Bob Dylan

Τον Bob Dylan δεν μπορείς να τον ψάχνεις σε playlists. Γιατί απλούστατα ο Dylan δεν μπαίνει σε κατηγορίες, μόνο σε μυθολογίες. Από τις αρχές των ‘60s μέχρι σήμερα, ήταν πάντα ο τύπος που έλεγε όσα δεν είχε πει κανένας μέχρι εκείνη τη στιγμή, με μια φωνή που έτριζε σαν παλιό ξύλινο πάτωμα. Και παρ’ όλη την ερημική πορεία του, χωρίς σκηνική πόζα και βασικά χωρίς hashtags, ήταν, κατά βάθος, πιο punk απ’ όσο θέλησαν ποτέ να γίνουν οι πάνκηδες με τις παραμάνες τους και τα μαλλιά καρφιά τους να κοιτάνε στον ουρανό.

Όποτε τον είχαν ρωτήσει για το punk, δεν χαμογελούσε, προσπαθούσε να διαλέξει τις σωστές λέξεις. Γιατί το punk, όπως έχει πει, δεν είναι θυμός. Είναι απόγνωση. Και το συγκρότημα που ξεχώρισε μέσα στο χάος της εποχής; Οι Clash.

«Το punk rock είναι η μουσική της απογοήτευσης και του θυμού, αλλά οι Clash είναι αλλιώτικοι. Η δική τους είναι η μουσική της απόγνωσης».

Η διαφορά είναι υπαρξιακή. Οι περισσότεροι πάνκηδες φώναζαν για να ακουστούν. Οι Clash φώναζαν γιατί πνίγονταν. Δεν είχαν χρόνο. Δεν είχαν τίποτα. Και σ’ αυτό το τίποτα βρήκαν μια αλήθεια πιο ωμή κι απ’ την ίδια την εξέγερση: ότι μερικές φορές, πρέπει να τα πεις όλα μέσα σε δύο λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα, γιατί δεν θα υπάρξει δεύτερη λήψη.

Ο Dylan βλέπει τους Clash σαν μια ρωγμή στο βρετανικό καθωσπρεπισμό, ένα ροκ ντοκιμαντέρ για μια κοινωνία που καίγεται πίσω από τις προσευχές της. Εκεί που ο Roger Miller τραγουδούσε με ντεμοντέ ειρωνεία για τα «bobbies on bicycles two by two», οι Clash πετούσαν τη σκισμένη σημαία της Beatlemania στα σκουπίδια: «Phony Beatlemania has bitten the dust...».

Δεν είναι πως οι Beatles δεν ήξεραν να γράφουν τραγούδια. Είναι πως τα τραγούδια τους έγιναν soundtracks σε σχολικές γιορτές. Έγιναν theme songs για τις "Little Missy" αυτού του κόσμου, όπως λέει ο Dylan, μια κενή pop φαντασίωση όπου όλα είναι γλυκά, κομψά και προκάτ. Εκεί που το "I Wanna Hold Your Hand" ήταν "κάποτε μια φορά...", οι Clash έγραψαν για έναν κόσμο όπου ο πρίγκιπας έχει ήδη αυτοκτονήσει και το κάστρο έχει καταρρεύσει.

Φυσικά, ο Dylan δεν εξιδανικεύει. Δεν αποθεώνει. Δεν φοράει κονκάρδες. Αλλά στέκεται εκεί, στο πλάι των αληθινών περιθωρίων. Και όταν μιλά για την απόγνωση των Clash, δεν το κάνει σαν μουσικός· το κάνει σαν προφήτης που πέρασε από τα ίδια ναρκοπέδια και βγήκε από μέσα τους χωρίς να κοιτάξει κάποιον χάρτη. Γιατί, τελικά, το punk δεν ήταν ποτέ μουσικό είδος. Ήταν μια πρόταση προς την κοινωνία: ότι αν δεν μπορείς να ζήσεις με αξιοπρέπεια, τουλάχιστον να πεθάνεις με θόρυβο.

«Στο πραγματικό Λονδίνο έχει κηρυχθεί πόλεμος. Το Λονδίνο βρίσκεται στον κάτω κόσμο. Ένας κόσμος γεμάτος ναρκωτικά και παραθαλάσσια ακίνητα και οι Clash χλευάζουν τον "ηλίθιο στον λόφο". Το γκλομπ που αιωρείται θα πέσει πάνω στο κεφάλι σου την ώρα που τραγουδάς "Hey Jude". Οι μηχανές έχουν χαλάσει, και οι Clash ζουν δίπλα στον ποταμό», γράφει ο Bob Dylan στο βιβλίο του The Philosophy of Modern Song, που κυκλοφόρησε το 2022.

Ο θρυλικός Αμερικανός μουσικός είχε ερμηνεύσει μάλιστα, σχεδόν ειρωνικά, ένα απόσπασμα από το "London Calling" των Clash σε συναυλία στο Λονδίνο το 2005. Το κομμάτι είναι και ο τίτλος του τρίτου στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε το 1979. Ήδη από το 1984, ο Dylan τους είχε εκθειάσει, τονίζοντας μάλιστα πως χρειάστηκαν δύο κιθαρίστες για να αντικαταστήσουν τον Mick Jones.

«Δεν το άκουγα συνέχεια, αλλά μου φάνηκε σαν φυσικό βήμα (το punk), και ακόμα μου φαίνεται. Πιστεύω, βέβαια, ότι έχει πληγωθεί με πολλούς τρόπους από τη μόδα», συνέχισε, προσθέτοντας ότι είχε την τύχη να τους δει ζωντανά: «Ναι. Τους γνώρισα πίσω στο ’77, ’78. Στην Αγγλία. Νομίζω ότι είναι σπουδαίοι. Μάλιστα, πιστεύω ότι είναι ακόμα καλύτεροι (μετά την αποχώρηση του Mick Jones) απ’ ό,τι ήταν τότε. Ναι. Είναι ενδιαφέρον. Χρειάστηκαν δύο κιθαρίστες για να τον αντικαταστήσουν», είχε πει στο Rolling Stone.

Ως "τραγουδιστής της διαμαρτυρίας" και ο ίδιος, ο Dylan ανέκαθεν εκτιμούσε συγκροτήματα και καλλιτέχνες που χρησιμοποιούσαν τη μουσική τους για να μιλήσουν ενάντια στις αδικίες του κόσμου.

Παραδόξως, ή ίσως και απολύτως φυσιολογικά αν σκεφτείς πόσο ανοιχτός είναι σε κάθε μουσικό ρεύμα που βγάζει αλήθεια, ο Bob Dylan είχε την ευκαιρία να ηχογραφήσει με μέλη τόσο των Clash όσο και των Sex Pistols. Συγκεκριμένα, κάλεσε τον κιθαρίστα Steve Jones και τον μπασίστα Paul Simonon για να συμμετάσχουν στο άλμπουμ του Down in the Groove του 1988. Και οι δύο έπαιξαν στο κομμάτι "Sally Sue Brown", μια σύντομη έκρηξη με σπιντάτο τέμπο και punk διάθεση.

Ο Steve Jones, μιλώντας στον Guardian, θυμήθηκε την εμπειρία ως… «περίεργη». Τον είχε γνωρίσει σ’ ένα πάρτι, καβάλα στη Harley χωρίς κράνος, με τα μαλλιά λυτά κι ο Dylan τον πλησίασε σαν να έβλεπε κάποιον που ήξερε από παλιά. «Κάποιος μάλλον του είπε πως ήμουν στους Sex Pistols. Κάναμε παρέα για λίγο, και μετά από δυο βδομάδες με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: "Μπορείς να μαζέψεις μια μπάντα; Θα γράψουμε στο Sunset Sound"». Και κάπως έτσι έγινε. Ο Paul Simonon βρέθηκε στην πόλη εκείνες τις μέρες. Μαζί τους ήρθαν και ο ντράμερ από τη μπάντα της Pat Benatar, αλλά και ο πληκτράς που έπαιζε με τον Rod Stewart. Το τραγούδι που ηχογράφησαν ήταν διασκευή, αλλά, όπως είπε ο Jones, «κολλήσαμε μεταξύ μας. Υπήρχε χημεία».

Ο Dylan, βέβαια, δεν κολλάει σε σταμπαρισμένα είδη. Δεν τον ενδιαφέρει αν παίζεις punk, hip-hop ή πειραματική country. Εκείνο που τον νοιάζει είναι το τι έχεις να πεις. Οι στίχοι. Το περιεχόμενο. Η στάση. Για του λόγου το αληθές: δεν έχει διστάσει να δηλώσει πως του αρέσει το hip-hop, και μάλιστα έφτασε στο σημείο να αλλάξει την άποψη του George Harrison γι’ αυτό. Το συμβάν έλαβε χώρα την εποχή των Traveling Wilburys, όταν ο Dylan έδειχνε στον Harrison ότι οι "νέοι αυτοί ρυθμοί" ίσως να μην ήταν τόσο μακριά απ’ την ψυχή της παλιάς διαμαρτυρίας.

Πίσω στο 1984, ο Bob Dylan εμφανίστηκε στην εκπομπή του David Letterman. Όμως το πραγματικά ρηξικέλευθο δεν ήταν το setlist του, ήταν η μπάντα που τον συνόδευε. Δεν ήταν κάποια από τις συνηθισμένες του. Ήταν οι Plugz, ένα latino punk συγκρότημα από το Λος Άντζελες. Μαζί τους, ο Dylan έπαιξε πιο "πάνκικες" εκδοχές των κομματιών του "Jokerman", "License to Kill" και "Don’t Start Me Talkin’". Ήταν σαν να ξέφευγε επίτηδες από το γνώριμο καλούπι, σαν να έλεγε: ναι, μπορώ να γίνω και αυτό και να μην εξηγώ τίποτα σε κανέναν.

Οι Plugz (ή αλλιώς Los Plugz) ήταν ενεργοί από το 1977 μέχρι το 1984, τη χρονιά που τους ανέβασε ο Dylan στην τηλεοπτική του σκηνή. Η μπάντα αποτελούνταν από τον Tito Larriva (φωνή και κιθάρα), τον Charlie Quintana (ντραμς) και τον Barry McBride (μπάσο). Κυκλοφόρησαν δύο στούντιο άλμπουμ: Electrify Me (1979) και Better Luck (1981), ενώ συμμετείχαν και σε διάφορα soundtrack και συλλογές. Και κάπου εδώ, η ιστορία αποκτά τη μετα-ειρωνεία που της αξίζει. Ο Dylan, ο ποιητής της folk, το αγόρι με την κιθάρα που έψαχνε τον θεό στον άνεμο, βρίσκει κοινό έδαφος με τα τσακισμένα τύμπανα της Δυτικής Ακτής. Και γιατί όχι; Γιατί, όπως είπαμε, ήταν punk πολύ πριν εμφανιστεί το punk. Δεν έγραφε απλώς τραγούδια αγάπης· έγραφε προφητείες, καταγγελίες, μανιφέστα. Έβγαινε στη σκηνή για να πει πράγματα που έκαιγαν, όπως έκαναν οι Clash, όπως ονειρεύονταν οι Pistols, όπως κραύγαζαν οι Minor Threat και οι Dead Kennedys.

Και κάπως έτσι μπορεί να καταλάβει κανείς πως η σχέση του Dylan με το punk δεν ήταν ζήτημα στυλ.Ήταν ζήτημα στάσης. Ήξερε από τότε ότι η μουσική δεν είναι ντεκόρ. Είναι όπλο. Και το κράτησε καλύτερα από πολλούς άλλους, όχι στα χέρια, αλλά στη γλώσσα.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured