Don Cherry

Ο Ornette Coleman είπε κάποτε ότι «ο Don Cherry είχε μνήμη ελέφαντα». Όσοι έπαιξαν μαζί του έλεγαν ότι μπορούσε να ακούσει μια μελωδία μόνο μία φορά και να είναι σε θέση να την αναπαράγει τέλεια. Αυτή η ικανότητα παρείχε την πρώτη ύλη για τις συνθέσεις του από νωρίς στην καριέρα του. Ξεκίνησε ως ένας από τους καλύτερους τρομπετίστες post-bop των αρχών της δεκαετίας του '60. Στο σχετικό βιβλίο του, ο μουσικοκριτικός του Wire, Brian Morton, ονομάζει τον Cherry ως έναν από τους τρεις σημαντικότερους τρομπετίστες της μεταπολεμικής εποχής, μαζί με τον Chet Baker και τον Miles Davis. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, είχε γίνει συνιδρυτής μιας κοινοτικής μορφής μουσικής δημιουργίας, διδασκαλίας και διαβίωσης, με τη σύντροφό του Moky Cherry, όπου, όπως έλεγε το μότο της, «η σκηνή είναι το σπίτι και το σπίτι είναι μια σκηνή».

The shape of jazz to come

O Cherry υπήρξε πιθανότατα ο πρώτος μεγάλος ελευθεριακός τρομπετίστας. Σε άλμπουμ όπως το The Shape of Jazz to Come του Ornette Coleman και σε άλλες σπουδαίες ηχογραφήσεις στην Atlantic, παρήγαγε τα πρώτα ικανά παραδείγματα του στυλ post-bop που παιζόταν ανεξάρτητα από την παραδοσιακή αρμονία. Είχε επίσης μια πραγματικά ξεχωριστή φωνή στο κόρνο - κάπως σφιχτή και αστιγματική αλλά ταυτόχρονα μεγάλη και ανοιχτή. Μοιάζει πολύ με τον ήχο του Ornette Coleman, αλλά με τον δικό του τρόπο πολύ πιο ζεστό. Ήταν αυτός ο συνδυασμός του blues του Coleman και του bop του Cherry που έδωσε στο πρώτο μεγάλο κουαρτέτο του Coleman τον πραγματικά ξεχωριστό ήχο του.

«Ας παίξουμε τη μουσική», έλεγε ο Ornete, «όχι το φόντο!» Μπορεί να ακούγεται σαν ένα αθώο σχόλιο, αλλά με αυτό ο Coleman συνόψισε την πυρετώδη και άνομη επανάσταση της τζαζ στην οποία ηγήθηκαν αυτός και ο Cherry τη δεκαετία του '50.

Αυτό που έκαναν οι Coleman και Cherry ήταν να αφαιρέσουν το φόντο από τη μουσική και να εγκαταλείψουν τον αυτοσχεδιασμό στις ακολουθίες συγχορδιών, τη ρίζα της jazz μέχρι εκείνη την εποχή. Αυτό ήταν που έγινε γνωστό ως Free Jazz, μια μουσική χωρίς κανόνες. Ο Cherry, ο ντράμερ Ed Blackwell και ο μπασίστας Charlie Haden αποτελούσαν το Κουιντέτο του Ornette Coleman. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους καινοτόμους της μουσικής, δέχτηκαν πυρά από τους κριτικούς, οι οποίοι ήταν πάντα προστατευτικοί απέναντι στο καθιερωμένο στυλ της jazz.

Το παίξιμο του Cherry φαινόταν να είναι εμπνευσμένο από πολλές πηγές και εκείνη την περίοδο ήταν το στοιχείο στο κουαρτέτο με το οποίο οι νέοι ακροατές μπορούσαν πιο εύκολα να προσκολληθούν. Αλλά τα ελεύθερα σύνολα, το ατημέλητο παίξιμο και η ασυνέπεια της μελωδίας φαινόταν μια αυθάδεια μπροστά σε σεβαστούς βιρτουόζους όπως ο Duke Ellington και ο Benny Goodman και, πιο συγκεκριμένα, ο Miles Davis.

Ο Cherry αφηγείτο μια ιστορία για τον Miles...Αρχικά δεν κατανοούσε το παίξιμο του Cherry και το είχε επικρίνει δημόσια. Οι δύο τελικά γνωρίστηκαν προς τα τέλη του ’60, μέσω του ντράμερ Billy Higgins, σε κάποιο club του Χόλιγουντ. Αργότερα, ο Miles προσκάλεσε τον Cherry να τζαμάρει με το κουιντέτο του στο Village Vanguard της Νέας Υόρκης: «Έτσι έπαιξα κάτι, τις αλλαγές από το "I Got Rhythm" και σταμάτησα το σόλο μου ακριβώς πριν από τη γέφυρα…ο Miles είπε: "Είσαι ο μόνος άντρας που ξέρω που σταματάει το σόλο του στη γέφυρα». Αργότερα τον άκουσα να κάνει το ίδιο πράγμα. Και την επόμενη φορά που τον είδα μου είπε: "Έι, Cherry, παίζω λίγο σαν εσένα τώρα", το οποίο ήταν ένα μεγάλο κομπλιμέντο». Πόσω μάλλον προερχόμενο από έναν γίγαντα της μουσικής που αρχικά είχε περιφρονήσει το παίξιμο του Cherry.

Η σύγχρονη τζαζ είχε χωριστεί σε δύο κατευθύνσεις. Οι Coleman και Cherry πρόσφεραν ένα σημάδι για το μέλλον όπως το έβλεπαν οι ίδιοι. Ο Miles Davis, με το σύγχρονο συναισθηματικό και προσεκτικά γραμμένο άλμπουμ του Kind of Blue, έδειξε την κατεύθυνση ενός αντίθετου μέλλοντος. Ενώ οι Coleman και Cherry απέρριψαν τη δομή των συγχορδιών από τις συνθέσεις τους, ο Davis είχε βρει, όπως έδειξε το νέο του άλμπουμ, μια αντικατάσταση του αυτοσχεδιασμού σε συγχορδίες αυτοσχεδιάζοντας σε τροπικές κλίμακες, μια μέθοδο που επέτρεπε μεγάλη ελευθερία, διατηρώντας παράλληλα τους σολίστες σε μια αναγνωρίσιμη πορεία.

Life in music

Ο Cherry γεννήθηκε στην Οκλαχόμα Σίτι. Ο πατέρας του ήταν απόγονος Μαντίνγκο της Δυτικής Αφρικής και η μητέρα του αυτοχθόνων της εθνοτικής ομάδας των Τσίκασω. Ο πατέρας του (ο οποίος έπαιζε επίσης τρομπέτα) ήταν ιδιοκτήτης του Cherry Blossom Club, το οποίο φιλοξενούσε παραστάσεις του πρωτοπόρου κιθαρίστα Charlie Christian και του πιανίστα/ενορχηστρωτή Fletcher Henderson. Το 1940, ο Cherry μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Έζησε στο γκέτο του Watts, όπου ο πατέρας του δούλευε μπάρμαν στο Plantation Club στην Central Avenue - το επίκεντρο μιας ζωντανής τοπικής τζαζ σκηνής εκείνη την εποχή. Ο Cherry θυμόταν ότι έκανε κοπάνες από το Λύκειο Fremont για να παίξει με την swing μπάντα του Λυκείου Jefferson. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαστική μεταγραφή του στο Λύκειο Jacob Riis, ένα είδος αναμορφωτηρίου, όπου γνωρίστηκε με τον ντράμερ Billy Higgins.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Cherry έπαιζε με μουσικούς της τζαζ στο Λος Άντζελες, ενίοτε ως πιανίστας στην ομάδα του Art Farmer. Ενώ ο τρομπετίστας Clifford Brown ήταν στο Λος Άντζελες με τον Max Roach, ο Cherry παρακολούθησε μια τζαμάρισμα με τους Brown και Larance Marable στο σπίτι του Eric Dolphy∙ ο αδικοχαμένος Clifford Brown (1930 – 1956), ένα ταλέντο ισάξιο του Miles Davis, έγινε άτυπος μέντορας του Cherry. Περιόδευσε επίσης με τον σαξοφωνίστα James Clay.

Ο Cherry έγινε γνωστός το 1958 όταν εμφανίστηκε και ηχογράφησε με Ornette Coleman∙ αρχικά σε ένα κουιντέτο με τον πιανίστα Paul Bley και αργότερα σε αυτό που έγινε το κυρίως κουαρτέτο χωρίς πιάνο που ηχογράφησε για την Atlantic Records. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι γραμμές του στο παίξιμο απελευθερώθηκαν από τις έως τότε επικρατούσες αρμονικές δομές.

The Avant-Garde

Το 1966, ο Cherry συν-ηγήθηκε του ιστορικού session The Avant-Garde, στο οποίο ο John Coltrane αντικατέστησε τον Coleman στο Κουαρτέτο. Ηχογράφησε και περιόδευσε με τον Sonny Rollins, ήταν μέλος των New York Contemporary Five με τους Archie Shepp και John Tchicai, και ηχογράφησε και περιόδευσε τόσο με τον Albert Ayler όσο και με τον George Russell. Η πρώτη του ηχογράφηση ως bandleader ήταν το Complete Communion για την Blue Note (1965). Το συγκρότημα περιλάμβανε τον ντράμερ του Coleman, Ed Blackwell, καθώς και τον Αργεντίνο σαξοφωνίστα Gato Barbieri, τον οποίο είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια περιοδείας στην Ευρώπη με τον Ayler.

Αφού αποχώρησε από το σχήμα του Coleman, ο Don Cherry απέφυγε την τάση προς τη funk/fusion και συνέχισε να πειραματίζεται με την avant-jazz, συχνά σε μικρές ομάδες και ντουέτα (πολλές με τον πρώην ντράμερ του Coleman, Ed Blackwell) κατά τη διάρκεια μιας μακράς παραμονής κυρίως στη Σκανδιναβία.

Αργότερα εμφανίστηκε στο LP Science Fiction του Coleman (1971), ενώ από το 1976 έως το 1987 επανενώθηκε με τους παλιούς συντρόφους, Dewey Redman, Charlie Haden και Blackwell, στο συγκρότημα Old And New Dreams, ηχογραφώντας τέσσερα άλμπουμ μαζί τους, δύο για την ECM και δύο για την Black Saint Records.

Τη δεκαετία του 1970 τόλμησε να ασχοληθεί με το αναπτυσσόμενο είδος της world fusion μουσικής. Ο Cherry ενσωμάτωσε επιρροές από τη Μέση Ανατολή, την παραδοσιακή αφρικανική και την ινδική μουσική στο παίξιμό του. Σπούδασε ινδική μουσική με τον Vasant Rai στις αρχές της δεκαετίας του '70. Από το 1978 έως το 1982, ηχογράφησε τρία άλμπουμ για την ECM με το συγκρότημα Codona, το οποίο αποτελούνταν από τον Cherry, τον βιρτουόζο περκασιονίστα Nana Vasconcelos και τον δεξιοτέχνη του σιτάρ και της τάμπλα Collin Walcott.

Η συναυλία του στο Φεστιβάλ Τζαζ του Βερολίνου το 1968, που κυκλοφόρησε από την MPS με τον τίτλο Eternal Rhythm, έδωσε μια σαφή ένδειξη για το πού κατευθυνόταν η μουσική του. Περαιτέρω αποδείξεις ήρθαν από τις συνεργασίες με τον Τούρκο ντράμερ Okay Temiz, τα ντουέτο άλμπουμ του με τον Ed Blackwell, την guest εμφάνισή του στη δοκιμή του Σουηδού ντράμερ-συνθέτη Bengt Berger για τους αφρικανικούς τελετουργικούς τρόπους και ρυθμούς, Bitter Funeral Beer (ECM), και τα τρία άλμπουμ του σχήματος των Codona στην ECM.

Ο Cherry συνεργάστηκε επίσης με τον κλασικό/κινηματογραφικό συνθέτη Krzysztof Penderecki στο άλμπουμ Actions του 1971. Το 1973, συνέθεσε τη μουσική για την ταινία του Alejandro Jodorowsky, The Holy Mountain, μαζί με τον Ronald Frangipane και τον ίδιο τον σκηνοθέτη.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ηχογράφησε ξανά με το αρχικό Ornette Coleman Quartet, καθώς και το El Corazon, ένα ντουέτο άλμπουμ με τον Ed Blackwell. Τη δεκαετία του '80, ο Cherry άρχισε να πειραματίζεται με την ηλεκτρονική ενορχήστρωση, ενώ παράλληλα συνέχισε να είναι ένας βιρτουόζος ακουστικός μουσικός. Βοήθησε επίσης στην εισαγωγή της τρομπέτας-τσέπης στην τζαζ. Ο Cherry δοκιμάστηκε με πολλά όργανα, όπως φλάουτο, φλάουτο από μπαμπού, κρουστά, μια παραλλαγή στην κιθάρα και στο βραζιλιάνικο berimbau. Είχε μάθει πιάνο από παιδί, αλλά οι ηχογραφημένες του προσπάθειες στο όργανο είναι απλοϊκές.

Δεν ήταν ένας εύγλωττος τρομπετίστας, αλλά αντίθετα εξέτασε τις τονικές ιδιότητες που μπορούσε να αποκομίσει από το κόρνο του και χρησιμοποίησε ανορθόδοξα μέσα για να παράγει τους ήχους που ήθελε. Χρησιμοποίησε ψαλμωδημένα μάντρα και drones και αργότερα έφερε στο ρεπερτόριό του αραβο-τουρκική μουσική. Αν και ανέφερε τους τρομπετίστες Fats Navaro, Clifford Brown, Miles Davis και Harry Edison ως επιρροές, σπάνια υπήρξε κάποιο απτό, δικό τους αποτύπωμα στο έργο του.

Άλλες ενδιαφέροντα project από την ύστερη περίοδό του ήταν το Escalator Over The Hill της Carla Bley και ηχογραφήσεις με τους Lou Reed, Ian Dury, Rip Rig + Panic και Sun Ra. Το 1994, ο Cherry εμφανίστηκε στο συλλεκτικό CD των Red Hot Organization, Stolen Moments: Red Hot + Cool, σε ένα κομμάτι με τίτλο "Apprehension" μαζί με τους hip-hoppers The Watts Prophets. Το άλμπουμ είχε ως στόχο να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για την επιδημία του AIDS στην αφροαμερικανική κοινωνία.

Αργότερα είχε μια επιτυχημένη επανένωση με τoν Ornette Coleman, αλλά τον τελευταίο χρόνο ήταν άρρωστος στο σπίτι της κόρης του, της δημοφιλούς τραγουδίστριας Neneh Cherry, στη Μάλαγα. Η θετή κόρή του, Titiyo, και οι γιοι του David Cherry και Eagle-Eye Cherry είναι επίσης μουσικοί.

Έφυγε από τη ζωή από καρκίνο του ήπατος, στις 19 Οκτωβρίου 1995. Μόλις 58 ετών.

10 album του Don Cherry:

Ornette Coleman - The Shape Of Jazz To Come (Atlantic, 1959)

Το 1958, το άλμπουμ Something Else!!!!, με το οποίο ντεμπουτάρισαν ο Cherry και ο Coleman, αποτέλεσε την θρυαλλίδα της επανάστασης της free jazz. Η πραγματική όμως έκρηξη σημειώθηκε έναν χρόνο αργότερα, με το πρώτο από μια σειρά άλμπουμ κουαρτέτου χωρίς πιάνο για την Atlantic, τα οποία αμετάκλητα διέλυσαν και στη συνέχεια ανακατασκεύασαν το λεξιλόγιο της jazz: The Shape Of Jazz To Come, Change Of The Century, This Is Our Music, Ornette! Το πρώτο ξεχωρίζει ίσως με την ταραχώδη ομορφιά του  μόνο και μόνο επειδή περιέχει το εξαιρετικό θρήνο του Coleman, “Lonely Woman”.

2. Ornette Coleman – Something Else!!! (Contemporary Records, 1958)

Ο Don Cherry έπαιξε στα πρώτα επτά άλμπουμ του Ornette Coleman – γνωρίστηκαν νέοι μέσω της πρώτης συζύγου του Ornette, Jaynie, η οποία πήγε σχολείο με τον Cherry. Ο Cherry είπε ότι ο τρόπος που έγραφε ο Coleman έκανε «τη μουσική να ρέει σαν νερό». Όλα τα πρώτα άλμπουμ του Coleman είναι απαραίτητα, αλλά το Something Else!!! αποτελεί μια τολμηρή και δυναμική είσοδο για τον Coleman και την μπάντα του, στην οποία η τρομπέτα του Cherry είναι άγρια ​​και κοφτερή, διαπερνώντας τον αέρα. Το Penguin Jazz Guide των Brian Morton και Richard Cook αναφέρει ότι: «Είναι σχεδόν αδύνατο να ανασυνθέσουμε την επίδραση –θετική και αρνητική– που είχαν τα άλμπουμ του Ornette όταν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά. Είναι κλασικές ερμηνείες».

3. The New York Contemporary Five Vol. 1 (Sonet, 1964)

Έχοντας υπάρξει μόνο για ένα χρόνο και κάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εμφανίσεών τους στην Ευρώπη, οι New York Contemporary Five άφησαν ωστόσο το στίγμα τους – ο ήχος τους είχε σθένος και σουίνγκ, το κόρνο του Cherry συχνά κοφτερό και καθαρό σαν γυαλί. Σχηματίστηκαν όταν, λίγο μετά την άφιξή τους στο Μεγάλο Μήλο το 1963, στον Δανό σαξοφωνίστα John Tchicai προσφέρθηκε μια συναυλία πίσω στην Κοπεγχάγη αν μπορούσε να συγκεντρώσει μια μπάντα. Έτσι σχηματίστηκαν οι New York Contemporary Five, με τους Tchicai, Archie Shepp και Don Cherry στα πνευστά, με τον JC Moses στα ντραμς και τον Don Moore στο μπάσο. Έπαιξαν συνθέσεις των Thelonious Monk και Coleman, με θέμα ένα κομμάτι του George Russell.

4. Don Cherry – Complete Communion (Blue Note, 1966)

Το πρώτο από τα τρία άλμπουμ για την Blue Note στα μέσα της δεκαετίας του 1960 (ακολουθούμενο από το απαραίτητο Symphony for Improvisors), το Complete Communion ήταν το ντεμπούτο του Cherry ως αρχηγού της μπάντας και σημαντικό λόγω της δομικής μορφής αυτοσχεδιασμού και δημιουργίας μουσικής, όπου σε κάθε μέλος της μπάντας δίνεται χώρος για σόλο (όχι συνηθισμένο εκείνη την εποχή). Περιλαμβάνει τον λαμπρό μπασίστα Henry Grimes και τον ντράμερ Ed Blackwell, με τον Gato Barbieri στο τενόρο σαξόφωνο. Ο αυτοσχεδιασμός συχνά λειτουργούσε με μια σύνθεση ως βάση του, αλλά ο Cherry άρχισε να δουλεύει αντ' αυτού με επαναλαμβανόμενα μοτίβα - το ομώνυμο κομμάτι είναι ένα τέλειο παράδειγμα.

5. Don Cherry – Eternal Rhythm (MPS, 1969)

Ευρέως χαιρετιζόμενο ως αριστούργημα, το Eternal Rhythm ηχογραφήθηκε το 1968 και κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα. Είναι το συνδετικό κομμάτι μεταξύ του ρυθμού, της έντασης και του ενθουσιασμού της ελεύθερης τζαζ που παίζει ο Cherry στα συγκροτήματα του Ornette Coleman, και της χαλαρής πρόσκλησης σε ethnic και folk μορφές ρυθμού που ακολούθησαν. Tο εναρκτήριο κομμάτι αφήνεται στα 12 λεπτά, αφού οι φρενήρεις τόνοι της rhythm section και η κιθάρα του Sonny Sharrock χτυπιούνται από την σουρντίνα της τρομπέτας του Cherry.

6. Don Cherry / Krzysztof Penderecki ‎– Actions (Philips, 1971)

Η πεμπτουσία του ζωντανού αυτοσχεδιασμού: ο συνθέτης - του οποίου το έργο κατέληξε στα soundtrack των ταινιών Η Λάμψη και Ο Εξορκιστής - μαζί όχι μόνο με τον Don Cherry, αλλά και με ένα μοναδικό all-star συγκρότημα avant-garde jazz που ονομαζόταν «Η Νέα Ορχήστρα Αιώνιου Ρυθμού», στην οποία συμμετείχαν οι Gunter Hampel (φλάουτο, μπάσο κλαρινέτο), Peter Brötzmann (τενόρο και βαρύτονο σαξόφωνο), Willem Breuker (τενόρο), Kenny Wheeler (τρομπέτα), Tomasz Stańko (τρομπέτα), Albert Mangelsdorff (τομπόνι), Terje Rypdal (κιθάρα), και άλλοι. Οι συνθέσεις διαμορφώνονται εν εξελίξει. Δύο από αυτά τα κομμάτια συντέθηκαν από τον Cherry και ένα από τον Penderecki - η διαφορά στο ύφος της σύνθεσης είναι ευδιάκριτη.

7. Don Cherry – Brown Rice/Don Cherry (EMI, 1975)

Ηχογραφημένο κατά την περίοδο της κοινοτικής Οργανικής Μουσικής Εταιρείας, το Brown Rice είναι ίσως το καλύτερο σημείο εισόδου (για έναν νεοφερμένο) στο έργο του Cherry. Περιέχει μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα κομμάτια του, με μελωδίες που μένουν πολύ μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης του άλμπουμ - από το riff στο “Malkauns” (που πήρε τον τίτλο του από ένα από τα παλαιότερα ινδικά ράγκα) μέχρι τον χαρούμενο ψίθυρο που αποτελεί τους στίχους του ομώνυμου κομματιού.

8. Old and New Dreams (Black Saint, 1977)

Στο κουαρτέτο Old and New Dreams συμμετείχαν ακόμα ο σαξοφωνίστας Dewey Redman, ο μπασίστας Charlie Haden και ο ντράμερ Ed Blackwell. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε το 1977 για την ιταλική δισκογραφική εταιρεία Black Saint. Δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο άλμπουμ τους του 1979 για την ECM.

Το άλμπουμ χαρακτηρίζεται από το σφιχτό παίξιμο του συνόλου και την προσέγγισή του που εξισορροπεί την ελεύθερη φόρμα με έναν διάχυτο εξωτισμό με επιρροές από την Ασία. Το εναρκτήριο κομμάτι είναι ένα καυτό up-tempo swing. Οι αναφορές του Blackwell περιλαμβάνουν το Max Roach και τα marching-drums της Νέας Ορλεάνης. O Haden εμπνέεται από τα κουρδίσματα στην κιθάρα και στο μπάσο της country, από τον JS Bach και τον Wilbur Ware. Ο Cherry παίζει εραλδικές γραμμές που είναι σαφώς σε μια κλίμακα παράλληλα με εκτάσεις γρήγορων ριπών που αψηφούν την αρμονική περιγραφή. Ο Redman παίζει περισσότερο σε τέμπο, είτε με μοτιβική ανάπτυξη σε στυλ Sonny Rollins είτε με καθαρή αφαίρεση. Και οι δύο σολίστες αρέσκονται να παραθέτουν τη μελωδία. Σε αυτό το ανοιχτό πλαίσιο, τα πνευστά είναι ελεύθερα να παίξουν συλλογικά και το μπάσο και τα τύμπανα μπορούν να αλλάξουν απότομα διάθεση.

09. Codona (ECM, 1979)

Ο Cherry δημιούργησε μερικά από τα καλύτερα μουσικά κομμάτια της μετέπειτα καριέρας του με τους Codona. Σχηματισμένοι το 1978, οι Codona ήταν ένα τρίο με τον Αμερικανό σιταρίστα Collin Walcott και τον Βραζιλιάνo κρουστό Naná Vasconcelos. Κυκλοφόρησαν άλμπουμ από την ECM το 1979, το 1981 και το 1983 (που αργότερα κυκλοφόρησαν ως τριλογία) με συνθέσεις του Ornette Coleman.

Σε μια κριτική για το All About Jazz, ο John Kelman περιέγραψε τη φιλοσοφία του συγκροτήματος ως εξής: «Παρά το μεγάλο αυτοσχεδιαστικό στοιχείο των Codona... δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για ένα συγκρότημα με μια ιδέα. Δεδομένου του τεράστιου αριθμού οργάνων με τα οποία έπρεπε να δουλέψει το τρίο, μόνο το θέμα της επιλογής των σωστών οργάνων για κάθε κομμάτι υποδηλώνει ότι και στις τρεις ηχογραφήσεις του συγκροτήματος έγινε σημαντική προνοητικότητα... Και ενώ οι Codona διαθέτουν μια μοναδική ικανότητα να δημιουργούν ένα εκπληκτικά πλούσιο ηχητικό τοπίο από τους πιο σπάνιους συνδυασμούς οργάνων... καταγεγραμμένα, το τρίο εκμεταλλεύτηκε την overdubbing για να δημιουργήσει πιο εκτεταμένα ηχητικά τοπία».

Αυτή η εξαιρετική ζωντανή ηχογράφηση έγινε στη Νέα Υόρκη το 1984, λίγο πριν ο Walcott πεθάνει σε τροχαίο ατύχημα.

10. Don Cherry, Ed Blackwell - El Corazón (ECM, 1982)

Το El Corazón ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1982 και κυκλοφορημένο από την ECM αργότερα την ίδια χρονιά. Τα ντουέτα με τρομπέτα και ντραμς δεν είναι ακριβώς συνηθισμένα, γεγονός που καθιστά αυτή τη συνεργασία μεταξύ του Don Cherry και του Ed Blackwell κάτι ξεχωριστό. Η χρήση του χώρου είναι σταθερά εντυπωσιακή και οι ακροατές με ανοιχτά αυτιά θα βρουν αυτή την στοχαστική ημερομηνία αρκετά ενδιαφέρουσα. Η καθαρότητα του ήχου είναι απόλυτη. Ο Blackwell είναι απέραντος, όπως πάντα, απολαμβάνοντας τον χώρο και τη μουσική που απελευθερώνονται από τις κάθετες ιεραρχίες της αρμονικής τζαζ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured