Red Snapper

Το πρώτο άλμπουμ των Red Snapper ήταν συγγενικό αλλά και κάπως παράταιρο σε σχέση με τα υπόλοιπα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που συνέβαιναν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 στη βρετανική trip-hop/underground dance σκηνή. Η κυριότερη διαφορά: ενώ η εν λόγω σκηνή περιστράφηκε γύρω από τους παραγωγούς, τα στούντιο-πρότζεκτ και την dj culture, οι Red Snapper είχαν το στήσιμο μιας «παραδοσιακής» μπάντας.   

Οι Red Snapper σχηματίστηκαν στο Λονδίνο το 1993: Ali Friend (κοντραμπάσο), Richard Thair (ντραμς) και David Ayers (κιθάρα). Εξαρχής έμοιαζαν κάπως ασυνήθιστοι στο ρόστερ της Warp: σε αντίθεση με τα στούντιο-πρότζεκτ στα οποία ήταν έως τότε κυρίως προσανατολισμένη η εταιρεία, οι Red Snapper έπαιζαν κατά κόρον οργανική jazz και έδιναν έμφαση στον αυτοσχεδιασμό στις ζωντανές του εμφανίσεις∙ επρόκειτο ωστόσο για μια μορφή μοντέρνας jazz, που είχε γεγραμμένο στο DNA της τις ηχητικές αναζητήσεις του dub, του trip hop και του drum and bass.

Ο σαξοφωνίστας Ollie Moore ήταν ο πιο σημαντικός καλεσμένος στα πρώτα EP της μπάντας, που αργότερα συγκεντρώθηκαν στη συλλογή Reeled & Skinned (Warp, 1995). Ο ίδιος παίζει σαξόφωνο και στο ντεμπούτο τους άλμπουμ τους, Prince Blimey (Warp, 1996). Το άλμπουμ τούς ανέδειξε ανάμεσα στους πιο τολμηρούς fusionists της εποχής τους, ενσωματώνοντας jazz, rhythm and blues, drum'n'bass, hip hop και dub σε σύνθετες αρμονικές δομές. Οι συνθέσεις τους ηχούν σαν εκλεπτυσμένες μίνι συναυλίες δωματίου, βουτηγμένες σε μελαγχολική ατμόσφαιρα που θυμίζει τα φανταστικά noir soundtrack του Barry Adamson.

Σε άλλα σημεία στο Prince Blimey θυμίζουν τις κοφτερές αλλά περίτεχνες dub ενορχηστρώσεις του Jah Wobble και σε άλλα απηχούν το progressive-psyche των Ozric Tentacles. Τα κομμάτια είναι δομημένα γύρω από το παλλόμενο κοντραμπάσο του Ali Friend και το έντονα funky drumming του Richard Thair - ο φλογισμένος, ατμοσφαιρικός ήχος είναι υφασμένος μέσω της διακριτικής και συνετής χρήσης samples, καθώς και πινελιές σαξοφώνου και slide κιθάρας. Στην πραγματικότητα, οι μουσικές ενορχηστρώσεις είναι εξαιρετικά λεπτές, γεγονός που εμποδίζει τη μουσική να υποκύψει ποτέ στην κουραστική επαναληπτικότητα που καταδικάζει μεγάλο μέρος της χορευτικής μουσικής των μέσων της δεκαετίας του '90. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη ποικιλία στυλ. Το εναρκτήριο τραγούδι, "Crusoe Takes a Trip", με την ανάποδη μπασογραμμή του και το ξέφρενο break-beat, παραπέμπει στο drum'n'bass που επικρατούσε εκείνη την εποχή, αλλά εξακολουθεί να ακούγεται χαρακτηριστικά Red Snapper μέσα από τα απόκοσμα πλήκτρα και τα διαπεραστικά σαξοφωνίστικα διαλείμματα. Το "Get Some Sleep Tiger" είναι ένα γρήγορο straight-jazz της δεκαετίας του '50, ενώ το "Dust" γλιστράει σαν ένα είδος μεταλλαγμένου crossover jazz/hip-hop, που προωθείται από το pizzicato μπάσο του Friend. Το "Space Sickness" στηρίζεται σε  ένα (εξαιρετικό) σόλο ντραμς με ελάχιστη ενορχήστρωση, κι όμως λειτουργεί τέλεια. Ακόμα και το μοναδικό κομμάτι με φωνητικά, το "The Paranoid", αποφεύγει να ακούγεται σαν γέμισμα ή σαν «υποψήφιο σουξέ». Στην πραγματικότητα, είναι ένα από τα highlights του άλμπουμ, μέσα από τον αντιστικτικό συνδυασμό των φωνητικών της Anna Haigh με τον έντονο, σκοτεινά funky ρυθμό που έχουν επιβάλει για άλλη μια φορά οι Friend και Thair. Ακούγεται τελικά σαν το soundtrack σε μια δυστοπική αφήγηση.

Το άλμπουμ κλείνει δυναμικά. Tο "Digging Doctor What What" ακούγεται ξέφρενα funky, σαν να θέλει να συναγωνιστεί τους Chemical Brothers - εδώ οι Ali Friend και Richard Thair φαίνεται να κοντράρονται μεταξύ τους για να βγάλουν το πιο funky, πιο ξέφρενο groove που μπορεί να γίνει. Είναι το είδος του κομματιού που θα γεμίσει οποιαδήποτε πίστα σε δευτερόλεπτα. Ο ακροατής χρειάζεται μια ξεκούραση μετά από όλα αυτά, και αυτό παρέχεται από το όμορφο, ambient "Gridlock", το οποίο λειτουργεί ως βάλσαμο για να σε ηρεμήσει μετά τις funky υπερβολές του προηγήθηκαν. Η ακρόαση ολοκληρώνεται με το με το αργόσυρτο, ελεγειακό “Lo-Beam”, ένδειξη ότι η παράσταση έχει τελειώσει, η πίστα αδειάζει και πρέπει να γυρίσουμε σπίτι.

Για το επόμενο άλμπουμ τους, το Making Bones (1998), οι Red Snapper συνεργάστηκαν με τον jungle MC Det, τον τρομπετίστα Byron Wallen και την τραγουδίστρια Alison David. Κινηθούν σε έναν πιο mainstream (και πιο ήπιο) πιο χορευτικό ήχο, και το έκαναν πολύ καλά. Οι δουλειές τους παρέμειναν αξιόλογες, έχοντας πάντα ψήγματα jazz αυτοσχεδιασμού, όμως όταν μιλάμε πραγματικά για σκοτεινή, μεταλλαγμένη, αυτοσχεδιαστική και εν τέλει συναρπαστική μοντέρνα jazz, το Prince Blimey είναι το άλμπουμ για το οποίο θα πρέπει να τους θυμόμαστε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured