Susan Christie

Κάπου στα τέλη των ’60s, η Susan Christie από τη Φιλαδέλφεια αποφάσισε να γράψει τα δικά της τραγούδια, μακριά από τα ραδιοφωνικά πρότυπα της εποχής. Ήταν μορφωμένη, με σπουδές μουσικής, αλλά κυρίως είχε κάτι που δεν διδάσκεται: εκείνη τη γλυκόπικρη φωνή που μπορούσε να χωρέσει τη βροχή και το φως μέσα σε μια μόνο φράση.

Το 1966 κυκλοφόρησε το "I Love Onions", ένα περίεργο novelty track που έγινε μικρό hit, αλλά δεν έδειχνε καθόλου ποια ήταν πραγματικά. Ήταν η εποχή που οι γυναίκες τραγουδούσαν ό,τι τους έδιναν και όχι ό,τι ήθελαν. Λίγα χρόνια μετά, με μια μικρή ομάδα μουσικών, η Christie μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε κάτι διαφορετικό: ένα άλμπουμ σκοτεινής ψυχεδέλειας, με τίτλο Paint A Lady.

Το άλμπουμ απορρίφθηκε από τη δισκογραφική της, θεωρήθηκε "αντι-εμπορικό", και τα λίγα demo έμειναν κλειδωμένα για δεκαετίες σε κάποιο συρτάρι. Μόνο στα 2000s, όταν o DJ και συλλέκτης Andy Votel της Finders Keepers το ανακάλυψε, η ιστορία βγήκε ξανά στο φως.

Το "Rainy Day" είναι η ψυχή αυτού του άλμπουμ και είναι ένα τραγούδι που ταιριάζει απόλυτα σε μέρες σαν τη σημερινή. Είναι ένα τραγούδι που δεν προσπαθεί να ευχαριστήσει κανέναν… μάλλον απλώς θέλει να υπάρξει. Να σταθεί εκεί, ανάμεσα σε σταγόνες βροχής, ανάμεσα σε δυο αναπνοές που χάνονται στο τζάμι. Είναι σαν να γράφτηκε για εκείνες τις μέρες που δεν έχεις τίποτα να πεις, κι όμως όλα μέσα σου κάνουν έναν σιωπηλό θόρυβο. Ένα κομμάτι που δεν νοιάζεται για τα ραδιόφωνα, για τις λίστες ή για κοινό, μόνο για τη στιγμή που κάποιος, κάπου, θα το ακούσει τυχαία και θα πει «ναι, έτσι νιώθω κι εγώ».

Η ενορχήστρωση είναι μινιμαλιστική, σχεδόν κινηματογραφική. Μια, δυό κιθάρες, ένα μπάσο που αναπνέει αργά, τα έγχορδα της ορχήστρας, ένας ρυθμός που μπαίνει αργά, σαν σώμα που δεν θέλει να ξυπνήσει. Και μετά αυτή η φωνή... Μια φωνή που μοιάζει να ανήκει σε κάποια ηρωίδα του Antonioni, χαμένη στο γκρίζο τοπίο της μεταπολεμικής Ευρώπης, να κοιτάζει τη βροχή και να μιλά στον εαυτό της.

Η Susan Christie τραγουδά σαν να στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη που δεν αντανακλά τίποτα πια. Κάθε φράση της στάζει μια μικρή μελαγχολία, καθόλου θεατρική, αλλά τόσο αληθινή, σαν αυτή που κουβαλά κάποιος που ξέρει πως τα όμορφα πράγματα χάνονται, όχι γιατί κάποιος τα πήρε, αλλά γιατί δεν τα πρόσεξε κανείς.

Μαζί με τα κομμάτια των ηλεκτρονικών μου ηρώων, το "Rainy Day" είναι ίσως ένα από τα τραγούδια που έχω ακούσει περισσότερο στη ζωή μου, ακόμα κι αν άργησε να εμφανιστεί στη σύγχρονη δισκογραφία. Γιατί ακούγεται ακόμα και σήμερα σαν ένα όμορφο γράμμα που μπορεί να στείλαμε κάποτε στον εαυτό μας, γραμμένη και ποτισμένη με σταγόνες και σιωπές. Κι όσο κι αν το ακούς, δεν καταλαβαίνεις αν μιλά για έναν χωρισμό, για τον χρόνο που περνά, ή απλώς για τη βροχή που επιμένει να πέφτει πάνω σε μια πόλη που δεν αλλάζει. Ίσως όλα αυτά μαζί. Ίσως τίποτα απ’ αυτά. Ίσως απλώς μια γυναίκα που έμαθε να κρύβεται μέσα στη μουσική της, αφήνοντας πίσω ένα τραγούδι τόσο διακριτικό που θα έπρεπε να το ακούμε ψιθυριστά, όπως λέγονται τα μυστικά.

Ο μουσικοκριτικός Bruce Eder την αποκάλεσε «μία από τις πιο εκλεπτυσμένες και όμορφες εκφάνσεις αυτού που μόνο ως acid folk μπορεί να περιγραφεί». Και πράγματι, αυτό το τραγούδι, μαζί με τα υπόλοιπα κομμάτια του Paint A Lady, συνθέτουν έναν κόσμο εύθραυστο και ψυχεδελικό, έναν κόσμο όπου η folk γίνεται εσωτερική εξερεύνηση.

Η Jeanette Leech, στο βιβλίο της Seasons They Change: The Story of Acid and Psychedelic Folk, περιγράφει το άλμπουμ ως «ένα από τα πιο βαριά και στοιχειωμένα acid-folk άλμπουμ που γράφτηκαν ποτέ» και «ίσως το πιο έντονο απ’ όλα». Η Finders Keepers Records, που το κυκλοφόρησε επιτέλους το 2006, το χαρακτήρισε ως «χειροποίητες ιστορίες αστικής μοναξιάς, στηριγμένες πάνω σε μια folk-funk ρυθμική βάση γεμάτη breaks».

Αλλά εκείνη τη δεκαετία, κανείς δεν ήθελε να ακούσει κάτι τόσο μελαγχολικά ειλικρινές. Οι δισκογραφικές αναζητούσαν την επόμενη Nancy Sinatra, όχι μια γυναίκα που έγραφε τραγούδια για το πώς είναι να κοιτάς τη βροχή και να αναγνωρίζεις μέσα της τον εαυτό σου.

Ένα χαμένο άλμπουμ, μια βροχή που κράτησε σαράντα χρόνια

Η Susan Christie σπούδασε στο Berklee College of Music στη Βοστώνη, την εποχή που η folk αναζητούσε την ηλεκτρική της ταυτότητα. Είχε όλη τη φρεσκάδα της γενιάς της, αλλά και μια απροσδόκητη σκοτεινιά μέσα της. Το πρώτο της μεγάλο τραγούδι, το "I Love Onions" (1966), ένα ανάλαφρο pop κομμάτι της εποχής, έγινε τηλεοπτικό χιτ μέσω του Captain Kangaroo Show, όμως η ίδια δεν ένιωθε ποτέ δική της αυτή τη μικρή επιτυχία. Ήθελε να φτιάξει κάτι δικό της, κάτι πιο βαθύ, πιο αυθεντικό.

Έτσι, μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το Paint A Lady, μια συλλογή από downbeat, ατμοσφαιρικά τραγούδια με folk ρίζες και ψυχεδελική διάθεση. Όπως γράφει ο Richie Unterberger, «είναι ένα ονειρικό και ποικιλόμορφο folk-rock άλμπουμ που δείχνει ένα δυστυχώς ανεκπλήρωτο δυναμικό». Οι υπεύθυνοι της δισκογραφικής, φυσικά, δεν κατάλαβαν τίποτα. «Unimpressed, or perhaps unprepared», σημειώνει ο Eder, δεν ήταν έτοιμοι για μια γυναίκα που δεν τραγουδούσε για να διασκεδάσει, αλλά για να επιβιώσει.

Η Jeanette Leech στο βιβλίο της μάς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία της Susan Christie. Μια ιστορία που μοιάζει περισσότερο με μια ήσυχη ταινία αγάπης και απογοήτευσης παρά με το χρονικό μιας αποτυχημένης καριέρας.

Η Christie είχε γνωρίσει τον John Hill, τον μουσικό και συναισθηματικό της σύντροφο, από τα χρόνια του σχολείου. «Πάντα λέω πως βγήκε μαζί μου μόνο και μόνο επειδή είχαμε πιάνο στο σπίτι», θυμόταν με χιούμορ. «Παίζαμε μαζί στη σχολική παράσταση· έτσι γνωριστήκαμε και από τότε δεν χωρίσαμε ποτέ».

Μαζί τους ήρθε και μια ευκαιρία που έμοιαζε με όνειρο: μια πρόταση για άλμπουμ από την ABC-Paramount. Οι δυο τους διάλεξαν προσεκτικά τα τραγούδια, κυρίως σε ύφος country-folk, και ο Hill έφτιαξε νέες, πρωτότυπες ενορχηστρώσεις, ενώ η Christie τραγουδούσε με εκείνη τη «κρυστάλλινη φωνή» που έμοιαζε να αιωρείται πάνω από τον ήχο. Όταν το έργο ολοκληρώθηκε, ένιωθαν περήφανοι. Ήταν κάτι δικό τους, κάτι που ξέφευγε από τα στερεότυπα της εποχής. Όμως η εταιρεία δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό τους. «Δεν είμαστε σίγουροι γιατί δεν κυκλοφόρησε ποτέ», θα πει αργότερα ο Hill με ένα βαθύ αναστεναγμό. «Μάλλον απλώς δεν τους άρεσε».

Μερικές μόνο acetate κόπιες τυπώθηκαν και ο Hill κράτησε τις μαγνητοταινίες, αυτές που δεκαετίες αργότερα θα έβγαζαν στην επιφάνεια το Paint A Lady. Η Susan, όμως, τότε είχε ήδη αποσυρθεί. Έθαψε τη λύπη της ήσυχα και, όπως είπε με τη χαρακτηριστική της απλότητα: «Νομίζω απλώς το απέρριψα μέσα μου και είπα: εντάξει, αυτό ήταν· θα γυρίσω να φτιάχνω πίτες με ραβέντι». Μια φράση τρυφερά ειρωνική, σχεδόν κινηματογραφική, η τέλεια κατακλείδα για μια γυναίκα που ήξερε να μετατρέπει ακόμη και την απογοήτευση σε μουσική σιωπή. 

Η ίδια η Susan Christie έχει μιλήσει με εκείνη την αφοπλιστική ειλικρίνεια που κουβαλούν οι άνθρωποι που ξέρουν να γελούν με τη μοίρα τους: «Ήμουν πάντα περήφανη γι’ αυτό το άλμπουμ», είπε κάποτε. «Είχε έναν καινούργιο ήχο, κάτι σαν folky-funk». Αλλά η ζωή, όπως πάντα, είχε άλλες προτεραιότητες. Μετά την απογοήτευση στη δισκογραφία, αποφάσισε να αφήσει πίσω της τη "σοβαρή" καριέρα. «Είχα αποφασίσει πως δεν ήθελα να είμαι μια "κανονική" τραγουδίστρια. Η δουλειά στα jingles ήταν πιο εύκολη και ταίριαζε καλύτερα και με τη φροντίδα των παιδιών».

Κι έτσι, η γυναίκα που έγραψε ένα από τα πιο σκοτεινά και τρυφερά άλμπουμ της ψυχεδελικής folk, πέρασε τις επόμενες δεκαετίες τραγουδώντας διαφημίσεις για απορρυπαντικά, δίαιτες, καφέδες και ακόμη και για την ακράτεια. Με εκείνη τη φωνή που κάποτε τραγουδούσε τη βροχή, τώρα έλεγε μελωδικά "Maxwell House Coffee" σποτάκια. Μια παράδοξη, σχεδόν ποιητική ειρωνεία: η ίδια γυναίκα που είχε τραγουδήσει για τη μοναξιά, τώρα έδινε φωνή στην καθημερινότητα. Όμως η φωνή της δεν έχασε ποτέ τη διαύγειά της, απλώς μετακινήθηκε, όπως κάνει πάντα η τέχνη, από τη σκηνή στο στούντιο, από τη βροχή στο ραδιόφωνο.

Η Christie, πάντα με την ίδια παιχνιδιάρικη διάθεση, σχολίασε κάποτε γελώντας: «Ε, υποθέτω πως τουλάχιστον δεν έκανα διαφημίσεις για αντιόξινα!».

Kαι ύστερα ήρθε ο 21ος αιώνας κι αυτό που φαινόταν χαμένο για πάντα, ξαναβγήκε στο φως. «Δούλευα τότε ως τραγουδίστρια σε jingles», θυμάται. «Κι ένα απόγευμα με πλησίασε ο Keith D’Arcy, ένας στέλεχος δισκογραφικής και συλλέκτης παράξενων και ξεχασμένων πραγμάτων. Με ρώτησε αν έχω κάτι παλιό, ξεχασμένο, στο υπόγειο του σπιτιού μου...».

Εκείνη χαμογέλασε και κατέβηκε στο υπόγειο. Ανάμεσα σε κουτιά και σκόνη, βρήκε τρεις δοκιμαστικούς δίσκοι σε ασετάτ από το άλμπουμ Paint A Lady, τους μοναδικούς μάρτυρες μιας ζωής που είχαν μείνει στη σιωπή. Έδωσε μία στον D’Arcy, κι εκείνος, μαγεμένος, επικοινώνησε με τον Andy Votel, τον Άγγλο DJ, παραγωγό και ιδρυτή της Finders Keepers Records που ειδικεύεται στις επανεκδόσεις σπάνιων άλμπουμ, αλλά και ιδρυτή της Twisted Nerve στο Μάντσεστερ. Και κάπως έτσι, σαν παλιό γράμμα που επιτέλους φτάνει στον προορισμό του, το Paint A Lady κυκλοφόρησε ξανά το 2006, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την πρώτη του γέννηση. Μια καθυστερημένη δικαίωση, ή ίσως απλώς η φυσική συνέχεια μιας ιστορίας που δεν βιαζόταν να τελειώσει.

Έκτοτε, η Susan Christie μοιάζει να περιπλανιέται σαν φάντασμα μέσα στη δισκογραφία, μια μορφή που εμφανίζεται ξανά και ξανά, σαν ανάμνηση που δεν ξεθωριάζει. Η φωνή της ξεπροβάλλει μέσα από συλλογές όπως το Bearded Ladies της Finders Keepers Records, εκεί όπου οι ξεχασμένες ηρωίδες του folk ψιθυρίζουν ξανά, λες και ποτέ δεν σώπασαν. Το 2009, ξανασυναντήθηκε με τον John Hill στο άλμπουμ The Six Moons of Jupiter (Finders Keepers Records, 2009) αυτή τη φορά όχι για να τραγουδήσει αλλά για να μιλήσει σε spoken word με φωνή, αιθέρια και ονειρική, σαν να αφηγείται την ίδια της τη ζωή από μακριά. Έναν χρόνο αργότερα, η Jane Weaver την κάλεσε στο δικό της ηχητικό σύμπαν, στο The Fallen By Watch Bird (Finders Keepers Records, 2010), όπου η παρουσία της Christie ακούγεται σαν μια ανάσα από μακρινά χρόνια.

Οι πρωτότυπες κόπιες των singles της είναι σήμερα συλλεκτικά κειμήλια, μικροί δίσκοι-φετίχ που αλλάζουν χέρια σαν μυστικά. Και το Paint A Lady, σε κάθε νέα του μορφή (CD, LP, ή ψηφιακό φάσμα) συνεχίζει να βρίσκει καινούριους ακροατές, να επιστρέφει αργά αλλά σταθερά στο φως, από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε το 2006. Το 2019, η Finders Keepers Records του χάρισε μια remastered έκδοση, σαν να το καθάρισε από τη σκόνη των δεκαετιών, για να ξαναλάμψει το όνειρο που είχε θαφτεί. Και ύστερα, ήρθε μια απροσδόκητη στιγμή μαγείας: το "Rainy Day", σε μια αισθητά πιο αργή ανέκδοτη μέχρι τότε εκτέλεση, ακούστηκε στη σκηνή μπαίνει η ηρωίδα Jobu Tupaki στο Everything Everywhere All at Once. Ένα τραγούδι γραμμένο στη σιωπή των ’60s, να συνοδεύει την πιο παράξενη, συγκινητική σκηνή πολυσύμπαντος του σύγχρονου κινηματογράφου. Και η βροχή της Susan Christie βρήκε τελικά τρόπο να πέσει παντού, σε κάθε χρόνο, σε κάθε κόσμο, σε κάθε ψυχή που εξακολουθεί να ακούει.

Το "Rainy Day" στέκεται σήμερα δίπλα στα τραγούδια που δεν γέρασαν ποτέ, εκείνα που κουβαλούν τη σιωπή της εποχής τους όπως ο Tim Buckley κουβαλούσε το "Pleasant Street" και οι Love το "Alone Again Or". Είναι τραγούδια που δεν διεκδικούν, μα αντέχουν, τραγούδια που δεν έχουν κοινό, έχουν μόνο συνοδοιπόρους. Στο "Rainy Day" η Susan Christie δεν τραγουδά για τη βροχή, τραγουδά για τη μοναξιά που έρχεται μετά, όταν τα χαρτιά σου έχουν πει τα πάντα, τα δέντρα γίνονται αόρατα, ο δρόμος έχει αδειάσει και όλα τα χρώματα έχουν ξεθωριάσει από το φως. Είναι η ίδια αθωότητα που συναντάς στον Buckley όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί η αγάπη πονά, η ίδια πικρή διαύγεια που υπάρχει στον Arthur Lee όταν αποδέχεται πως το "alone again" μπορεί να είναι ίσως και η φυσική μας κατάσταση.

Η Christie δεν είχε την τύχη να γίνει σύμβολο ή θρύλος. Όμως το τραγούδι της στέκει εκεί, ισάξιο, ακέραιο, απτό, σαν μια σταγόνα βορχής που δεν λιώνει, σαν την πιο μικρή, αλλά πιο γενναία μορφή αντίστασης απέναντι στον χρόνο. Κι ίσως αυτό να είναι τελικά το μεγαλείο του "Rainy Day": ότι δεν προσπαθεί να σε συγκινήσει, αλλά αν σε βρει, σε βρίσκει μια για πάντα. Μια μέρα που βρέχει, κάπου ανάμεσα σε οκτώ χιλιάδες αναστεναγμούς, σε κάνει να σταθείς ακίνητος και να θυμηθείς πως κάποτε, κάποιος, τραγούδησε όχι για να περιγράψει τη βροχή αλλά για χαθεί μέσα της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured