Το 1979, όταν το αμερικανικό punk αφορούσε κυρίως τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια και μια ακμαία τοπική σκηνή στο Κλίβελαντ του Οχάιο, τρεις νεαροί σχημάτισαν μια μπάντα στο Σεντ Πολ της Μινεάπολις: Grant Hart (ντραμς και φωνητικά), Greg Norton (μπάσο) και Bob Mould (κιθάρα και φωνητικά). Οι τρεις μουσικοί συναντήθηκαν στα γραφεία της μικρής Cheapo Records, όπου εργαζόταν ο Heart. Ο τελευταίος και ο Νόρτον μεγάλωσαν στη Μινεσότα και γνωρίζονταν προηγουμένως. Ο Mould είχε μετακομίσει πρόσφατα στο Σεντ Πολ για να φοιτήσει στο Macalester College. Έδωσαν στην μπάντα το παράξενο όνομα Hüsker Dü: στα δανέζικα και στο νορβηγικά σημαίνει «Θυμάσαι;» και προέρχεται είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι μνήμης που μπορεί να παιχτεί από παιδιά και ενήλικες, το οποίο εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1950. Εξάλλου στις λεγόμενες Twin Cities (Μινεσότα-Σεντ Πολ) υπήρχαν ακμαίες σκανδιναβικές παροικίες από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι Hüsker Dü άρχισαν να κυκλοφορούν άλμπουμ το 1982 και με απίστευτο ρυθμό, έγραψαν πάνω από 100 τραγούδια σε διάστημα λίγο πάνω από πέντε χρόνια. Γύρω τους εύλογα αναπτύχθηκε η τοπική h/c punk σκηνή της Μινεάπολις και του Σεντ Πολ. Έδιναν live σε club όπως το Jay's Longhorn Bar αλλά και συχνά σε αυτοσχέδιους χώρους σε υπόγεια, γκαλερί και ενοικιαζόμενες αίθουσες. Η ίδια σκηνή υποστήριξε πολλά άλλα τοπικά συγκροτήματα, όπως οι Replacements, οι Loud Fast Rules/Soul Asylum και οι Babes in Toyland.
Το συγκρότημα κυκλοφόρησε έξι δίσκους σε ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες: Land Speed Record, Everything Falls Apart, Metal Circus, Zen Arcade, New Day Rising και Flip Your Wig. Οι τρεις πρώτοι εδραίωσαν τη φήμη τους: σύντομα τραγούδια, παίξιμο στο speed. Οι επόμενοι τρεις δίσκοι, στην εταιρεία SST, άρχισαν να κερδίζουν την αναγνώριση των κριτικών. Το εννοιολογικό, διπλό άλμπουμ Zen Arcade είναι γνωστό ότι άντλησε έμπνευση από πολλαπλά μουσικά στυλ. Το Flip Υour Wig σηματοδότησε μια στροφή προς την power pop και αύξησε τη δημοτικότητα του συγκροτήματος στο mainstream χάρη στο airlay του κολεγιακού ραδιοφώνου.
Οι Hüsker Dü έγιναν το πρώτο ανεξάρτητο/εναλλακτικό συγκρότημα της δεκαετίας του 1980 που υπέγραψε συμβόλαιο με μεγάλη δισκογραφική εταιρεία. Κυκλοφόρησαν τρεις δίσκους με την Warner Brothers: (Candy Apple Grey, Warehouse: Songs and Stories και The Living End). Η κίνηση αυτή επισπεύστηκε από την αδυναμία της SST να διανείμει αποτελεσματικά τους δίσκους τους σε παναμερικανικό επίπεδο, καθώς γίνονταν ολοένα και πιο δημοφιλείς. Οι απαιτήσεις των μεγάλων δισκογραφικών για υποστήριξη των κυκλοφοριών με εξαντλητικές περιοδείες έφταναν τα γκρουπ στα όρια τους και οδήγησαν πολλά σε διάλυση. Ενώ ορισμένοι θαυμαστές ένιωθαν ότι οι Hüsker Dü ξεπούλησαν τις αρχές τους όταν μετακόμισαν στην Warner, το -όψιμο και ευκαιριακό- ενδιαφέρον των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών για ανεξάρτητα συγκροτήματα με punk/hardcore ρίζες αντιπροσώπευε μια πρώιμη επένδυση που τελικά οδήγησε στο grunge στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Το γρήγορο παίξιμο και η εφευρετικότητα των Hüsker Dü στις pop μελωδίες επηρέασαν βαθιά τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα που ξεχύθηκαν από το underground προς την κορυφή της επιτυχίας, από τους Pixies και τους Nirvana ως τους Foo Fighters, και τους Green Day.
Δύο από τα μέλη των Hüsker Dü, ο Hart και ο Mould, είχαν σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου, ενώ εκπροσωπούσαν το συγκρότημά τους σε χώρους και υποκουλτούρες που συχνά ήταν εχθρικές προς τα queer άτομα. Αν και ο Mould δεν εμφανίστηκε επίσημα μέχρι το 1994, το παράδειγμά του άνοιξε το δρόμο για το πιο σαφές queer punk συγκρότημα όπως οι Pansy Division.
Το συγκρότημα διαλύθηκε το 1987 κατά τη διάρκεια περιοδείας λόγω διαφωνίας που προκλήθηκε από τη χρήση ναρκωτικών από τον Hart και την αυτοκτονία του μάνατζερ του συγκροτήματος David Savoy αμέσως πριν από την έναρξη της περιοδείας. Στη συνέχεια, και τα τρία μέλη του συγκροτήματος συνέχισαν με νέα μουσικά project. Ο Norton έπαιξε με τους Grey Area μέχρι το 1991 και εν συνεχεία αποσύρθηκε σε από τη μουσική για να ακολουθήσει καριέρα στον χώρο της εστίασης. Ο Mould σχημάτισε τους Sugar και συγχρόνως ακολούθησε καριέρα ως σόλο καλλιτέχνης.
Καθ' όλη τη δεκαετία του 1990 και μέχρι τη δεκαετία του 2000, ο Hart ηγήθηκε των Nova Mob και συγχρόνως ηχογραφούσε ως σόλο καλλιτέχνης. Τα προβλήματα με τα ναρκωτικά δεν τον εγκατέλειψαν. Έφυγε το 2017 από καρκίνο του ήπατος και ηπατίτιδα C. Την ίδια χρονιά αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για το γκρουπ και η ετικέτα Numero Group κυκλοφόρησε το box-set Savage Young Dü, με πρώιμες ηχογραφήσεις του συγκροτήματος. Η ίδια εταιρεία εξέδωσε πρόσφατα το συλλεκτικό, τετραπλό LP 1985: The Miracle Year, που έχει απαθανατίσει αυτούσια μια συναυλία της μπάντας στη Μινεάπολη, από τις 30 Ιανουαρίου εκείνου του χρόνου. Ο δε Bob Mould επανέφερε στην ενεργό δράση τους Sugar.
Ακόμα και σήμερα, που η ιστορικοποίηση του πανκ έχει καταστεί μια εμπορική δραστηριότητα, οι Hüsker Dü παραμένουν ένα από τα πιο θρυλικά γκρουπ της δεκαετίας του ’80. Η σημασία τους και η επιρροή τους συγκρίνεται μόνο με αυτή των Dead Kennedys ή των Black Flag, παραμένοντας στα στενά, περιοριστικά πλαίσια του hardcore.
Oι Mould, Hart και Norton βίωσαν μια αξιοσημείωτη και εντελώς μοναδική εξέλιξη κατά τη διάρκεια των επτά άλμπουμ τους, από τον ρυθμό καρδιακής προσβολής του Land Speed Record του 1981 μέχρι το απέραντο κύκνειο άσμα Warehouse: Songs And Stories μόλις έξι χρόνια αργότερα. Οι Hüsker Dü κατάφεραν να πετύχουν πράγματα που κανένα άλλο συγκρότημα της εποχής δεν έκανε - ή δεν μπορούσε. Ξεκίνησαν ως άγριοι πανκ, κατέληξαν ως στοχαστικοί ονειροπόλοι και συχνά έδεναν και τα δύο άκρα μαζί. Εν μέσω μιας συχνά υπερ-αρρενωπής hardcore σκηνής, τα δύο τρίτα του συγκροτήματος ήταν ομοφυλόφιλοι (Mould και Hart) και έγραψαν τραγούδια γι' αυτό, όσο έμμεσα κι αν διατυπώνονταν. Και οι Hüsker Dü έγραψαν έξυπνους, εύγλωττους στίχους για ταινίες τέχνης, ηλικιωμένους γονείς, πολιτικές φύλου και άλλα θέματα που τα περισσότερα πανκ συγκροτήματα δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ή θα δίσταζαν να το κάνουν.
Μεταθανάτια, κάποιοι κριτικοί αποκάλεσαν τους Hüsker Dü "Beatles του hardcore", λόγω της αξιοζήλευτης έφεσής τους στις pop μελωδίες. Από μια άλλη σκοπιά, οι Hüsker Dü ήταν το γκρουπ που ξεκίνησε με τον τρόπο του την ιστορική διαδρομή που έμελλε να ολοκληρώσουν οι Nirvana.
9. Everything Falls Apart (Reflex, 1983)
Το πρώτο στούντιο άλμπουμ των Hüsker Dü περιλαμβάνει 12 τραγούδια σε 19 μόλις λεπτά. Το ρεφρέν του ομώνυμου κομματιού και το σόλο κιθάρας στο "Target" αποτελούν τις πρώτες φευγαλέες καταθέσεις της ιδιοφυΐας του Mould, αλλά ο Hart συνεισφέρει μόνο σε ένα τραγούδι, το "Wheels". Το μπαράζ των hardcore τραγουδιών διακόπτει μόνο η διασκευή στο ψυχεδελικό ποπ "Sunshine Superman" του Donovan του 1966, μια διασκευή η οποία μοιάζει με ένα κλείσιμο του ματιού στον ακροατή, αναγνωρίζοντας ότι οι Hüsker Dü θα μπορούσαν να παίξουν ένα τέλειο μελωδικό midtempo ποπ τραγούδι αν ήθελαν.
8. Metal Circus EP (SST, 1983)
Το Metal Circus έχει περίπου την ίδια διάρκεια με το Everything Falls Apart, αλλά με τον Mould να γράφει ελαφρώς μεγαλύτερα σε διάρκεια τραγούδια, στον ίδιο δυνατό hardcore ρυθμό. Η πρώτη κυκλοφορία του συγκροτήματος από την SST Records αποτέλεσε μια σημαντική ανακάλυψη για τη σύνθεση τραγουδιών του Hart στο "It's Not Funny Anymore" και ιδιαίτερα στο σκοτεινό, αργό τραγούδι "Diane", εμπνευσμένο από τη δολοφονία της σερβιτόρας Diane Edwards, το 1980. Δεν είχαν ακόμη αναπτύξει πλήρως την ικανότητα για σπουδαία ρεφρέν και μελωδίες που να ξεχώριζαν την καυτή ηχητική επίθεση του συγκροτήματος από χίλιους άλλους σκληροπυρηνικούς συγχρόνους τους, νύξεις όμως αυτής της ικανότητας νεοσύστατης μπορούν να διαφανούν εδώ. Την ίδια περίοδο το γκρουπ προχώρησε επίσης στην πρώτη του αδιαμφισβήτητη επίδειξη ιδιοφυΐας, διασκευάζοντας καταπληκτικά και πολυδιάστατα το "Eight Miles High" των Byrds – σε ξεχωριστό single στην SST.
7. The Living End (Warner, 1994)
Μέχρι το 1994, οι Hüsker Dü είχαν αναγνωριστεί ευρέως ως μια σημαντική επιρροή σε μια γενιά δημοφιλών εναλλακτικών συγκροτημάτων, και η Warner αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ με ζωντανές ηχογραφήσεις από την τελευταία περιοδεία του συγκροτήματος χωρίς ιδιαίτερη συμβολή από το συγκρότημα. Tο The Living End, που καταγράφει μερικές από τις τελευταίες τους εμφανίσεις, περίπου δύο μήνες πριν διαλυθούν, είναι μια αρκετά ικανοποιητική συλλογή από ζόρικες ζωντανές εκτελέσεις, που περιλαμβάνει τραγούδια από κάθε άλμπουμ, μαζί με το ακυκλοφόρητο "Ain't No Water in the Well". Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με μια αναφορά στο πρώτο συγκρότημα που ενέπνευσε νεαρούς τους Mould και Hart για να ξεκινήσουν την μπάντα: από κοινού τραγουδούν το "Sheena is a Punk Rocker" των Ramones.
6. Land Speed Record (New Alliance, 1982)
Οι Hüsker Dü είναι ένα από τα λίγα σπουδαία συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένων των MC5 και των Jane's Addiction, που ακολούθησαν την ασυνήθιστη πορεία της κυκλοφορίας ενός live άλμπουμ πριν καν κάνουν ένα studio άλμπουμ. Το Land Speed Record, που πήρε τον τίτλο του του από τις αμφεταμίνες που τροφοδότησαν την πρώτη περιοδεία των Hüsker Dü στη Δυτική Ακτή, ηχογραφήθηκε στο τέλος της περιοδείας στο 7th Street Entry, το μικρότερο από τα δύο δωμάτια στο εμβληματικό κλαμπ First Avenue της Μινεάπολης. Τα πρώιμα τραγούδια όπως το "Don't Try To Call" και "All Tensed Up" του Bob Mould ή το "I'm Not Interested" του Hart προδίδουν λίγη από τη μελλοντική ποπ φινέτσα τους, χωρίς να υπολείπονται σε ενέργεια ή ταχύτητα. Ίσα-ίσα, οι Hüsker Dü στο ξεκίνημα είναι συνεχώς με το πόδι στο γκάζι. Αξιοσημείωτο ότι δύο από τα κομμάτια του δίσκου είναι συνθέσεις του Norton.
5. Warehouse: Songs and Stories (Warner, 1987)
Η τελευταία κυκλοφορία των Hüsker Dü είναι ένας δίσκος γεμάτος εξαιρετικές ιδέες, αλλά ίσως όχι αρκετές για να δικαιολογήσουν τη διάρκεια του διπλού άλμπουμ. Με τις εντάσεις να είναι υψηλές στο συγκρότημα και τη σύνθεση τραγουδιών πλέον μοιρασμένη εξίσου μεταξύ των Mould και Hart, το Warehouse μπορεί να αποτελέσει μια συναρπαστική μελέτη για δύο δημιουργικούς ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν μια συνεργασία να λειτουργήσει, ακόμα και όταν έχει γίνει φανερό ότι η χημεία δεν λειτουργεί πια. Το Warehouse διαρκεί πολύ, σίγουρα, αλλά τα highlights είναι σημαντικά και δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Οι σπουδαίες συνθέσεις του Mould, "Standing In The Rain" και "These Important Years", προβλέπουν τα ύψη της καθαρής ποπ ιδιοφυΐας που σύντομα θα πετύχαινε με τους Sugar. Εν τω μεταξύ, κομμάτια του Hart, όπως τα "Actual Condition" και "She Floated Away", προσφέρουν μια ευπρόσδεκτη αντίθεση στην ατελείωτη συναισθηματική κάθαρση του Mould. Και βέβαια, όλη η ορμητική ενέργεια των Hüsker Dü εξαπολύεται μαζεμένη στο τελευταίο τους single "Ice Cold Ice". Προς στιγμήν, οι Hüsker Dü έδειχναν ότι ήταν σε καλή θέση για να γίνουν το επόμενο αμερικανικό alternative συγκρότημα -μετά τους REM- που θα κατάφερνε να ανέβει στην κορυφή των charts. Το άλμπουμ όμως έφτασε μόνο μέχρι το στο Νο. 117 στο Billboard 200. Αν και ήταν το υψηλότερο πλασάρισμα της καριέρας τους, το Warehouse: Songs and Stories ήταν το τέλος του δρόμου για τους Hüsker Dü, που διαλύθηκαν σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του.
4. Flip Your Wig (SST, 1985)
Αφού ηχογράφησαν το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δουλειάς τους με τον εσωτερικό παραγωγό των SST, Glen “Spot” Lockett, οι Mould και Hart έκαναν οι ίδιοι την παραγωγή του Flip Your Wig. Έγινε η πρώτη κυκλοφορία της δισκογραφικής εταιρείας που πούλησε πάνω από 50.000 αντίτυπα και ο Mould το θεωρεί το καλύτερο άλμπουμ των Hüsker Dü. Ο ίδιος ξεσηκώνει με την κιθάρα του στα "Find Me", "Makes No Sense At All" και "The Wit and the Wisdom", ενώ ο Hart απομακρύνει το συγκρότημα από την σκληροπυρηνική ορθοδοξία με το υπέροχο ερωτικό τραγούδι "Green Eyes" και τη σφυρίχτρα και το βιμπράφωνο στο σύντομο, παράξενο "The Baby Song". Oι Hüsker Dü δεν ήταν ποτέ καλύτεροι - αξέχαστα hooks, τύμπανα που ξεκινούν και σταματούν αστραπιαία και απεγνωσμένα μελωδικές κιθάρες.
3. Candy Apple Grey (Warner, 1986)
Πολλά σπουδαία ανεξάρτητα συγκροτήματα χάθηκαν στο άλμα προς μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, αλλά οι Hüsker Dü διατήρησαν τον πλήρη δημιουργικό έλεγχο στο συμβόλαιό τους με την Warner: το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος για την εταιρεία μοιάζει με φυσική επέκταση της δουλειάς τους στην SST. Ο Mould βγάζει κραυγές που κόβουν την ανάσα στο εναρκτήριο "Crystal", σχεδόν σαν να προσπαθεί να επιβεβαιώσει την πανκ ταυτότητά του στους παλιούς φανς του συγκροτήματος ή να τρομάξει τους περιστασιακούς θαυμαστές. Ακόμα και η ακουστική εξομολόγηση του "Too Far Down" ακούγεται σκοτεινό σαν τα μεσάνυχτα. Το συνολικό περιβάλλον είναι κλειστοφοβικό και εξαιρετικά σκοτεινό. Μεγάλα ποπ κομμάτια όπως το "Don't Want To Know If You're Lonely" του Hart μετριάζονται από μια βαθιά αίσθηση επικείμενης απελπισίας. Ακόμα και μελωδικά highlights όπως το "All This I've Done For You" του Mould δεν μετριάζουν πλήρως την ασφυκτική ατμόσφαιρα της πιο ζοφερής κυκλοφορίας του συγκροτήματος. Μέσα σ΄ όλα, το "Sorry Somehow" του Hart είναι το λαμπερό power-pop διαμάντι του δίσκου.
2. New Day Rising (SST, 1985)
Ενώ πολλά από τα τραγούδια στα πρώτα άλμπουμ των Hüsker Dü ηχογραφήθηκαν μονομιάς, το New Day Rising είναι η στιγμή που το συγκρότημα άρχισε να δημιουργεί τα κομμάτια του στούντιο πιο στοχευμένα. Πιο σύντομο σε διάρκεια και πιο άμεσο από το διπλό Zen Arcade, το New Day Rising περιλαμβάνει μερικά από τα πιο διαχρονικά τραγούδια του τρίο, όπως τα "Books About UFOs" και "The Girl Who Lives on Heaven Hill". Το εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι φαίνεται να υποδηλώνει την ολοκληρωμένη ιδέα ότι η hardcore αισθητική μπορεί να φτάσει ένα τόσο ταλαντούχο συγκρότημα μόνο μέχρι ένα σημείο. Μέχρι την εποχή του ψυχεδελικού κλεισίματος, "Plans I Make", το πεδίο δράσης για τους Hüsker Dü έχει αλλάξει εντελώς, καθιστώντας δυνατές πιο σφιχτές ερμηνείες και μεταβάσεις όπως το outro ακουστικής κιθάρας 12 χορδών στο "Celebrated Summer": με τους στίχους του ("Getting method out on the beach or playing in a band / And getting of school meaning getting out of hand") ήταν σίγουρα ο ύμνος για πολλές τεμπέλικες καλοκαιρινές νύχτες. Ένας απίθανος θαυμαστής του άλμπουμ ήταν ο Robert Palmer, ο οποίος διασκεύαζε τακτικά το ομώνυμο κομμάτι του New Day Rising σε συναυλίες, ενώ βρισκόταν στο απόγειο της επιτυχίας του με το "Addicted To Love". Το αποκορύφωμα του hardcore ήθους και της pop αισθητικής.
1. Zen Arcade (SST, 1984)
Πρέπει να χρειάστηκε απίστευτη φιλοδοξία για ένα νεαρό, σχετικά άγνωστο συγκρότημα για να κάνει το άλμα από ένα 20λεπτο ντεμπούτο άλμπουμ σε ένα επικό 70λεπτο concept άλμπουμ μέσα σε ένα χρόνο. Ακόμα και η ανταγωνιστική ένταση μεταξύ των Mould και Hart παραμερίστηκε περιστασιακά. Συνεργάστηκαν για να φέρουν σε πέρας αυτό το τόσο φιλόδοξο έργο, το οποίο ο David Fricke στην κριτική του Rolling Stone περιέγραψε ως «ίσως το πιο κοντινό σημείο που θα φτάσει ποτέ το hardcore σε μια όπερα». Το έργο των δύο δίσκων και των 23 κομματιών ακολουθεί τις δοκιμασίες ενός νεαρού πανκ σε μια κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης. Όπως και οι ροκ όπερες των Who, μεγάλο μέρος της αφήγησης είναι ασυνάρτητο, αλλά η ορμή και η πρόθεση είναι ουσιαστικές. To ύφος είναι σαφώς πολυδιάστατο για τα περιοριστικά όρια του punk και παραπέρα. Το διπλό άλμπουμ περιλαμβάνει ακουστικές folk-rock στιγμές ("Never Talking to You Again"), θρηνητικά noisecore ("Pink Turns to Blue"), παραμορφωμένες φωνητικές επιθέσεις (“Beyond The Threshold”), ηχητικές κατασκευές με κολάζ και προηχογραφημένα (το trippy "Hare Krsna"). Το Zen Arcade αποτελεί την πρώτη πραγματική αναγνώριση της αποφασιστικότητας των Hüsker Dü να κάνουν το πέρασμα από το πεζό hardcore στο οραματικό μεγαλείο. Η Quadrophenia του h/c punk.