Cowboy Junkies

Το δεύτερο άλμπουμ των Cowboy Junkies ηχογραφήθηκε σε (σχεδόν) μία μόνο ηχογράφηση, στις 27 Νοεμβρίου 1987, χωρίς μίξη, overdubs ή μοντάζ. Η ηχογράφηση έγινε σε ένα μόνο μικρόφωνο Calrec Ambisonic, στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Τορόντο, η οποία επιλέχθηκε επί τούτω για τη φυσική της αντήχηση.

Οι Cowboy Junkies είχαν ως πυρήνα μια οικογένεια στερεοτυπικά ευγενικών Καναδών - τους Michael, Margo και Pete Timmins, μαζί με τον μπασίστα Alan Anton. Τα τρία αδέλφια κατάγονταν από την πόλη Timmins του Οντάριο, την οποία ο προπάππους τους είχε χτίσει γύρω από ένα χρυσωρυχείο στις αρχές του 1900. Η οικογενειακή περιουσία είχε στερέψει ωστόσο και έτσι ο πατέρας τους είχε εργαστεί σκληρά στην βιομηχανία για να συντηρήσει τα έξι παιδιά του. Μεταλαμπάδευσε αυτή την ισχυρή εργασιακή ηθική στα παιδιά της οικογένειας των Timmins.

Η μουσική ήταν σεβαστή στο σπίτι τους. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο John, ήταν φαν των Beatles, των Rolling Stones, των Velvet Underground και των Doors. Όταν το punk εξερράγη στα μέσα της δεκαετίας του '70, ο Michael Timmins και ο φίλος του Alan Anton σχημάτισαν το πρώτο τους γκρουπ στο Τορόντο, τους Hunger Project, με επιρροές από Joy Division, Velvet Underground και Siouxsie and the Banshees. Μια μικρή πανκ σκηνή είχε φουντώσει στο Τορόντο, μόνο και μόνο για να εξαντληθεί λίγο αργότερα, Έτσι το 1979 το ντουέτο εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στο περιβάλλον. Αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Αγγλία. Στα τρία χρόνια που πέρασαν στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, ήρθαν σε επαφή με τον ήχο των Birthday Party και των Jesus and Mary Chain. Παρόλα αυτά αισθάνονταν απογοητευμένοι από τη γενικότερη synth-pop κατεύθυνση της μουσικής σκηνής.

Έτσι, διέλυσαν το Hunger Project και ξεκίνησαν ένα νέο συγκρότημα που ονομαζόταν Germinal, εγκαινιάζοντας μια περίοδο στην οποία άρχισαν να πειραματίζονται με την αυτοσχεδιαστική jazz. Ενώ ο Michael εργαζόταν σε ένα δισκοπωλείο στο Notting Hill, ένας συνάδελφος τον έστρεψε στα blues των Lightnin' Hopkins και John Lee Hooker. Όλος αυτός ο πειραματισμός θα αποτελούσε τελικά τη βάση του μετέπειτα ήχου των Cowboy Junkies.

Μόλις επέστρεψαν στο Τορόντο, δεν άργησαν να αποφασίσουν να σχηματίσουν ένα άλλο συγκρότημα, με το blues ως βάση, μαζί με μια χροιά από την επιρροή των Joy Division που πάντα προτιμούσαν. Προσέλαβαν τον μικρότερο αδελφό τους Pete, ο οποίος δεν ήξερε να παίζει ντραμς, αλλά ήταν πρόθυμος να μάθει. Η αδερφή τους, Margo, ήταν η φυσική τους επιλογή για τραγουδίστρια, επειδή ο Michael θυμόταν ότι τραγουδoύσε σε σχολικές παραστάσεις ως παιδί και είχε εντυπωσιάσει τους πάντες με τη διακριτική αλλά αισθησιακή φωνή της.

Music for the Holy Ghost

Τα αδέλφια Timmins και ο Anton κατάφεραν να αποτυπώσουν τον ιδιαίτερο μπλουζ ήχο τους -ήσυχη και διακριτική ενορχήστρωση που συμπλήρωνε το σιγανό, σκοτεινό φωνητικό στυλ της Margo- και άρχισαν να παίζουν κυρίως διασκευές που δεν ήταν τόσο πιστές εκτελέσεις, όσο ερμηνείες. Σύντομα, το συγκρότημα ξεκίνησε την ηχογράφηση του ανεξάρτητου πρώτου του άλμπουμ με τον τίτλο Whites Off Earth Now! (Latent, 1986).

Ύστερα από μια τουρνέ στις ΗΠΑ, το καλοκαίρι του '87 οι Cowboy Junkies άρχισαν να σχεδιάζουν τον επόμενο δίσκο τους. Αυτή τη φορά, ήθελαν να φέρουν περισσότερους μουσικούς για έναν λίγο πιο σύνθετο ήχο, και έτσι ζήτησαν από τον μεγάλο αδερφό τους, τον John, να συνεισφέρει στην κιθάρα και στα φωνητικά. Ο John τους σύστησε τον Jeff Bird, ο οποίος έπαιζε βιολί, μαντολίνο και φυσαρμόνικα. Στη συνέχεια, πρόσθεσαν επίσης τον Jaro Czerwinec στο ακορντεόν, την Kim Deschamps στις κιθάρες και το ντόμπρο και τον Steve Shearer στη φυσαρμόνικα.

Ο ηχολήπτης Peter Moore είχε εξερευνήσει την Εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Τορόντο, μια μικρή αγγλικανική εκκλησία χτισμένη σε γοτθικό αναγεννησιακό ρυθμό το 1847. Επέλεξε την εκκλησία για την ωραία αντήχηση που είχε, και είχε ηχογραφήσει εκεί με επιτυχία κάποια συγκροτήματα τζαζ και εγχόρδων. Έκλεισε τον χώρο με το όνομα «Timmins Family Singers» αντί για το Cowboy Junkies, ώστε να αποφύγει να αναστατώσει τυχόν ευσεβείς πιστούς ή ανθρώπους του ιερού. Ο Moore επρόκειτο να προσπαθήσει και πάλι να ηχογραφήσει τα πάντα χρησιμοποιώντας μόνο ένα μικρόφωνο, και παρά τις προκλήσεις ενός πολύ μεγαλύτερου χώρου, θα τα κατάφερνε. Η μαγεία του άλμπουμ έγκειται στην έντονη αίσθηση ότι βρίσκεσαι εκεί ανάμεσα στους μουσικούς, καθισμένος ήσυχα σε ένα στασίδι και απορροφώντας ταυτόχρονα την οικειότητα και τη θεϊκή μεγαλοσύνη που εκπέμπουν τα παιξίματα στο εν λόγω περιβάλλον.

Misguided Angels

Αυτό ήταν το άλμπουμ που έκανε τους Cowboy Junkies να ξεχωρίσουν. Το να έχουν την αυτοπεποίθηση να ηχογραφήσουν τόσο μινιμαλιστικές εκδοχές διασκευών και παραδοσιακών τραγουδιών, καθώς και τα δικά τους κομμάτια∙ το αποτέλεσμα είναι ένας συνδυασμός ζεστασιάς και οικειότητας.

Η Margo Timmins επιδεικνύει με το καλησπέρα την ποιότητά της ως ερμηνεύτρια, τραγουδώντας a cappella το αγωνιστικό “Mining For Gold”. Ακολουθεί το “Misguided Angel”, καθοδηγούμενο διακριτικά από την αρμόνικα και το όρθιο μπάσο, ενώ η ακουστική κιθάρα του Michael Timmins παρεμβαίνει με αποσπασματικές φράσεις.

Το "Blue Moon Revisited (Song for Elvis)" των Rodgers και Hammerstein ουσιαστικά αποτελεί μια ανακατασκευή στο κλασικό κομμάτι, στα πρότυπα που έθεσε ο Elvis, ενώ ταυτόχρονα διευρύνει τον  μουσικό του ορίζοντα. Ακούγεται καινούργιο, ενώ παράλληλα παραμένει εντελώς οικείο. Τα μελαγχολικά φωνητικά αποκαλύπτουν την καρδιά του άλμπουμ.

Οι διασκευές του "I'm So Lonesome I Could Cry" του Hank Williams και του νωχελικού "Sweet Jane" του Lou Reed συνυπάρχουν εξίσου άνετα σε αυτόν τον νεοπροσδιορισμένο χώρο - πήραν αυτά τα πολυπαιγμένα τραγούδια και τα έκαναν δικά τους, κάτι που δεν είναι εύκολο.

Στο "I’m So Lonesome I Could Cry" του Hank Williams παίρνουν το καλπάζον πρωτότυπο και το επιβραδύνουν σε μια αδιάκοπη ροή μελιού, μετατρέποντάς το σε κάτι λιτό και αισθησιακό. Αντίθετα, το "To Love Is To Bury", με το πετάλι και το ατσάλι, είναι ένα ελαφρύ βαλς που παραμένει πιστό στην country παράδοση—οι στίχοι αναφέρονται στη συζυγική δολοφονία.

Το "200 More Miles" είναι πιο δυνατό και ταξιδιάρικο.  Το ελαφρώς στοιχειωτικό "Dreaming My Dreams With You" του outlaw-country Waylon Jennings, αναδεικνύεται χάρη στα ψιθυριστά και ύπουλα φωνητικά της Margo: «Κάποια μέρα θα σε ξεπεράσω / Θα ζήσω για να τα δω όλα / Αλλά πάντα θα μου λείπει / Ονειρεύομαι τα όνειρά μου μαζί σου».

Το "Working On A Building" διαθέτει αισθησιακές κιθαριστικές πινελιές και τα τρεμάμενα φωνητικά της Margo, ενώ παράλληλα οι στίχοι πλέκουν μια ωδή στην εκκλησία στην οποία ηχογραφούν —«Working on a building, a Holy Ghost building / For my Lord, for my Lord».

Στη συνέχεια έρχεται η ασυναγώνιστη διασκευή του "Sweet Jane" των Velvet Underground. Κατάλληλα σκοτεινή και αργή, είναι μια διασκευή που λάτρεψε ακόμη και ο διαβόητα δύσκολος Lou Reed, ο οποίος μάλιστα έφτασε στο σημείο να την αποκαλέσει «την καλύτερη και πιο αυθεντική εκδοχή που έχω ακούσει ποτέ». (Αντί να διασκευάσουν την πιο γνωστή εκδοχή του "Sweet Jane" από το τέταρτο στούντιο άλμπουμ των Velvets, το Loaded, οι Cowboy Junkies επέλεξαν την εκδοχή που εμφανίστηκε στο Live 1969.)

Το "Postcard Blues" είναι ένα λιτό, ψιθυριστό blues -ένας θρήνος μέσα στη νύχτα, γεμάτος κρύο ιδρώτα- για την προσπάθεια να επιστρέψει ένας εραστής. Το άλμπουμ κλείνει με το dixie-swing "Walking After Midnight" της Patsy Cline και ένα αργόσυρτο blues τζαμάρισμα για την αναζήτηση μιας χαμένης αγάπης: «I walk for miles along the highway/ Well, that's just my way/ Of sayin' I love you, I'm always walkin'/ After midnight, searchin' for you/ I stop to see a weepin' willow/ Cryin' on his pillow/ Maybe he's cryin' for me/ And as the skies turn gloomy/ Night winds whisper to me/ I'm lonesome as I can be». Η φωνή της Margo Timmins τσιτώνει το συναίσθημα.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε μια εποχή που ως μουσική «country» λογιζόταν η συντηρητική country του Nashville ή της ακόμα πιο βαθιάς Αμερικής. Τότε ακόμα δεν υπήρχε ο προσδιορισμός «εναλλακτική». Δεν ήταν καν στις προθέσεις της μπάντας μια τέτοια κατεύθυνση, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Οι Cowboy Junkies πήραν απλώς μια σειρά από πρωτότυπα ή παλιότερα blues, country, folk, rock και jazz κομμάτια και τα επιβράδυναν, τα μπόλιασαν με τη μυσταγωγική ατμόσφαιρά τους∙ παρέχοντας μια αίσθηση λιτότητας, μόνο με ό,τι τους ήταν απαραίτητο, έφτιαξαν κάτι ​​καινούργιο. Ύστερα από άλμπουμ σαν κι αυτό ξεκίνησαν να εμφανίζονται χαρακτηρισμοί που γνωρίζουμε σήμερα ως «alternative country» ή «americana».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured