Γνωρίσαμε στα ελληνικά την Φερνάντα Μελτσόρ με το σκληρό και βίαιο μυθιστόρημα Η εποχή των τυφώνων, που διαβαζεται με σφιγμένο το στομάχι. Μολονότι περιγράφει μια υπαρκτή πραγματικότητα, δεν είναι ρεαλιστικό, με λογοτεχνικούς όρους. Στην εποχή από τον μοντερνισμό και μετά, ο ρεαλισμός αδυνατεί να περιγράψει, όχι την φαντασία, αλλά την ίδια την πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα της Μελτσόρ αφορά την ιστορία της Μάγισσας ή, πιο σωστά, τις ιστορίες γύρω από τη δολοφονία της, στο μικρό χωριό Λα Ματόσα του Μεξικού. Έναν οικισμό τόσο ρυπαρό, όπου η φτώχεια είναι ενδημική, η διαφθορά πανταχού παρούσα και η βία εκδηλώνεται σε όλες τις δυνατές μορφές της (λεκτική, σωματική, σεξουαλική)∙ την υφίστανται λίγο-πολύ όλοι, όμως συνηθέστερα οι γυναίκες του χωριού.

Η Φερνάντα Μελτσόρ γεννήθηκε το 1982 στη Βερακρούς του Μεξικού, όπου και σπούδασε δημοσιογραφία. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Anna Seghers, ενώ η Η εποχή των τυφώνων και το Πάρανταϊς ήταν φιναλίστ για το Διεθνές Βραβείο Booker.

Η ονομασία «Πάρανταϊς» αντιστοιχεί στο συγκρότημα πολυτελών πολυκατοικιών, που υψώνεται πάνω από την ακτή του Κόλπου του Μεξικού, στα νοτιοανατολικά της χώρας, στην τροπική Βερακρούς. Ένα πολυτελές οικιστικό συγκρότημα για τους, περιτοιχσμένο, με εσωτερικές πισίνες και χώρους αναψυχής, χτισμένο στην άλλοτε πόλη Ματόσα, που οι κάτοικοί της εκδιώχθηκαν με τη βία. Ο 16χρονος Πόλο, που έχει τάσεις αλκοολισμού, εργάζεται ως κηπουρός. Ο Φράνκο Ανδράνδε, γιος ενός ισχυρού δικηγόρου και κάτοικος του συγκροτήματος, είναι συνομήλικος του Πόλο. Ο δικός του κόσμος είναι ένας κόσμος φαύλου ταξικού διαχωρισμού: οι πλούσιοι κατοικούν σε έναν προσεκτικά περιποιημένο «παράδεισο», ενώ οι κηπουροί τους ζουν στα παράκτια παραπήγματα, σε ερειπωμένους οικισμούς που ελέγχονται από συμμορίες. Ο Πόλο και ο Φράνκο συνδέονται κατά κάποιο τρόπο φιλικά, μάλλον ευκαιριακά, αν και είναι μάλλον αταίριαστοι χαρακτήρες, πέρα από την ταξική απόσταση που τους χωρίζει. Ο Πόλο δεν αντέχει άλλο την ανέχεια, θέλει να απελευθερωθεί απ’ όλα, από τον δύσοσμο οικισμό, από την καταπιεστική μητέρα του, από τη σκατένεια δουλειά του∙ νομίζει ότι θα το κατορθώσει με τον εύκολο πλουτισμό ή, μάλλον, έτσι γαλουχήθηκε. Την ίδια στιγμή ο Φράνκο διακατέχεται από σεξισμό και μισογυνισμό, τον οποίο υποδαυλίζει η κατάχρηση αλκοόλ και πορνογαρφικού υλικού. Έχει σεξουαλική εμμονή με τη σενιόρα Μαριάν, τη σύζυγο ενός επίσης πλούσιου γείτονά του, ο οποίος την περιφέρει σαν τρόπαιο και τη μοστράρει επιδεικτικά:

«Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο· μια απλώς μέτρια γκόμενα ήταν, που όμως ήξερε πώς να κουνιέται και να ντύνεται για να ερεθίζει τους άντρες. Γι’ αυτό κι εκείνος ο φαλάκρας, ο κοντοστούπης σύζυγός της την περιέφερε σαν τρόπαιο και δεν σταματούσε να τη χουφτώνει, όταν την έδειχνε στους λεφτάδες φίλους του, που ερχόντουσαν να τους επισκεφτούν στο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών Πάρανταϊς.

Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, αλλά αυτός ο σιχαμένος ο χοντρός, ο Φράνκο Ανδράδε, με τις δίπλες στην κοιλιά και τα μπιμπίκια στη μούρη, είχε πάθει εμμονή μαζί της. Μόνο γι’ αυτή μιλούσε και πάντα έβρισκε τρόπο να είναι δίπλα της και να την παίρνει μάτι, όποτε η σενιόρα Μαριάν έβγαινε στην πισίνα με τα δυο κακομαθημένα βρωμόπαιδά της για να κάνει ηλιοθεραπεία». 

Το μυθιστόρημα ξεκινά με τις νευρικές δικαιολογίες του Πόλο ότι «για όλα εφταιγε ο χοντρός», δηλαδή ότι ο υπεύθυνος για την τραγωδία που έχει αόριστα συντελεστεί είναι ο Φράνκο. Στη συνέχεια η αφήγηση κάνει flashback, βαδίζοντας βήμα-βήμα προς ένα προκαθορισμένο συμπέρασμα.

Η αφήγηση χωρίζεται σε τρία μέρη. Η πρώτη αφορά κυρίως τη σχέση του Πόλο και του Φράνκο. Μετά από ώρες εξαντλητικής, σχεδόν απλήρωτης εργασίας στο συγκρότημα κατοικιών, ο Πόλο περνάει τα βράδια του πίνοντας με τον Φράνκο, με χρήματα που κλέβει ο τελευταίος από τον παππού και τη γιαγιά του. Ο Πόλο ωστόσο αηδιάζει με τον Φράνκο, καθώς εκείνος εμμένει να του περιγράφει λεπτομερώς τους αυνανισμούς του, φαντασιώνοντας τη Μαριάν στην κρεβατοκάμαρά του

Το δεύτερο μέρος είναι πιο αναστοχαστικό και ξεδιπλώνεται μέσα από τις ονειρικές αναμνήσεις του Πόλο. Είναι σε σημεία οι πιο ποιητικές εικόνες του βιβλίου, ωστόσο οι περιγραφές εδώ λειτουργούν αντιστικτικά με την κοινωνική εξαθλίωση που επικρατεί στην παραγκούπολη. Στις ονειροπολήσεις του αναθυμάται τον ετοιμαθάνατο παππού του και την ξεφέλφη του, την οποία έχει πιθανώς αφήσει έγγυο, επειδή, σύμφωνα με τη φαλλοκρατική συλλογιστική του, «άνοιγε τα πόδια της σε όποιον το ζητούσε». Μαθαίνουμε επίσης για το παρελθόν του δολοφονημένου Μίλτον, αγαπημένου ξαδέλφου του Πόλο, ο οποίος είχε εξαναγκαστεί να δουλέψει για τους συμμορίτες (ένας από αυτούς αποκαλείται Ελ Σάπο, μετωνυμία ίσως του θρυλικού narco Ελ Τσάπο) .

Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, η αφήγηση επιταχύνει και γίνεται πυρετώδης, για να καταλήξει σε μια βίαιη συμπλοκή, στα όρια της γκροτέσκ σφαγής, στην οικία του Πάρανταϊς όπου διαμένει η σενιόρα Μαριάν:

«Ήρθε η ώρα, ρε μαλάκα, μουρμούρισε ο Φράνκο [...] Δεν είχε φορέσει ακόμα το παντελόνι του και το πεσμένο πέος του κρεμόταν, άτολμο, καταλήγοντας σ’ ένα πετσί ζαρωμένο και αηδιαστικό [...] Τι διάβολο είναι αυτό πάλι; Ρώτησε τον χοντρό. Μαχαίρι μάχης. Είναι δικό μου, μου το χάρισε ο γέρος, ήταν του πατέρα του, από τότε που πήγε στον πόλεμο. Ο Πόλο ήταν έτοιμος να ρωτήσει για ποιον πόλεμο του μιλούσε, αλλά ξαφνικά ένοιωσε το έντερό του να γουργουρίζει κι ανατρίχιασε∙ τώρα όχι μόνο ήταν έτοιμος να κατουρηθεί, αλλά και να χεστεί από την ένταση. Έτοιμος; Ρώτησε ο χοντρός. Φαινόταν πολύ ήρεμος, αλλά η φωνή του έτρεμε του παλιόπουστα. Και το όπλο; ρώτησε ο Πόλο. Ο χοντρός έδειξε το άνοιγμα του παντελονιού του. Το Glock, ρε μαλάκα, είπε ο Πόλο κάνοντάς του κωλοδάχτυλο. Ο Φράνκο έβγαλε ένα τσιριχτό γέλιο, σαν τον ήχο του πριονιού που κόβει σίδερο».   

To Πάρανταϊς, όπως και Η εποχή των τυφώνων, θα μπορούσαν να είναι αστυνομικά μυθιστορήματα, αν αποφάσιζε να γράψει αστυνομικά ο Ουίλιαμ Φώκνερ. Στη θέση της αφηγηματικής προοπτικής ενός ντετέκτιβ, η Μελτσόρ μας δίνει έναν ελεύθερο έμμεσο, συνειρμικό, μακροπερίοδο λόγο: ένα περιπλανώμενο αφηγηματικό μάτι, αδιάφορο για την ενοχή ή τη λύση του μυστηρίου. Εστιάζει στο περιβάλλον του εγκλήματος.

Η τοξική αρρενωπότητα δεν οφείλεται μόνο σε ατομικούς ψυχολογικούς παράγοντες, αλλά αναπαράγεται μέσα από τα νέα κοινωνικά πρότυπα. Ο βίαιος συμμορίτης που πλούτισε με το εμπόριο ναρκωτικών και έχει σπορ αυτοκίνητα και «όμορφες γκόμενες», είναι αντανάκλαση του επιτυχημένου, νεοφιλελεύθερου αρσενικού επιχειρηματία∙ απλώς ο πρώτος είναι τυπικά παράνομος, ενώ ο δεύτερος όχι.

Η Μελτσόρ μιλάει έμμεσα για τις «μεταρρυθμίσεις» που «απελευθέρωσαν» την οικονομία της χώρας από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90. Οι νέοι νόμοι έσπασαν τα λιμενικά συνδικάτα, αποδυνάμωσαν το τοπικό εμπόριο, η περιφερειακή οικονομία στραγγαλίστηκε και οι αντίπαλες συμμορίες άρχισαν να κυριαρχούν στις κερδοφόρες διαδρομές λαθρεμπορίου που συνδέουν τα μεξικανικά λιμάνια. Αυτή η διαδικασία κορυφώθηκε με την καταστροφική ανάπτυξη ομοσπονδιακών στρατευμάτων που μετέτρεψαν την πολιτεία της Βερακρούς σε εικονική εμπόλεμη ζώνη για όποιον δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ζήσει σε φρούρια-θύλακες όπως ο Παράδεισος. Η εποχική μετακίνηση των εργαζομένων από την ύπαιθρο προς τις πόλεις, πέρασε από το στάδιο της αυταρχικής ειρήνης σε αυτό της νεοφιλελεύθερης σφαγής. Ο πολυσυζητημένος «πόλεμος των ναρκωτικών», μια παράλογη σύγκρουση που μέχρι σήμερα έχει στοιχίσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, πυροδοτήθηκε από τις όλο και πιο προσοδοφόρες διασυνοριακές διαδρομές λαθρεμπορίου ναρκωτικών (εξαιτίας της NAFTA) και τη διασπορά των παραστρατιωτικών δικτύων του παλιού αυταρχικού καθεστώτος με την υποβοήθηση των ΗΠΑ. Σε αυτήν την περίοδο, οι θανατηφόρες μορφές βίας έγιναν εμφατικά ορατές-επιθέσεις με εκρηκτικούς μηχανισμούς σε δημόσιους χώρους με αθώα θύματα, κρατικοί αξιωματούχοι που βρέθηκαν κρεμασμένοι από γέφυρες, ανακαλύψεις αμέτρητων ομαδικών τάφων. Γι’αυτές τις ολέθριες επιπτώσεις στη δημόσια ζωή του Μεξικού γράφει η Μελτσόρ, που ακολουθεί με το βλέμμα της την ολοένα και αποτρόπαια εισβολή της βίας στην καθημερινότητα – με θύματα προτίστως τις γυναίκες.

Ο Παράδεισος είναι όμορφος, όμως παραδίπλα του παραμονεύει η Κόλαση∙ αναδύεται ολοζώντανη χάρη στο ανελέητο αφηγηματικό ύφος της Φερνάντα Μελτσόρ.

 

Φερνάντα Μελτσόρ, Πάρανταϊς

Εκδόσεις Δώμα, 2023

Σελ. 132, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου

 parantais_domabooks-cover-2 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured