μουσική βιομηχανία του 2025
Εικονογράφηση: Artificial Vandalism

Το 2025, η μουσική βιομηχανία βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Το μοντέλο του streaming δείχνει τα πρώτα σημάδια κόπωσης, τα εισιτήρια συναυλιών έχουν μετατραπεί σε είδος πολυτελείας και η Τεχνητή Νοημοσύνη επαναδιαπραγματεύεται την έννοια του δημιουργού. 

Φέτος, ήταν η πρώτη χρονιά που το streaming απέδειξε ότι μπορεί να γίνει ακόμη πιο βαρετό απ’ όσο ήταν ήδη. Μια βιομηχανία που υποσχόταν ελευθερία έχει καταλήξει να μοιάζει με χαλασμένο jukebox: τα ίδια playlists ξανά και ξανά, μόνο που τώρα κοστίζουν περισσότερο (γιατί είναι και lossless) και σε κάνουν να νιώθεις λιγότερο ζωντανός. Οι συναυλίες, αυτές πια δεν είναι μουσική εμπειρία, είναι κάτι σαν τη νέα Hermès τσάντα. Αν δεν βάλεις δόσεις για να δεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη, τότε μάλλον θα αρκεστείς σε βίντεο με χαμηλό bitrate στο TikTok. Γιατί η ζωντανή μουσική είναι προνόμιο, φίλε μου: «θέλεις να νιώσεις το μπάσο στο στήθος σου; Ωραία, βγάλε κάνα σηκώτι να πληρώσεις το εισιτήριο...».

Κι ύστερα έχουμε τη νέα φιλενάδα μας, την Τεχνητή Νοημοσύνη. Αυτή που ξέρει να γράφει τραγούδια, και επαναδιαπραγματεύεται την ίδια την έννοια του καλλιτέχνη. Και το κάνει με τον ήρεμο, κλινικά αποστειρωμένο ήχο ενός ψυγείου που βουίζει. Γιατί τα ρομπότ δεν παθαίνουν κρίση ταυτότητας, δεν πίνουν, δεν ερωτεύονται, δεν πονάνε, δεν τα σπάνε. Κι όμως, εμείς τα καταπίνουμε σε χιλιάδες βλαμμένες λίστες, σταματάμε και χειροκροτούμε, λες και ο σκληρός δίσκος απέκτησε ψυχή.

Έτσι λοιπόν, η «μεγάλη μετάβαση» της νέας μουσικής βιομηχανίας γίνεται απλή υπόθεση: λιγότερη ουσία, περισσότερα λεφτά, και το κοινό να μαθαίνει πως η δημιουργικότητα πλέον δεν είναι συναίσθημα αλλά business plan με αλγόριθμο. Αν αυτό είναι το μέλλον, τότε να μας λείπει. Γιατί κάποτε η μουσική έδινε ζωή. Σήμερα, απλώς πουλάει συνδρομές, εισιτήρια σε τιμή ενοικίου και playlists που σε νανουρίζουν σαν να είσαι σε αναμονή σε κάποιο ηλίθιο call center.


Το streaming φτάνει τα όριά του

Από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 και μετά, το streaming έφερε επανάσταση στην ακρόαση μουσικής. Όμως το 2024 ήταν η πρώτη χρονιά που παρατηρήθηκε σαφής επιβράδυνση στην ανάπτυξή του. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, το 2025 μπορεί να αποδειχθεί το σημείο καμπής. Οι εταιρείες ψάχνουν νέους τρόπους να διατηρήσουν την κερδοφορία, ενώ ο ακροατής αρχίζει να αναρωτιέται: μήπως η σχέση του με τη μουσική έχει γίνει παθητική και απρόσωπη; Η εποχή όπου το Spotify και οι υπόλοιπες πλατφόρμες παρουσιάζονταν σαν το αιώνιο μέλλον της μουσικής δείχνει να γλιστρά προς την παρακμή. Οι αριθμοί χρήσης μπορεί να παραμένουν τεράστιοι, όμως η κόπωση είναι εμφανής: οι ακροατές χάνονται σε απέραντες λίστες, οι καλλιτέχνες ασφυκτιούν ανάμεσα σε ψίχουλα δικαιωμάτων και σε αλγόριθμους που μετατρέπουν τη δημιουργία σε "περιεχόμενο".

Επίσης, το Spotify κάποτε φάνταζε σαν υπόσχεση δημοκρατίας, ότι όλοι θα έχουν πρόσβαση σε όλη τη μουσική, ότι η ανακάλυψη θα γίνει εύκολη, ότι η ίδια η έννοια της δισκοθήκης θα μετατραπεί σε ένα απέραντο σύννεφο ήχων. Τώρα όμως η πραγματικότητα μοιάζει πιο κοντά σε ένα απρόσωπο σούπερ μάρκετ, όπου οι νέες κυκλοφορίες χάνονται, τα playlists γίνονται προϊόντα χορηγίας και οι χρήστες συχνά αισθάνονται ότι ακούνε περισσότερο το γούστο του αλγορίθμου παρά το δικό τους. Η “παρακμή του streaming” δεν σημαίνει απαραίτητα κατάρρευση, αλλά φέτος έχουμε νιώσει μια έντονη κρίση νοήματος. Όπως κάθε μέσο που κάποτε υπόσχεται ελευθερία, έτσι και το streaming δείχνει τώρα τα όρια της εμπορευματοποίησής του. Κι ίσως το πιο ανησυχητικό δεν είναι η πτώση των εσόδων ή η δυσαρέσκεια των καλλιτεχνών, αλλά το ότι η μουσική –η πιο προσωπική, η πιο αληθινή τέχνη– κινδυνεύει να χάσει τη μαγεία της μέσα στον αδιάκοπο θόρυβο της πλατφόρμας.

Οι συναυλίες ως νέο «luxury item»

Τα τελευταία χρόνια, οι συναυλίες (ναι, εκεί όπου η μουσική γίνεται συλλογική εμπειρία) έχουν αρχίσει να μοιάζουν περισσότερο με προϊόν πολυτελείας παρά με αυτονόητο πολιτιστικό αγαθό. Οι τιμές των εισιτηρίων παγκοσμίως έχουν εκτοξευθεί: σύμφωνα με το Billboard Boxscore, το μέσο εισιτήριο για μεγάλη περιοδεία στην Αμερική έχει αυξηθεί πάνω από 30% μέσα σε μια πενταετία. Στην Ευρώπη, οι μεγάλες παραγωγές ακολουθούν αντίστοιχη πορεία, με ονόματα όπως οι Coldplay και η Taylor Swift να πουλούν εισιτήρια που ξεκινούν από 80-100 ευρώ και φτάνουν μέχρι και τα 400 με τα VIP πακέτα.

Στην Ελλάδα η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται όλο και πιο έντονα. Μεγάλες συναυλίες στο ΟΑΚΑ ή στο Καλλιμάρμαρο τιμολογούνται σε επίπεδα που πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν αδιανόητα. Ακόμα και τα φεστιβάλ, που κάποτε πρόσφεραν την αίσθηση του «λαϊκού πανηγυριού», μετατρέπονται σε εμπειρίες με σαφείς ταξικούς φραγμούς. Το streaming έκανε τη μουσική άπειρα προσβάσιμη στο σπίτι, αλλά η ζωντανή εμπειρία γίνεται όλο και πιο απρόσιτη. Αυτό δημιουργεί μια αντίφαση: ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσο εύκολη πρόσβαση σε τόσο πολλή μουσική, αλλά ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο ακριβό να σταθούμε μπροστά στον καλλιτέχνη. Οι συναυλίες γίνονται έτσι «luxury item», ένα σύμβολο συμμετοχής σε κάτι σπάνιο, που οι λίγοι μπορούν να μοιραστούν και οι πολλοί να παρακολουθήσουν μέσω βίντεο στο TikTok ή το Instagram.

Η ερώτηση που προκύπτει είναι τι χάνει η μουσική κουλτούρα όταν το live παύει να είναι χώρος για όλους και μετατρέπεται σε προνόμιο. Μήπως, αντί για κοινότητα, χτίζουμε μια αγορά εμπειριών όπου η ζωντανή μουσική είναι άλλο ένα status symbol;

Η Τεχνητή Νοημοσύνη και η εποχή του μετα-καλλιτέχνη

Ζούμε στην εποχή που το ταλέντο αντικαθίσταται με prompts και η έμπνευση με data sets. Ο «καλλιτέχνης», ναι, αυτός ο ταλαίπωρος που ξενυχτούσε πάνω από κονσόλες, ενισχυτές, συνθεσάιζερ ή τετράδια, μοιάζει πια γραφικός μπροστά στη μηχανή που παράγει εικόνες, μουσική ή κείμενα με την ίδια ευκολία που φτύνει ένας εκτυπωτής αποδείξεις. Το όνειρο της Silicon Valley: τέχνη χωρίς καλλιτέχνες, μόνο με αλγόριθμους που δουλεύουν ακούραστα και (κυρίως) δεν ζητούν ποσοστά.

Καλώς ήρθατε στην εποχή του μετα-καλλιτέχνη. Δεν έχει βιογραφία, δεν έχει πάθη, δεν έχει σκοτεινές νύχτες και φωτεινά πρωινά. Έχει servers και GPU. Η δημιουργικότητα γίνεται εργολαβία, ο πίνακας γίνεται template, το τραγούδι γίνεται φασόν. Όχι γιατί η μηχανή έχει «ψυχή» (όσο κι αν κάποιοι το ονειρεύονται), αλλά γιατί βολεύει να βγάζει προϊόν χωρίς διαπραγμάτευση. Το πιο τραγικό; Πολλοί από εμάς καταναλώνουμε αυτή την ψευδο-τέχνη με την ίδια απάθεια που καταπίνουμε junk food. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η «ευκολία» και η «παραγωγικότητα» παρά η σύγκρουση, το ρίσκο, το λάθος, όλα εκείνα δηλαδή που κάνουν την τέχνη αληθινή. Κι έτσι, σιγά-σιγά, συνηθίζουμε στη γεύση του υποκατάστατου.

Αν η τέχνη ήταν πάντα μια συνομιλία ανάμεσα στον δημιουργό και τον κόσμο, τώρα η συνομιλία κόβεται απότομα. Δεν μιλάει κανείς. Η μηχανή απαντάει στον εαυτό της, αναμασά το παρελθόν, το συσκευάζει σαν μέλλον και το πουλάει σε εμάς σαν «καινοτομία». Το μόνο πραγματικά καινούργιο είναι το πόσο εύκολα παραδίδουμε την έννοια του καλλιτέχνη στο βωμό της ταχύτητας. Η εποχή του μετα-καλλιτέχνη είναι πολιτισμική παρακμή. Γιατί χωρίς τον άνθρωπο (με τις αδυναμίες, τα πάθη, την τρέλα και το αίμα του) αυτό που μένει δεν είναι τέχνη, αλλά μια φαντασμαγορία pixels, ένα showroom φτιαγμένο από άψυχα δεδομένα. Κι εμείς, αντί να χειροκροτούμε τον δημιουργό, χειροκροτούμε το λογισμικό.

Αλλά η εποχή του μετα-καλλιτέχνη οφείλει πολλά και στη δική μας συνενοχή. Αν σήμερα αφήνουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη να φτιάχνει τραγούδια, πίνακες και ποιήματα χωρίς να ρωτάμε «ποιος» και «γιατί», είναι επειδή μας βολεύει η ταχύτητα, μας ελκύει η ευκολία, μας αποχαυνώνει η ατελείωτη ροή περιεχομένου. Δεν φταίνε μόνο οι εταιρείες που αντικαθιστούν τον καλλιτέχνη με έναν server· φταίμε κι εμείς που καταναλώνουμε χωρίς να διεκδικούμε (αρκεί να αφήσεις το Spotify να παίζει στο άπειρο και θα σου πετάξει στη ροή ουκ ολίγα από τα 75 εκατομμύρια AI κατασκευάσματα που πουλάει). Oπότε, ο καλλιτέχνης δεν χάνεται από έλλειψη ταλέντου· χάνεται επειδή το κοινό παύει να τον χρειάζεται. Κι αυτό είναι το πραγματικό δράμα: ότι μαζί με τον καλλιτέχνη πεθαίνει και ο ακροατής που ήξερε (κάπως) να συγκινείται. Γι' αυτό αν δεν απαιτήσουμε ξανά τέχνη με αίμα, σάρκα και οστά και ανάσα, τότε θα μείνουμε να χειροκροτούμε ολογράμματα, ψεύτικες μελωδίες και pixels που παριστάνουν τη ζωή.

Οι καλλιτέχνες στη γωνία: οικονομικά και ορατά

Στην εποχή του "content", ο μέσος ή ο πιο μικρός καλλιτέχνης έχει καταντήσει σαν το τασάκι στο τραπέζι: όλοι τον χρησιμοποιούν, κανείς δεν τον κοιτάζει. Οικονομικά βρίσκεται στριμωγμένος, με τα δικαιώματα από το streaming να ισοδυναμούν με ψίχουλα και τα live να έχουν μετατραπεί σε «πολυτελή εμπειρία» με εισιτήρια που ξεκινούν από μισό μεροκάματο. Ορατά βρίσκεται στη σκιά, γιατί το βλέμμα του κοινού το τραβάει το επόμενο viral βίντεο, το meme ή το AI track που βγήκε σε 5 δευτερόλεπτα. Η κοινωνία τού ζητά να είναι ταυτόχρονα influencer, επιχειρηματίας, παραγωγός και μάνατζερ, ενώ του δίνει σε αντάλλαγμα την υπόσχεση μιας αόριστης «έκθεσης». Οι εταιρείες τον θεωρούν κόστος. Οι πλατφόρμες τον βλέπουν σαν data. Οι θεσμοί τον θυμούνται μόνο όταν κόβουν κορδέλες σε εγκαίνια. Και το κοινό; Το κοινό τον χειροκροτεί από το κινητό, αλλά σπάνια πληρώνει το εισιτήριο ή το βινύλιο. Κι εκείνος τρέχει, βγάζει 2-3 άλμπουμ το χρόνο για να προλάβει τον αλγόριθμο, πουλάει και μερικά ελαφρολαϊκά δεξιά κι αριστερά, έτσι για να βγει καλύτερο μεροκάματο, γεμίζει το discogs με κυκλοφορίες του, κι εκείνος δεν θυμάται πια τι είδος μουσικής παίζει. Οι περισσότεροι μικροί καλλιτέχνες είναι σήμερα όλοι τους τιμωρία στη γωνία, εκτός από κάποιους μικρούς, αλλά βολεμένους. Το χειρότερο είναι ότι όλοι παριστάνουμε πως δεν τους βλέπουμε. Όταν τελικά εξαφανιστούν, δεν θα φταίει μόνο η αγορά. Θα φταίμε κι εμείς που αφήσαμε την πιο ζωντανή φωνή της κοινωνίας να σβήσει σαν φτηνή ειδοποίηση στο timeline μας.

Fandom: Αναζητώντας νέα μοντέλα, από τα super-fans μέχρι το "coop" μουσικό δίκτυο

Όλα τα παλιά συμβόλαια έχουν σπάσει. Εκεί που κάποτε οι δισκογραφικές υπόσχονταν καριέρες και τα media έφτιαχναν μύθους, σήμερα ο καλλιτέχνης παλεύει να επιβιώσει μέσα σε έναν ωκεανό streaming, όπου η αξία μετριέται σε πενηνταράκια των ευρώ. Κάπως, μέσα σε αυτό το θολό τοπίο, το fandom μετατρέπεται από «περιθώριο» σε κεντρικό πεδίο επιβίωσης. Τα παραδείγματα πληθαίνουν: αποκλειστικό περιεχόμενο για super-fans που πληρώνουν για άμεση πρόσβαση, συνδρομητικές πλατφόρμες που θυμίζουν Patreon, crowdfunding για την παραγωγή άλμπουμ ή περιοδειών, ακόμα και συνεταιριστικά labels και δίκτυα καλλιτεχνών όπου η κοινότητα αποφασίζει και μοιράζεται. Το fandom παύει να είναι απλώς μια νέα λατρεία, γίνεται μηχανισμός στήριξης, ένα είδος μικρο-οικονομίας που επιτρέπει την ύπαρξη της ανεξάρτητης δημιουργίας. Προβληματικό, στο μεγαλύτερο μέρος του μέχρι στιγμής, ωστόσο φανερά η πιο υποσχόμενη τάση της νέας μουσικής τάξης πραγμάτων. 

Γιατί; Γιατί κάπου εδώ υπάρχει μια ειρωνεία: Η ίδια τεχνολογία που γέννησε τα προβλήματα, το αλγοριθμικό streaming, την υπερπληθώρα περιεχομένου, την μείωση της αξίας της μουσικής, ίσως κρατάει και το κλειδί της λύσης. Γιατί μόνο μέσα από εργαλεία που δημιουργούν κοινότητες και μοιράζουν πόρους, μπορεί να υπάρξει ξανά μια σχέση καλλιτέχνη-κοινού που δεν μετριέται απλώς σε views αλλά σε πραγματική υποστήριξη.

Το ερώτημα, βέβαια, είναι αν οι ακροατές είναι έτοιμοι να γίνουν κάτι παραπάνω από «καταναλωτές». Να γίνουν συμμέτοχοι. Να καταλάβουν ότι το μέλλον της μουσικής –ίσως και της τέχνης γενικότερα– δεν θα κριθεί από τα charts, αλλά από το πόσοι θα θελήσουν να σταθούν δίπλα στον καλλιτέχνη όχι σαν πελάτες, αλλά σαν συνέταιροι.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured