Ο John Coltrane ηχογράφησε το A Love Supreme με το κλασικό του κουαρτέτο, σε ένα μόλις session, στις 9 Δεκεμβρίου του 1964 και το κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1965. Το παρουσίασε ως μια πνευματική διακήρυξη ότι η μουσική του αφοσίωση ήταν πλέον συνυφασμένη με την πίστη του στον Θεό. Από πολλές απόψεις, το άλμπουμ αντικατοπτρίζει την πνευματική αναζήτηση του Coltrane που προέκυψε από τα προσωπικά του προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός μακρού αγώνα με τον εθισμό του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Την άνοιξη του 1957, η εξάρτησή του από την ηρωίνη και το αλκοόλ του στέρησε μια από τις καλύτερες δουλειές στον χώρο της jazz. Έπαιζε σαξόφωνο και έκανε περιοδείες με το δημοφιλές συγκρότημα του Miles Davis όταν έγινε αναξιόπιστος και ξέσπασε σε φασαρία. Εναλλάξ κατατονικός και λαμπρός, η συμπεριφορά και το παίξιμο του Coltrane γίνονταν ολοένα και πιο ασταθή. Ο Davis τον απέλυσε μετά από μια ζωντανή εμφάνιση τον Απρίλιο.
Λίγο αργότερα, ο Coltrane αποφάσισε να καθαρίσει. Στις σημειώσεις του A Love Supreme θα έγραφε: «Το έτος 1957 βίωσα, με τη χάρη του Θεού, μια πνευματική αφύπνιση, η οποία έμελλε να με οδηγήσει σε μια πλουσιότερη, πληρέστερη και πιο παραγωγική ζωή».
Αλλά ο Coltrane δεν παρέμεινε πάντα σε ίσια πορεία. Όπως έγραψε επίσης, «Καθώς ο χρόνος και τα γεγονότα προχωρούσαν, μπήκα σε μια φάση που είναι αντίθετη με την υπόσχεση και μακριά από το σεβαστό μονοπάτι. Αλλά ευτυχώς τώρα, μέσω του ελεήμονος χεριού του Θεού, αντιλαμβάνομαι και έχω ενημερωθεί πλήρως για την παντοδυναμία Του. Είναι πραγματικά μια αγάπη υπέρτατη».

Οικογενειακή εστία
Το αριστούργημα του John Coltrane συντέθηκε στον επάνω όροφο του σπιτιού της οικογένειάς του στη συνοικία Dix Hills, λίγο μετά τη μετεγκατάσταση της οικογένειας από το Queens στο Long Island. Οι Coltrane μετακόμισαν στα προάστεια εν μέρει για να αναζητήσουν ένα πιο ήσυχο περιβάλλον από την πόλη με τα απαιτητικά προγράμματα προβών και παραστάσεων.
Ο χώρος εξάσκησης στον επάνω όροφο παρείχε στον ‘Trane ένα γαλήνιο περιβάλλον για να «στοχάζεται τη μουσική που άκουγε μέσα του», όπως αφηγήθηκε η σύζυγός του, Alice. Περιέγραψε τον John να κατεβαίνει κάτω μετά από μέρες εντατικής εργασίας πάνω στη σύνθεση ως «σαν τον Μωυσή που κατέβαινε από το βουνό, ήταν τόσο όμορφο. Περπάτησε κάτω και υπήρχε αυτή η χαρά, αυτή η γαλήνη στο πρόσωπό του».
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα στούντιο του Rudy Van Gelder, στο Englewood Cliffs του New Jersey. Την παραγωγή ανέλαβε ο Bob Thiele, επικεφαλής της Impulse!, της πιο πρωτοποριακής jazz δισκογραφικής εταιρείας των 60s από το 1961 έως το 1969, αφότου ο ιδρυτής της, ο Creed Taylor, έφυγε για να διευθύνει την Verve∙ κατόπιν ο ίδιος ο Thiele θα ίδρυε την επίσης πολύ αξιόλογη ετικέτα της Flying Dutchman. Το κλασικό κουαρτέτο του Coltrane απάρτιζαν οι McCoy Tyner (πιάνο), Jimmy Garrison (μπάσο) και Elvin Jones (τύμπανα). Το σχήμα αυτό θα ηχογραφούσε συνολικά έντεκα άλμπουμ υπό την καθοδήγηση του ‘Trane, από το Ballads του 1962 έως το Kulu Sé Mama του 1965 (για την ακρίβεια, στην πρώτη πλευρά του τελευταίου παίζει ένα μεγαλύτερο γκρουπ).
Το Κλασικό Κουαρτέτο
Πριν από την ηχογράφηση του A Love Supreme, το κλασικό κουαρτέτο του Coltrane περιόδευσε στις ΗΠΑ για τέσσερα χρόνια. Όπως περιγράφεται σε ένα σχετικό ντοκιμαντέρ του BBC του 2004, «Η όρεξη του συγκροτήματος για εμφάνιση ήταν τρομερή». Έπαιζαν «δύο συναυλίες την ημέρα, έξι νύχτες την εβδομάδα, κάνοντας μόνο σύντομα διαλείμματα στο στούντιο για να ηχογραφήσουν υλικό για περισσότερα από δεκαπέντε άλμπουμ που έλαβαν ολοένα και περισσότερες κριτικές».
Μέχρι τη στιγμή που το συγκρότημα ηχογράφησε το A Love Supreme, είχαν αναπτύξει «μια καταπληκτική άρρητη επικοινωνία». Ο Tyner θυμόταν το άλμπουμ ως «μια κορύφωση και φυσική επέκταση της χημείας που ακονίστηκε μέσα από χρόνια κοινής ζωντανής εμφάνισης».
Σουίτα σε 4 Μέρη
Το A Love Supreme είναι μια ολοκληρωμένη σουίτα σε τέσσερα μέρη: ”Acknowledgement” (το οποίο περιλαμβάνει το προφορικό άσμα που δίνει στο άλμπουμ τον τίτλο), “Resolution”, “Pursuance” και “Psalm”. Ο Coltrane παίζει τενόρο σαξόφωνο σε όλα τα μέρη. Η αυτοσχεδιαστική και πνευματική ένταση του άλμπουμ έχει οδηγήσει ορισμένους να το παρομοιάσουν με γλωσσολαλιά, καθώς μεταφέρει μια βαθιά αίσθηση εκστατικής αφοσίωσης.
Το άλμπουμ ξεκινά με το χτύπημα ενός γκονγκ και τα κύμβαλα ξεπηδούν στο πρώτο κομμάτι, το "Acknowledgement". Ο Jimmy Garrison μπαίνει στο κοντραμπάσο με το μοτίβο που θέτει τα θεμέλια του ρυθμού. Ο ‘Trane σολάρει, παίζοντας παραλλαγές μέχρι να επαναλάβει τις τέσσερις νότες τριάντα έξι φορές. Το μοτίβο στη συνέχεια γίνεται το φωνητικό σύνθημα "a love supreme", που τραγουδάει ο ‘Trane συνοδεύοντας τον εαυτό του σε overdubs.
Στην τέταρτη και τελευταία κίνηση, το “Psalm”, ο Coltrane ερμηνεύει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «μουσική αφήγηση». Ο κριτικός Lewis Porter την έχει χαρακτηρίσει «απαγγελία χωρίς λόγια». Η ευαγγελική ανάγνωση περιλαμβάνεται στις σημειώσεις του δίσκου. Ο Coltrane «παίζει» τους στίχους του ποιήματος στο σαξόφωνο, αλλά δεν τους απαγγέλει, σε έναν ανορθόδοξο φόρο τιμής στα κηρύγματα των Αφροαμερικανών ιεροκηρύκων – οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους αγώνες κατά των φυλετικών διακρίσεων. Το ποίημα (και, με τον δικό του τρόπο, το σόλο του Coltrane) τελειώνει με την κραυγή: «Elation. Elegance. Exaltation. All from God. Thank you God. Amen».
Διασπορά
Tο A Love Supreme έγινε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους δίσκους της jazz. Μέχρι το 1970, είχε πουλήσει περίπου 500.000 αντίτυπα, ξεπερνώντας κατά πολύ τις συνήθεις πωλήσεις του Coltrane (γύρω στις 30.000 το κάθε άλμπουμ). Έκτοτε θεωρείται το αριστούργημα του Coltrane και είναι «χωρίς αμφιβολία το πιο αγαπημένο άλμπουμ του Coltrane», σύμφωνα με τον μουσικοκριτικό Robert Christgau, ο οποίος προσθέτει ότι «εδραίωσε τη θεϊκή θέση του ‘Trane, ειδικά σε χώρες όπως την Ιαπωνία».
Το A Love Supreme αναγνωρίστηκε ευρέως ως ένα έργο βαθιάς πνευματικότητας και αναλύθηκε με θρησκευτικό υποκείμενο. Το Rolling Stone έγραψε ότι «το μεγαλοπρεπές, συχνά βίαιο φύσημα του Coltrane υψώνεται με το κλασικό του κουαρτέτο […], πετάει με τίποτα άλλο παρά ευγνωμοσύνη και χαρά σε ένα συναρπαστικό ταξίδι για τους ακροατές». Το άλμπουμ ώθησε το περιοδικό Down Beat να ονομάσει το 1965 «τη χρονιά του Coltrane», τοποθετώντας τον σαξοφωνίστα στο εξώφυλλό του τον μήνα που δημοσίευσε την ετήσια δημοσκόπηση αναγνωστών, προαναγγέλλοντας την κορυφαία θέση του σε τρεις κατηγορίες και την ένταξή του στο Hall of Fame του περιοδικού.
Ο Miles Davis είπε ότι ο δίσκος «άγγιξε και επηρέασε εκείνους τους ανθρώπους που αναζητούσαν την ειρήνη. Χίπηδες και τέτοιους ανθρώπους». Ο Christgau επανήλθε στο άλμπουμ το 2000, γράφοντας: «Είναι στοχαστικό παρά ελεύθερο, με κάθε μέλος του κλασικού κουαρτέτου του να έχει την εντολή να ξεκινήσει τη δική του αρμονικά χαρτογραφημένη εκδρομή και τον τίτλο να έχει οριστεί σε μια τετράφωνη ψαλμωδία που θα μπορούσατε να μουρμουρίζετε στον ύπνο σας […] Αλλά το πόσο το εκτιμάς, υποθέτω, εξαρτάται από το πόση πίστη έχεις στη δική σου πνευματικότητα».
Η επίδραση του A Love Supreme και του John Coltrane στους μουσικούς ήταν τεράστια και έξω από τους κύκλους της jazz. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό κιθαρίστες όπως ο Carlos Santana και ο John McLaughlin, καθώς και νέους αυτοσχεδιαστές συνθέτες όπως ο LaMonte Young, ο Terry Riley και ο Steve Reich. Οι Grateful Dead άντλησαν έμπνευση από τους μακροσκελείς αυτοσχεδιασμούς του Coltrane, ενώ το επαναστατικό πνεύμα του αναφέρεται ως επιρροή σε punk rock συγκροτήματα όπως οι Minutemen. Πριν από αυτούς τα proto-punk του Ντιτρόιτ (MC 5, Stooges) είχαν επίσης παρασυρθεί από τους αυτοσχεδιασμούς του ‘Trane. Ο Iggy Pop έχει πει ο οποίος ισχυρίστηκε: «Αυτό που άκουσα τον John Coltrane να κάνει με το κόρνο του, προσπάθησα να το κάνω και εγώ σωματικά. Και η απλότητα των συνθέσεων ήταν ενθαρρυντική για μένα, επειδή δεν είχα τίποτα περισσότερο από μια εξαιρετικά στοιχειώδη αίσθηση των συγχορδιών και της δομής των τραγουδιών».
Σήμερα το A Love Supreme συνεχίζει να ρίχνει μια σκιά επιρροής σε όλο το φάσμα της μουσικής, σε όλες τις γενιές και τα είδη. Παραγωγοί του hip hop παραθέτουν από αυτό. Στον κόσμο της jazz, το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο, χρησιμεύοντας ως σημείο αναφοράς για κάθε έργο που συνδυάζει μουσική και πνευματική πρόθεση.

Μαύρη Συνείδηση
Για πολλούς Αφροαμερικανούς, η αίσθηση της λαχτάρας του άλμπουμ αποτύπωνε την πνευματική αναζήτηση μαζί με τον θυμό, την αποφασιστικότητα και τη θλίψη μιας εποχής που γνώρισε την άνοδο του κινήματος της Μαύρης Συνείδησης (Black Conscious) της Αμερικής, την «Πορεία 54 μιλίων στην Αλαμπάμα» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τη δολοφονία του Μάλκολμ Χ.
Από τη μια, η αυτοσχεδιαστική πολυφωνία, στα όρια του θορύβου, εξέφραζε την αφρομερικανική αγανάκτηση και οργή∙ από την άλλη, «εγκολπώνοντας στοιχεία από την αφρικανική και ινδική ρυθμολογία, ο ‘Trane διατράνωνε τον παγκόσμιο ουμανισμό του» - όπως αναφέρει ο Νιγηριανός μουσικολόγος Bill Cole στο βιβλίο του John Coltrane (Da Capo Pres, 2010). Ο ίδιος συνεχίζει: «Υπάρχει μια βαθιά εσωτερικότητα στη μουσική του Coltrane. Ήταν εξίσου επηρεασμένος από τους tribal τόνους και από τη ρυθμική φωνή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, και κατόρθωσε να συνδέσει τα διδάγματα του τελευταίου με τις δικές του αφρικανικές ρίζες, σε μια μορφή πανανθρώπινης θρησκευτικότητας, που απηχεί στη μουσική του».
Σε συνέντευξή του στον μουσικοκριτικό Frank Kofsky το 1967, η οποία αναδημοσιεύεται στον τόμο Cotrane On Coltrane: The Interviews (Chicago Review Press, 2010, επιμέλεια Chris De Vito), ο θρυλικός σαξοφωνίστας δήλωσε:
«Προφανώς τα θέματα που έθεσε ο Μάλκολμ (Χ) είναι πολύ σημαντικά και τα συζητάμε με τους άλλους μουσικούς στην μπάντα. Η μουσική μπορεί να θεωρηθεί και ως μια προέκτασή τους, ως μια μουσική έκφραση αυτών των θεμάτων [...] Είναι μια συνειδητή προσπάθεια έκφρασης. Προσπαθείς να αλλάξεις τη μουσική και μαζί της τη συχνά μονοδιάστατη αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τη μουσική, και μαζί με αυτό μπορείς να μεταβάλλεις και την άποψη που έχουν για τα πράγματα συνολικά».

Πνευματική Ενότητα
Αλλά για τον ίδιο τον Coltrane, το A Love Supreme αντιπροσώπευε κάτι πιο προσωπικά σχετικό και βαθύ: μια ευκαιρία να παρουσιάσει μια μουσική δήλωση που μετέφερε ένα βαθιά ριζωμένο πνευματικό όραμα της παγκοσμιότητας, στο οποίο «όλα τα μονοπάτια οδηγούν στον Θεό» και να μοιραστεί αυτή τη φιλοσοφία με ένα αυξανόμενο κοινό.
«Ζήτησα ταπεινά να μου δοθούν τα μέσα και το προνόμιο να κάνω τους άλλους ευτυχισμένους μέσω της μουσικής», γράφει ο Coltrane στο A Love Supreme, περιγράφοντας την έκκλησή του σε μια συμπαντική, θεϊκή δύναμη. «Νιώθω ότι αυτό μου έχει δοθεί μέσω της χάρης Του».
Εξήντα και πλέον χρόνια μετά την εμφάνισή του, οι φωνές που μιλούν για θεϊκή σύνδεση και υπέρτατη αγάπη δυσκολεύονται για άλλη μια φορά να ακουστούν. Τα όρια που θα χώριζαν τον έναν λαό από τον άλλον φαίνονται άκαμπτα και βαθαίνουν. Σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε αντίθεση με τον εαυτό του, το αριστούργημα του Coltrane παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Αιώνιος πρόμαχος
O μελετητής της μουσικής του Coltrane, Ashley Kahn, προσφέρει μια πολύ ρεαλιστική αξιολόγηση της σημασίας του A Love Supreme:
«[Ο Coltrane] δεν ήταν παιδί-θαύμα. Ήταν κάποιος που δούλευε πολύ, πολύ, πολύ σκληρά στην τέχνη του και μας έδειξε, και εξακολουθεί να δείχνει στους μουσικούς, ότι είναι δυνατό».
Είτε αποδίδουμε τα επιτεύγματα του Coltrane σε θεϊκή έμπνευση, απίστευτα σκληρή δουλειά, είτε σε κάποιον συνδυασμό και των δύο, η απόδειξη της αφοσίωσής του αντέχει στη δοκιμασία πενήντα ετών, και σε πενήντα χρόνια από τώρα, θα λέμε λίγο-πολύ το ίδιο.
Ο Coltrane ήταν ο αιώνιος μαθητής που μελέτησε επιμελώς τον ήχο και την τεχνική των προκατόχων του: Charlie Parker, Lester Young, Dexter Gordon και Coleman Hawkins. Καταβρόχθισε τη θεωρία υπό την καθοδήγηση των μουσικών Dizzy Gillespie, Thelonious Monk και Miles Davis. Αναζήτησε ιδέες στις συνθέσεις των Ravel, Debussy, Stravinsky, σε spirituals και στα ragas των Ali Akbar Khan και Ravi Shankar. Ήταν ο αυτοδιδακτικός ερευνητής που διάβαζε θεωρητικά βιβλία για τη μουσική, τα μαθηματικά, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τον αποκρυφισμό και τη θρησκεία. Και εξασκούνταν και έπαιζε ακούραστα τόσο σκληρά, στο σπίτι, ανάμεσα σε ατέρμονα ζωντανά set.
Ως αρχηγός μπάντας και συνθέτης, έσπρωξε τα όρια της αρμονίας και στη συνέχεια ασπάστηκε τη στατική αρμονία. Βοήθησε στην πρωτοπορία της τροπικής τζαζ και της ελεύθερης jazz, και συχνά σόκαρε και προκάλεσε τους ακροατές του. Αλλά δεν το έκανε αυτό ως τέχνη για χάρη της τέχνης, για ψυχαγωγική αξία ούτε για να είναι προκλητικός. Ήταν επειδή ήταν υποχρεωμένος να διευρύνει τα όρια, να αναζητά κάτι νέο και να αναζητά την αλήθεια. Το 1962 δήλωσε στον εκδότη του Down Beat, Don DeMichael, «Η αλήθεια είναι άφθαρτη. Φαίνεται ότι η ιστορία δείχνει (και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα) ότι ο καινοτόμος τις περισσότερες φορές συναντά κάποιο βαθμό καταδίκης. Συνήθως ανάλογα με τον βαθμό απόκλισης από τους κυρίαρχους τρόπους έκφρασης ή οτιδήποτε άλλο. Η αλλαγή είναι πάντα τόσο δύσκολο να γίνει αποδεκτή».
Το A Love Supreme είναι ένα πνευματικό έργο, ένα έργο που επιδιώκει ένα βαθύτερο νόημα. Ο Coltrane παραδέχτηκε ότι δεν κατείχε το ταλέντο του, αλλά διοχέτευε μια ανώτερη δύναμη. Είχε την πειθαρχία, τα εργαλεία και την τεχνική, αλλά η πραγματική μουσική φαινόταν να προκύπτει από μόνη της. Ο Archie Shepp, ο οποίος έπαιξε τενόρο σαξόφωνο σε εναλλακτικές εκτελέσεις του “Acknowledgement”, τονίζει: «Το βλέπω ως ένα ισχυρό, πνευματικό έργο που πραγματικά επιβεβαιώνει τη σύνδεση του John με την αφροαμερικανική εκκλησία. Αυτά τα πράγματα φαίνεται να αναφέρονται στην προσωπική του δέσμευση σε ένα υπέρτατο ον, σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε Υπέρτατη Αγάπη».
Πηγές:
Lewis Porter, John Coltrane: His Life and Music (University of Michigan Press, 2000)
Ashley Kahn, A Love Supreme: The Creation of John Coltrane's Classic Album (Granta Books, 2003)
Ashley Kahn, The House That Trane Built: The Story of Impulse Records (W. W. Norton & Company, 2007)









