Devo

Ανάμεσα στην παρατεταμένη 50ή τους επέτειο και στο νέο ντοκιμαντέρ του Chris Smith που δανείζεται το όνομά τους και το κάνει τίτλο για το Netflix, οι Devo έρχονται στις τηλεοπτικές οθόνες μας σαν εξωγήινοι από ένα μέλλον που μας είχαν ήδη προειδοποιήσει ότι θα μοιάζει με παρελθόν. Φυσικά, όλα αυτά χάρη στη θεωρία της de-evolution, της "οπισθοδρόμησης" όπως μας την παρουσιάζουν οι μεταφραστές του Netflix: ο άνθρωπος, σύμφωνα με αυτή, δεν εξελίσσεται, από-εξελίσσεται. Από τον πίθηκο στο business casual. Από το rock 'n' roll στη διαφήμιση με πατατάκια. Και από το αμερικάνικό όνειρο στην PowerPoint παρουσίαση της νέας ψηφιακής οικονομίας.

Και σήμερα που είδαμε αυτό το τόσο πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ, τι νιώθουμε; Νοσταλγία; Αμηχανία; Δεν ξέρω... Ξέρω μόνο ότι εκείνο το συγκρότημα που μου πήρε τα μυαλά στην εφηβεία μου ήταν μια παρέα πέντε αυτιστικών παιδιών, η οποία δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χαϊδέψει αυτιά. Γιατί; Ας σκεφτούμε το πιο προφανές. Δεν έχουν γράψει ούτε μια ερωτική μπαλάντα, δεν έχουν προσφέρει καμία μελωδία συγκίνησης για να γύρεις με τρυφερότητα πάνω της. Μόνο σεξ, αυτιστική στοικότητα, φτηνή pop art και η διπλή όψη του νομίσματος: συμμόρφωση και απελευθέρωση μαζί. Όλα αυτά τυλιγμένα με ρυθμούς που σε πνίγουν και κιθάρες κοφτερές σαν πριόνια εργοστασίου.

Κι όμως, βλέποντάς τα όλα μαζί, από τις πρώτες μέρες τους στο Kent State και την DIY αισθητική των Mothersbaugh και Casale, μέχρι το μεγάλο συμβόλαιο με τη Warner που έπνιξε την αντικαπιταλιστική αλήθεια τους σε λευκό θόρυβο, κάτι σε τραβάει. Όχι, φυσικά δεν είναι κάποιο δάκρυ συγκίνησης, αλλά είναι ένα άλλο δάκρυ: αυτό που κατεβαίνει από το γέλιο για την ειρωνεία της ιστορίας.

Γιατί οι Devo είχαν, τελικά, δίκιο: δεν γίναμε ποτέ καλύτεροι. Απλώς μάθαμε να χορεύουμε πιο γελοία ενώ κρατάμε το iPhone στο χέρι. Και αυτή η αίσθηση, όσο οπισθοδρομική κι αν ακούγεται, είναι το πιο αληθινό love ballad που δεν έγραψαν ποτέ. Όταν οι Devo έσκασαν σαν σφαλιάρα στη μουσική σκηνή πριν από μισό αιώνα, δεν ήταν απλώς ένα νέο punk ή new wave ή whatever συγκρότημα, ήταν θέμα συζήτησης. Για τους άσχετους ήταν «εκείνοι οι τύποι με τις κόκκινες γλάστρες στα κεφάλια που χόρευαν σαν  κουρδιστά παιχνίδια και είχαν μόνο ένα τραγούδι της προκοπής, το "Whip It"». Για όσους ήξεραν ή για εκείνους που ήθελαν να το παίξουν γνώστες, ήταν φυσικά κάτι παραπάνω: μια ιδέα που δεν χωρούσε σε καμία φόρμα, μια πρωτοφανής παρωδία της ίδιας της pop κουλτούρας, σαφώς πιο ήπια από εκείνη των Residents.

Αυτό ήταν και κατάρα και ευλογία. Γιατί όπως ξεδιπλώνει το ντοκιμαντέρ του Chris Smith, οι Devo ήταν τόσο μπροστά (ή μάλλον τόσο πίσω, αν μετράμε με όρους de-evolution), που ο μέσος ακροατής δεν μπορούσε να τους χωνέψει. Ήταν ένα μανιφέστο σε synth και μηχανικό ρυθμό. Ήταν ένα αρτίστικο συγκρότημα, ίσως το πιο διάσημο από την νέα σκηνή, με τον Andy Warhol να τους δίνει άτυπο χρίσμα, μετατρέποντας τους σε ένα εργοστάσιο εικόνας, μόδας, θορύβου και ειρωνείας.

Οι Devo έπαιρναν ηλεκτρονική μουσική, new wave, punk, performance art, ταινίες Super 8, multimedia, και πολιτική και τα έκαναν έναν δικό τους πολτό. Περισσότερο σημειωτικοί τρομοκράτες παρά συγκρότημα, με ρητορική επανάστασης, σφυροκόπημα ρυθμού και hooks που κολλούσαν στο μυαλό σαν διαφημιστικό σλόγκαν. Μισούσαν το "corporate rock" της δεκαετίας του ’70 «εκείνο το καρικατουρίστικο τέρας που γέμιζε στάδια με χιλιάδες τσιμέντο-οπαδούς, αλλά δεν είχε τίποτα να πει». Με άλλα λόγια, οι Devo είχαν δει το μέλλον. Και το μέλλον ήταν γεμάτο κόκκινες γλάστρες στο κεφάλι, άδειες λέξεις, και μουσική που σε αναγκάζει να χορεύεις, ενώ γελάς με την ίδια σου την παρακμή.

Ο Gerald "Gerry" Casale, ένας από τους δύο ιδρυτές των Devo, το είχε πει ξεκάθαρα: η μπάντα γεννήθηκε για να ξεσκίσει τη μίζερη, καταπιεστική μεταπολεμική πραγματικότητα και να ταρακουνήσει το κοινό να σκεφτεί κριτικά. Μαζί με τον Mark Mothersbaugh (που αργότερα θα γίνει ένας από τους πιο αναγνωρισμένους συνθέτες soundtracks στο Χόλιγουντ) γνωρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στο Kent State, βλέποντας ο ένας από μακριά τα Dada φλάιερ και αυτοκόλλητα του άλλου. Και οι δύο αριστεροί, αντιπολεμικοί, σαν χιλιάδες άλλους φοιτητές της εποχής, έπαιρναν υλικό από παντού: βιβλία, διαφημίσεις, δημοσιογραφία, μουσική, ταινίες. Και πάνω σε αυτό έστησαν το δόγμα της de-evolution.

Η "Βίβλος" τους; Ένα ψευδοεπιστημονικό βιβλίο, το The Beginning Was the End, που ισχυριζόταν ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε από πιθήκους που έτρωγαν εγκέφαλο πιθήκου, χάνοντας έτσι τις ψυχικές τους ικανότητες και βυθίζοντας το είδος στην τρέλα. Σε αυτό πρόσθεσαν τον κόσμο του The Island of Dr. Moreau, τις ζόμπι ταινίες, την ευρωπαϊκή τέχνη του Μεσοπολέμου, και βιομηχανικά οράματα του Metropolis, όπου οι ρυθμοί της γραμμής παραγωγής ξεχειλίζουν από τα εργοστάσια και μετατρέπουν τους ανθρώπους σε μηχανές. Όμως η πραγματική ριζοσπαστικοποίησή τους ήρθε με το έγκλημα του Νίξον: τον βομβαρδισμό της Καμπότζης χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου. Αυτό πυροδότησε την οργή των φοιτητών σε όλη τη χώρα και στο Kent State ειδικά: μικροεπεισόδια στους δρόμους, κάψιμο του κτιρίου του Reserve Officers' Training Corps, δηλαδή το Σώμα Εκπαίδευσης Εφέδρων Αξιωματικών, επιβολή στρατιωτικού νόμου. Και έπειτα, η σφαγή της 4ης Μαΐου: η Εθνοφρουρά πυροβόλησε και σκότωσε τέσσερις φοιτητές, τραυματίζοντας άλλους εννέα. Δύο από τους νεκρούς ήταν προσωπικοί φίλοι του Casale.

Έτσι γεννήθηκε η ιδέα ότι η ανθρωπότητα δεν προοδεύει, αλλά υποχωρεί. Ότι πίσω από το χαμόγελο της "Αμερικανικής Δημοκρατίας" κρύβεται μια κοινωνία που, μεθοδικά, τρώει τους ίδιους της τους εγκεφάλους. Τότε λοιπόν, το Kent State έγινε για τους Devo ότι η Χιροσίμα για τον 20ό αιώνα: το απόλυτο σημείο καμπής. Εκεί, στον αντίλαλο από τις σφαίρες της Εθνοφρουράς, γεννήθηκε η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται∙ απο-εξελίσσεται. Η πρόοδος που η Αμερική διαφήμιζε με ψεύτικα χαμόγελα και τηλεοπτικά σποτ, έμοιαζε στα μάτια του Casale και του Mothersbaugh σαν καρικατούρα, σαν μια άτεχνη φάρσα που είχε ήδη αποκαλυφθεί. Η θεωρία της de-evolution δεν ήταν φιλοσοφικό καπρίτσιο, αλλά απάντηση στην ίδια την Ιστορία. Αν οι πολιτικοί μιλούσαν για το "Αμερικανικό Όνειρο" οι Devo απαντούσαν πως το όνειρο είχε σαπίσει, είχε μετατραπεί σε εφιάλτη με πριονωτά χαμόγελα, καλαίσθητα καταναλωτικά προϊόντα και αίμα νέων ανθρώπων στο χώμα. Ο Casale, έχοντας χάσει δύο φίλους εκείνη τη μέρα, δεν έβλεπε πια καμία "συμμετοχή στην κοινωνία", έβλεπε μια μηχανική βία που σε λίγο θα έβγαινε αυτούσια στη μουσική του.

Κι έτσι οι Devo πήραν το ρόλο του καθρέφτη: να δείχνουν στον κόσμο το ίδιο του το παραμορφωμένο πρόσωπο. Μάσκες, πλαστικά κράνη, κόκκινα καπέλα-γλάστρες, φωνές που έμοιαζαν με κραυγές από κάποιο βιομηχανικό θάλαμο. Μια γλώσσα που έλεγε πως η "πρόοδος" δεν είναι τίποτε άλλο από μια ατέλειωτη βόλτα στον ιμάντα παραγωγής: άνθρωποι-μηχανές που χορεύουν, υπνωτισμένοι, στην ίδια γραμμή με τα προϊόντα που καταναλώνουν. Ήταν σαν να έλεγαν: «Καλωσήρθατε στην εποχή της απο-εξέλιξης. Εσείς τη ζητήσατε. Εμείς απλώς τη βάζουμε σε ρυθμό».

«Εμείς φανταστήκαμε έναν κόσμο που ήταν το ακριβώς αντίθετο από το μελλοντολογικό όραμα των 50s και των 60s», λέει ο Casale. «Υποτίθεται πως ο άνθρωπος θα συνέχιζε να εξελίσσεται, να γίνεται εξυπνότερος, αλλά εμείς δεν είδαμε τίποτα από αυτά. Αυτό που είδαμε ήταν άνθρωποι ανίκανοι να σκεφτούν κριτικά ή έστω αφηρημένα, ειδικά στην Αμερική». Η μαζική κουλτούρα ήταν ένας ανάποδος Μίδας: ό,τι άγγιζε, το διέφθειρε.

Ο Mothersbaugh θυμάται την πιο τρανή απόδειξη: μια διαφήμιση των Burger King το 1974, όπου το νέο σλόγκαν «Have it Your Way» ντύθηκε πάνω στη μελωδία του "Canon in D" του Pachelbel. «Πήραν ένα από τα ομορφότερα μουσικά έργα που γράφτηκαν ποτέ και το μετέτρεψαν σε διαφήμιση για χάμπουργκερ», λέει. Η ειρωνεία; Μέσα στη φρίκη, ήρθε και η αποκάλυψη: αν οι πολυεθνικές μπορούσαν να κάνουν το υψηλό τέχνημα σκουπίδι, τότε οι Devo μπορούσαν να κάνουν το ανάποδο. Να κρύψουν προκλητικές, ανατρεπτικές ιδέες μέσα σε τραγούδια τόσο πιασάρικα, που να σφηνώνονται στο μυαλό για πάντα. Σαν ιός μέσα κρυμμένος σε μια ποπ μελωδία. Κι έτσι, το "Whip It" δεν ήταν απλώς ένα χαζοχαρούμενο χιτ, αλλά ένας "Δούρειος Ίππος", ένα μανιφέστο με ρεφρέν, που έλεγε στον κόσμο: σας δουλεύουμε κατάμουτρα, κι εσείς χορεύετε χωρίς να το ξέρετε.

Ο Chris Smith, ένας σπουδαίος αλλά σταθερά υποτιμημένος σκηνοθέτης με τριάντα χρόνια εμπειρίας, είναι ίσως ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ για εκκεντρικές μορφές που προσπαθούν να αντισταθούν, να υπονομεύσουν ή έστω να ξεγελάσουν καταπιεστικά συστήματα, από το American Job και το American Movie μέχρι το Jim and Andy και το Fire. Στην περίπτωση των Devo, του παραχωρήθηκε πρόσβαση σε ένα τεράστιο προσωπικό αρχείο της μπάντας, η οποία στον πυρήνα της περιλάμβανε, εκτός από τον Alan Meyers, τον αδελφό του Mark, Bob Mothersbaugh, και τον αδελφό του Casale, Bob Casale. Οι δύο τελευταίοι είχαν βρει και το τέλειο inside joke: συστήνονταν στις συνεντεύξεις ως Bob 1 και Bob 2. Σε μια πρώτη ανάγνωση το ντοκιμαντέρ δεν δείχνει το μεγαλείο του, αλλά αν κάποιος έχει την υπομονή να αναλύσει τον όγκο της πληροφορίας θα διαπιστώσει ότι εκεί, πίσω από το φαινομενικά χαοτικό μοντάζ, κρύβεται όλη η ουσία των Devo: μια μπάντα που δεν αρκέστηκε να παίξει μουσική, αλλά έστησε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό και αισθητικό σχόλιο πάνω στην αμερικανική κοινωνία. Το ντοκιμαντέρ λειτουργεί σαν τις ίδιες τους τις συναυλίες: θορυβώδες, ειρωνικό, υπερπληροφορημένο, σχεδόν ενοχλητικό στην πρώτη επαφή, αλλά όταν καθίσεις να ξετυλίξεις τις στρώσεις, αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για ένα μωσαϊκό όπου η τέχνη, η πολιτική και η ποπ κουλτούρα γίνονται ένα.

Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση, όταν είδα δεύτερη φορά το ντοκιμαντέρ, είναι ότι μόνο άνθρωποι που είχαν δεσμευθεί από νωρίς στη ταυτότητα του «καλλιτέχνη» θα είχαν φροντίσει να καταγράψουν με τόση αρχειακή πληρότητα τα πρώτα τους χρόνια. Υπάρχει ακόμη και ασπρόμαυρο βίντεο από τους φοιτητές του Kent State που αποχωρούν ενοχλημένοι από ένα ηχητικό πείραμα των Casale και Mothersbaugh. Όπως και πλάνα από μια πρώιμη εμφάνιση των Devo στο The Crypt, ένα κλαμπ στο Akron που τους διαφήμιζε ως punk μπάντα. Οι θαμώνες, που διαφωνούσαν, τους έβριζαν. Κι όμως, δεν είχαν εντελώς άδικο: ο ίδιος ο Mothersbaugh παραδέχεται ότι, αφού είδαν τους Ramones, συνειδητοποίησαν «Μισό λεπτό… τα κομμάτια μας είναι καλύτερα όταν τα παίζουμε "γρήγορα"».

Είναι παράξενο πώς καμιά φορά η ίδια η νοσταλγία μπορεί να λειτουργήσει σαν προφητεία. Το ντοκιμαντέρ για τους Devo, μπορεί αρχικά να μοιάζει "μέτριο", σαν μια εταιρική διαφήμιση μεταμφιεσμένη σε φόρο τιμής, αλλά θεωρώ ότι αφήνει πίσω του ένα ίχνος πιο σκοτεινό και πιο μαγικό: σαν να μας ψιθυρίζει πως η τέχνη, ακόμα κι όταν χρηματοδοτείται από τους ίδιους τους μηχανισμούς που υποτίθεται πως πολεμά, μπορεί να γλιστρήσει μέσα από τις ρωγμές και να γίνει κάτι άλλο. Οι εικόνες και οι ήχοι τους, κομμάτια όπως το "Satisfaction" και το "Beautiful World", αλίμονο, μόνο ύμνοι μιας παλιάς εποχής δεν είναι. Είναι χρησμοί που κουβαλούν μια αλήθεια την οποία δεν θέλαμε ποτέ να πιστέψουμε. Είναι σαν να μας κοιτάζουν πίσω από τον καθρέφτη, με τα πλαστικά καπέλα τους και το γέλιο τους που ήταν μισό ειρωνεία και μισό κραυγή απόγνωσης, και να μας λένε: «σας τα λέγαμε, μάγκες». Όπως και να έχει, μέσα σε κάθε "κρύο" κενό του DEVO, υπάρχει μια αλήθεια. Η αίσθηση ότι ακόμα και η πιο εμπορική χειρονομία μπορεί να κουβαλήσει μέσα της έναν σπόρο αντίστασης. Κι αυτός ο σπόρος, αν κάποτε βρει έδαφος, μπορεί να φυτρώσει στα πιο απρόσμενα λιβάδια. Γιατί, εδώ που τα λέμε ας μην γελιόμαστε: οι Devo δεν ήταν ποτέ μια μπάντα για το παρελθόν και την όποια "οπισθροδρόμηση". Ήταν, και παραμένουν, μια παράξενη υπενθύμιση ότι το μέλλον μπορεί να είναι τόσο εφιαλτικό όσο και μαγικό και ότι η γραμμή ανάμεσα στα δύο είναι ένα τραγούδι σαν το "Mongoloid" που δεν λέει να φύγει από το κεφάλι σου.

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured