Πάραμο. Ούτε αυτά τα φαντάσματα που κατοικούν στο παρόν και που βρίσκονται στη ρίζα μιας από τις κύριες φωνές των Μικρών Κόκκινων Γυναικών: Τα πτώματα ενός ομαδικού τάφου σε αποσύνθεση μιλούν, κάνουν αστεία, αξιολογούν ένα μέλλον στο οποίο δεν μπορούν να κατοικήσουν, η πολυφωνία τους αντηχεί στη συνείδηση του καθενός μας...
Θωρείτε τον εαυτό σας πολιτικό συγγραφέα;
Νομίζω πως ναι. Θα ήθελα να θεωρούμαι πολιτική συγγραφέας επειδή ασχολούμαι με πολιτικά ζητήματα: τη μνήμη, τη βία, το σώμα, τα ταμπού, την ανισότητα, τον ρατσισμό, την ιδεολογία του έρωτα, την κατάρρευση των μεσαίων τάξεων, τη γλωσσική απίσχναση, τις λιγότερο ευχάριστες πλευρές της μετάβασης από την αναλογική στην ψηφιακή πραγματικότητα, την εμμηνόπαυση, τη σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και οικονομικής βίας, την έννοια της δημοκρατίας και τη θέση της λογοτεχνίας στις κοινωνίες μας, μεταξύ άλλων, θέματα πολιτικά όλα. Αν τα βιβλία μου, ωστόσο, γίνονται αντιληπτά με πολιτικό τρόπο, είναι επειδή προσπαθώ να προσεγγίσω τη γραφή τους με τολμηρό τρόπο. Να μετατρέψω τη γλώσσα σε πρόκληση ώστε οι αναγνώστες να αισθάνονται ότι τους τίθενται ερωτήματα, να μπαίνουν σε σκέψεις εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είναι γραμμένο το κείμενο. Επειδή στη λογοτεχνία, όπως και την τέχνη τελικά, το πώς είναι το τι. Και είμαι συγγραφέας. Δεν είμαι βουλεύτρια ούτε ιστορικός. Είμαι μια πολίτης που επιδίδεται στην τέχνη της γραφής με τον πιο αξιοπρεπή τρόπο που μπορεί.
Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος αμφισβήτησης, ένα αντίδοτο στον φανατισμό;
Ίσως ναι. Βοηθάει πολύ να μην αποδεχόμαστε άκριτα το πραγματικό, να αμφισβητούμε εκείνες τις μορφές κυρίαρχου λόγου που δεν βλέπουμε πλέον, επειδή ταυτίζονται με το κανονικό, το επιθυμητό ή το αναπόφευκτο.
Ποια είναι τα σχέδιά σας ως συγγραφέα;
Να συνεχίσω να γράφω, εφόσον οι αναγνώστες θα είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να δίνουν νόημα στα λόγια μου διαβάζοντάς τα. Επίσης θα ήθελα να αγοράσω ένα μεγαλύτερο σπίτι, αλλά προς το παρόν... δεν γίνεται!
Marta Sanz, Μικρές κόκκινες γυναίκες
Εκδόσεις: Carnίvora, 2024
μτφρ: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Σελίδες: 400