Λένε πως ο Ben “Frog” Webster γνώριζε πάντοτε τα σωστά πρόσωπα.
Πέτυχε τον Horace Henderson στο κολλέγιο, τη Mary Lou Williams ως πιτσιρίκος, τον Pete Johnson απέναντι από το σπίτι που μεγάλωσε παίζοντας βιολί στο Kansas City. Λένε πως μέχρι τα είκοσί του, ούτε που είχε πιάσει το σαξόφωνο, μα περιφερόταν σε διάφορα από εδώ κι από εκεί, για να βγάλει το ψωμάκι του. Έπρεπε να βρεθεί ως πιανίστας στην οικογένεια του Lester Young, για να πάρει άλλο δρόμο η ζωή του. Ο Webster μπορεί να ανέπνεε και να φυσούσε μπαλάντες, αλλά στις ανεκδοτολογικές ιστορίες που κυκλοφορούν για την αφεντιά του, θα πετύχετε το «μπουκέτο» που έριξε στα μούτρα του μποξέρ Joe Lewis, την κυριολεκτική εκπαραθύρωση μιας πόρνης, το μαχαίρι που έστριψε ενάντια σε συμπαίκτη μουσικό κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης. Εν ολίγοις, ο Ben δεν υπήρξε μπουμπουκάκι.
Ο Webster έχοντας λοιπόν πετύχει τον Horace Henderson στο κολλέγιο, έλαχε να δει ζωντανά την ορχήστρα του αδερφού του Fletcher, ήδη από το 1926. Τα ματιά του ήταν μονίμως στραμμένα προς τον πιανίστα leader, οπότε ούτε λόγος και ενδιαφέρον προς τη μεριά του σαξοφωνίστα της μπάντας. Το όνομα Coleman ίσως και να το συγκράτησε τυχαία. Θα έπρεπε να περάσουν επτά χρόνια για να το ξανασυναντήσει, όταν στις 18 Δεκεμβρίου του 1933, τελειώνοντας από το live του στο πλάι της Mary Lou Williams, και τζαμάροντας με τους Lester Young, Herschel Evans, Dick Wilson και Herman Walder, θα πετύχαινε στο κοινό εκ νέου τον Coleman παρέα με τον μπασίστα John Kirby. Το μαγαζί ήταν το Cherry Blossom, και οι δύο συνδαιτημόνες στην μπάντα του Henderson είχαν βρεθεί εκεί για το απαιτούμενο σβήσιμο. «Ε! Βean!» είπε κάποιος από τους από πάνω παίκτες. «Δε παίρνεις το σαξόφωνο να μας κάνεις παρέα;» Ο Coleman Hawkins γύρισε στο ξενοδοχείο και επέστρεψε με το σαξόφωνο. Το τζαμάρισμα βάστηξε μέχρι το πρωί, ο Count Basie που παρακολουθούσε την όλη φάση, θυμάται τον Hawkins να αλλάζει χίλιους δυο τρόπους στα παιξίματά του, και κάπως έτσι ο Ben Webster εμπέδωσε μια και καλή την περίπτωση του Coleman Hawkins ως βασική του πια επιρροή. Εφεξής, αυτοί και ο Lester Young θα αποτελούσαν την απόλυτη τριπλέτα της εποχής.
Ουσιαστικά, από το 1939 και πέρα, το δίδυμο συνέπεσε σε διάφορα μετερίζια. Από την ορχήστρα του Lionel Hampton κι αυτή του Fletcher Henderson, μέχρι και το δικό τους σεξτέτο όταν χαμούρικα έπιασαν το “Salt Peanuts” σε ένα δίσκο 78 στροφών. Αυτά τα συναπαντήματα δεν αναιρούσαν τις παράλληλες εμπλοκές του, ο μεν Webster με Duke Ellington, o δε Hawkins ορίζοντας μέσω του “Body and Soul” τις πορείες παικτών όπως ο Coltrane και ο Rollins. Τίποτε όμως δε συγκρίνονταν σε αυτά που έκαναν ως παρέα μέχρι εκείνη τη στιγμή, με αυτό που συνέβη ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 1957.
Ο πιο διάσημος ιμπρεσάριος στην ιστορία της jazz, ο περίφημος Norman Granz, είχε φέρει τον Hawkins από το πρωί στο χολυγουντιανό στούντιο της Capitol. O Oscar Peterson, με το παρεάκι των Herb Ellis, Ray Brown και Alvin Stoller ήταν επίσης εκεί, αλλά τελικά θα αποφάσιζαν να αφήσουν τη δουλειά στη μέση, για να την ξαναπιάσουν την επόμενη εβδομάδα στήνοντας τελικά το The Genius Of Coleman Hawkins. Γύρω στο απογευματάκι, ο Ben Webster μπήκε στο στούντιο κι η παρέα έπιασε 7 θέματα. Τα πρώτα solos, πέρα από εκείνα στα “It Never Entered My Mind” και “You’d be so Nice To Come Home To”, ήταν όλα του Hawk. Το δίδυμο πάλαιψε σε 7/8, πέταξε τα ουρλιαχτά που θα έπαιρναν μερικά χρόνια αργότερα οι free-τζηδες, χοροπήδηξε σουινγκάτα αλλά και στις latin μύτες, αλληλοσυμπληρώθηκε ζεστά και διαχωρίστηκε δυναμικά. Η Verve Records είχε πια κερδίσει έναν κλασσικό jazz δίσκο, αν και επέλεξε να τον κυκλοφορήσει δύο χρόνια αργότερα.
Δυσανάλογα υποφωτισμένος ως τυπικός και μη μοντέρνος παραμένει ο δίσκος Coleman Hawkins Encounters Ben Webster μέχρι και σήμερα. Περί αυτού σας προτρέπω να σταθείτε στον David Murray. Προ καιρού, σε μια συνέντευξη του στο Downbeat, είπε πως δεν πίστευε, ακούγοντας αυτούς τους δύο τύπους στο τενόρο, πόση προσωπικότητα έφεραν με το παίξιμό τους. Επέμενε ως πιτσιρικάς πως αν έπρεπε να μελετήσει κάποιους, ήταν μόνο αυτοί. Το μεν Hawkins ως μαχητή με τσεκούρι, το δε Webster ως μαχητή με πούπουλα. Το καταλαβαίνεις σε θέματα όπως το “Spooning” από το Ming’s Samba του 1989, πως ο Murray επεδίωξε να αφομιώσει εξίσου και τους δύο τύπους που για χρόνια τα έπιναν στο νεοϋορκέζικο Copper Rail μπαρ.
Στις 17 Ιανουαρίου του 1968, στην απέναντι όχθη και συγκεκριμένα στο Reading, ήταν η τελευταία φορά που το δίδυμο έπαιξε μαζί, λίγο καιρό πριν ο Hawkins διαγνωστεί με πνευμονία. Το Μάιο του 1969 ο Hawk πέθανε και τέσσερα χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1973, το φιλαράκι του πήρε το δικό του καπελάκι και πήγε να τον συναντήσει. Εκείνος ο δίσκος τους που ηχογραφήθηκε έναν Οκτώβρη του 1957, και συγκεκριμένα τη 16η αυτού, υπήρξε και παραμένει κεφαλαιώδης.